Tag Archives: φύλο

Έλληνας ούτε γεννιέσαι, ούτε γίνεσαι …

Αφίσα της συλλογικότητας “ινσανυτέ” που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο (2014) στη Θεσσαλονίκη.

ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΤΕ
ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ ΤΩΡΑ

Ινσανυτέ
Ινστιτούτο ανίχνευσης και υπέρβασης της ταξικής επιθυμίας

Flatten

μικρό-ουτοπίες

Εγώ σου μιλάω

για έμφυλες ταυτότητες

κι εσύ μας σκέφτεσαι να πηδιόμαστε στις βρώμικες τουαλέτες κάποιου μπαρ.

Εσύ μου μιλάς

για ταξικό ανταγωνισμό

κι εγώ μας σκέφτομαι με κρασί και ποίηση, σε κάποιο φθινοπωρινό ταξίδι.

Και σαν τελειώσει η κουβέντα, και δεν έχουμε κάνει τίποτα απ' τα παραπάνω

θα ξαπλώσουμε

και θα βάλουμε το τελευταίο επεισόδιο Game of thrones

πριν μας πάρει ο ύπνος.

Έχουμε και δουλειές αύριο…

 

rodney-smith15

Ζήτω το παγκόσμιο φρικαριάτο /

/

/           /

//

κανείς, αργότερα, δεν κατάφερε να εντοπίσει την αρχική πηγή /

γιατί τούτη τη φορά, δεν είχε χρειαστεί / καμία επαναστατική πρωτοπορία / κανένα κάλεσμα /

ούτε υπογραφές, διαθεσιμότητες, οργάνωση, αφίσες, δρομολόγιο, πρόγραμμα /

καμία διαδικτυακή πρόσκληση, να πατήσεις “θα πάω” ελαφρά τη καρδία και να σου το θυμίσει το μηχάνημα δέκα λεπτά πριν, ότι να, κοίτα, αυτό που είπες πως θα πας, συντελείται τώρα δα, και εσύ λείπεις, και που χρόνος να μαζέψεις τα τσιγάρα και τα κλειδιά, να κάνεις ένα μπάνιο στα γρήγορα, να φορέσεις τα μαύρα, να αποφύγεις τον διαχειριστή, να κατέβεις τα σκαλιά τρέχοντας /

/                                     /

λένε πως διαδόθηκε με τον άνεμο /

με το άγγιγμα /

σαν φήμη /

σαν ψίθυροι /

σαν υπονοούμενα /

πως ήταν κρυμμένο μήνυμα ανάμεσα σε διαφημιστικά σποτ και σελίδες βιβλίων /

πως κάποιοι, σε κάποιο σκιερό υπόγειο, το σχεδίαζαν για χρόνια /

ή πως το οραματίστηκε ένα ζευγάρι μόλις το προηγούμενο βράδυ, καθώς έκαναν έρωτα /

ή πως βγήκε αυθόρμητα, όπως όλα τα μεγάλα όμορφα πράγματα /

/ /

όπως και να' χει, έγινε /

να, κοίτα /

έπαψαν πια να κρύβονται /

πλημμύρισαν τους δρόμους, κραυγές και σώματα /

φωνές ντροπαλές, βραχνές, μουσικές, ακατάπαυστες, βαθιές /

σαν πλήθος ήταν /

ή μάλλον, σαν πληθωρική στρατιά, με την διάταξη τους επιμελώς ατημέλητη, λες κι ένας συλλογικός νους να τους τοποθέτησε φαινομενικά τυχαία, ώστε να σχηματίζουν ένα σχέδιο, μια αισθητική τελειότητα, ένα μαθηματικό παράδοξο, ένας εδώ, δυο παραδίπλα, τρεις σ' αυτή την πλευρά, άλλοι τρεις παραπέρα, θα στέκεστε κάπως έτσι, θα φορέσετε το εμπριμέ φουλάρι σας, κυρία μου μη σηκώνετε τόσο το χέρι σας, χαμογελάτε, συνεχίστε, σας παρακαλώ μη σπρώχνεστε, έρχονται κι άλλοι, υπάρχει τόσο μίσος ακόμη, και τόσα γέλια, ο δρόμος αυτός φαίνεται μας χωράει όλους, χωράει μια εξέγερση /

/                                  //

ήταν όλοι τους εκεί /

/

οι ερωτευμένοι, οι μεθυσμένοι, οι ξένοι, οι πληγωμένοι, οι μόνοι, οι απεγνωσμένοι, οι ανικανοποίητοι, οι διχασμένοι, οι παράξενοι, οι απογοητευμένοι, οι φοβισμένοι, οι απλησίαστοι /

//

ήταν όλοι όσοι προσπάθησαν, τουλάχιστον μια φορά, να αυτοκτονήσουν, μα δίστασαν λίγο πριν το τέλος γιατί δεν ήξεραν τι να γράψουν στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα / τι να πρωτοπεί κανείς / αντάλλασσαν όμως τις εμπειρίες τους πάνω στην πρακτική, κατά βάθος είναι και ζήτημα καλαισθησίας, η τελευταία πινελιά ενός καλλιτέχνη, ποιός άραγε ανάμεσα μας μπορεί να κρίνει αν η εκπυρσοκρότηση ενός πιστολιού είναι γοητευτικότερη ή δημιουργικότερη από μια σιωπηλή λεπίδα, από ένα μπουκαλάκι υπνωτικά, από μια βουτιά στο κενό /

/

ήταν όλες αυτές οι παράξενες φιγούρες, κάπως σκυφτές και φοβισμένες, που τους πετυχαίνεις συνήθως σε γυράδικα και πιτσαρίες τις νύχτες να αναζητούν λίγη συντροφιά / να αναζητούν ο ένας τον άλλο / τη δική τους μυστική πιάτσα / να ανταλλάσουν ανακουφιστικές κοινοτυπίες / να κάθονται, κάθε βράδυ, οι ίδιοι κάπως λευκοί άνθρωποι, στις ίδιες λευκές καρέκλες, κάτω από το ίδιο λευκό φως / μπροστά μια βιτρίνα με πίτσες, δυο ευρώ το κομμάτι / και να παρακολουθούν με μια υποψία ζήλιας τους πελάτες να μπαινοβγαίνουν στη σειρά / άρτος και θεάματα /

/                                            /

ήταν όλοι οι ψυχαναγκαστικοί, που τοποθετούν πάντοτε τα φλιτζάνια κατά σειρά ύψους, τις παντόφλες στην ίδια γωνία του σπιτιού, το κόκκινο πουλόβερ μαζί με τη μαύρη βερμούδα, τους συγγραφείς κατά επώνυμο / όλα βγάζουν νόημα τελικά / ας μη ξεχνάμε κι αυτούς που θα διαβάσουν τούτο το κείμενο, κι έπειτα θα σταθούν να μετρήσουν τις κατηγορίες να κοιτάξουν αν βγαίνει ζυγός αριθμός, αν είναι ας πούμε όλα τακτοποιημένα, υπολογισμένα / κατά βάθος νομίζω θα ήθελαν να είναι αράχνες, η ζωή τους να περιστρέφεται γύρω από την απόλυτη συμμετρία ενός καλοφτιαγμένου ιστού /

/

ήταν κι αυτοί που επέλεξαν να χάσουν τον εαυτό τους πάνω σε μια μπάρα / στον πάτο ενός ποτηριού / μέσα σε μια συνεχόμενη νύχτα / ένας εξέχων λογοτεχνικός τρόπος να χάσεις τον εαυτό σου, όπως διατείνονται οι ίδιοι / μα είναι διπλά τραγικοί / ένα γιατί χάθηκαν, το προφανές, ας μην επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα / και δυο γιατί / ας σημειωθεί / η αυτοκαταστροφή τους πάσχει από ολοκληρωτική έλλειψη πρωτοτυπίας / τόσο μπανάλ, χρυσό μου / τόσο προφανές / ένα πρόχειρο κολάζ όλων των στίχων που βρίσκει κανείς σε ποιητικές συλλογές / απ' τους ρομαντικούς ως τους μπήτνικ / ανεκπλήρωτοι έρωτες και μπλαμπλαμπλα / εφηβικά ινδάλματα, ροκ σταρς να αργοπεθαίνουν πίσω απ' τη σκηνή, ευκολοχώνευτη τραγικότητα / ο μπάρμαν ξέρει, κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά, γεμίζει ξανά το ποτήρι / απαιτείται μια ιδιοφυία για να γεννήσει έναν πραγματικά ξεχωριστό τρόπο αυτοκαταστροφής /

/  /

ήταν αυτοί που, καθώς περπατάνε στο δρόμο, μονολογούν / ή μιλάνε σε κάποιον φανταστικό φίλο, κάποιον παλιό συγγενή, κάποιον αόρατο συνομιλητή, κάποιον νεκρό αγαπημένο / τραγουδάνε τσιγγάνικα τραγούδια / απαγγέλλουν ποίηση / σιγοσφυρίζουν σκοπούς από διαφημίσεις του ραδιοφώνου / ή ρίχνουν κατάρες στους περαστικούς / ίσως και να πιάνουν αυτές οι κατάρες, ποιος ξέρει, ίσως γι’ αυτό οι άνθρωποι να σκοντάφτουν στο πλακόστρωτο / είναι να μη σου τύχει /

/                                                                                           /

ήταν και όλες αυτές οι γιαγιάδες που αρνήθηκαν τον θάνατο / αρνήθηκαν τη μοναξιά / αρνήθηκαν τα πλήθη / αρνήθηκαν και το γηροκομείο, που τόσο απλόχερα τους προσέφερε σαν εναλλακτική ο καλός εγγονός, θα είσαι καλύτερα εκεί, με ανθρώπους της ηλικίας σου, κάποιος να σε προσέχει, αν πάθεις τίποτα, κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει / ζουν ακόμη σε εκείνη τη μονοκατοικία στο τέλος του δρόμου, παρέα με μια στρατιά από γάτες / η γιαγιά δεν έχει όνομα για τις γάτες, οι γάτες έχουν όνομα για τη γιαγιά μα δεν της το λένε ποτέ, την φωνάζουν απλά η καλή κυρία, με τον δικό τους γατίσιο τρόπο, και όλοι είναι κατά γενική ομολογία ευτυχισμένοι, όσο υπάρχει γάλα /

/

ήταν όλοι τους εκεί /

/                      /   /

οι μελαγχολικοί, οι τρομαγμένοι, οι παράλογοι, οι υποχόνδριοι, οι εθισμένοι, οι θλιμμένοι, οι δυσλεξικοί, οι σιωπηλοί, οι περίεργοι, οι παθιασμένοι, οι ατελείς, οι κομπλεξικοί /

/                                                                                      /

ήταν κι όσοι και όσες δεν ένιωσαν ποτέ άνετα με το σώμα τους / γιατί το σώμα τους επέλεξε αυτοβούλως να μη νιώσει ποτέ άνετα με τα πρότυπα ομορφιάς / οι γιατροί, λέει, έβαλαν τα δυνατά τους / νυστέρια, δίαιτες, χαπάκια, κρέμες, βοτάνια / κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό / η κατάσταση σας είναι ανίατη / φοβάμαι πως θα παραμείνετε χοντρούλα, μπάζο, σκιάχτρο, σπυριάρης, φρικιό / είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ανθρώπινη εφευρετικότητα όταν καλείται να δημιουργήσει λέξεις που πληγώνουν / τη μέρα τούτη όμως αυτές οι λέξεις απαγορεύονταν / ήταν απλά όλες και όλοι τους όμορφοι /

//

ήταν και κάτι τύποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο να γράφουν / και γράφουν / και γράφουν / σιωπηλά και ασταμάτητα / γράφουν για τα αγόρια που κατέβηκαν από τα άστρα / για έρωτες που ποτέ δεν έζησαν / για το θεό, το νόημα της ζωής, τις ψυχές, τα σύννεφα / για το θάνατο και την αρρώστια και την αποτυχία του να είσαι άνθρωπος / για τον ιδρώτα, το αίμα, τη σκόνη, τα δάκρυα / γράφουν / δίχως σκοπό / γεμίζουν σελίδες επί σελίδων / και δεν τα έχουν δείξει ποτέ σε κανέναν / ίσως να μην έχουν σε ποιόν να τα δείξουν / ίσως να μην υπάρχει κανένας να τα δείξουν / η μητέρα τους, στο δίπλα δωμάτιο, βήχει πάλι, έχει τις δικές της σκοτούρες / οι συνάδελφοι το πρωί στη δουλειά, τους κοιτάνε λίγο περίεργα / δεν θα τα δείξουν ποτέ σε κανέναν / κανείς δεν θα καταλάβει / μόνο τα αγόρια που κατέβηκαν απ' τα άστρα, λέει, τους καταλαβαίνουν /

/

ήταν αυτοί που δεν έχουν προσαρμοστεί ακόμα στο πρωινό ξύπνημα / που ονειρεύονται τη μέρα που κανείς δεν θα τους διακόψει το όνειρο / τη μέρα που τα ξυπνητήρια θα απαγορευτούν / τη μέρα που η εργασία θα απαγορευτεί / τη μέρα που οι Δευτέρες θα απαγορευτούν / ήρθαν κάπως αργοπορημένοι αυτοί, μα πρόφτασαν πάνω στο καλό, δεν έχασαν το καλύτερο δηλαδή, άλλωστε όπως λέει και η λαϊκή σοφία, όποιος βιάζεται σκοντάφτει /

/                          /

ήταν όσοι κάνουν αυτές τις παράξενες συλλογές / αφιερώνουν μια ζωή σ' αυτό, και πάλι ίσως δεν αρκεί μια ολάκερη ζωή / είναι ατελείωτα / πορσελάνινες κούκλες, γραμματόσημα, παλιά παιχνίδια, σπιρτόκουτα / γεμίζει το σπίτι, δεν αρκεί ένα ολάκερο σπίτι / γεμίζει το μυαλό με πορσελάνινες κούκλες, αρχίζουν φαντάζουν ζωντανές, αλλάζουν θέση τα βράδια, ψιθυρίζουν στα αυτιά τους όταν κοιμούνται, ζητάνε κι άλλο χώρο, κι άλλο χρόνο, δεν αρκεί / έχουν μονάχα ένα σπίτι να δώσουν, μια ζωή, ένα μυαλό / που χρόνος για άλλα πράγματα / κατέβηκαν στο δρόμο σήμερα με τύψεις, ακούνε τις κούκλες τους να τους καλούν, να παραπονιούνται, τις εγκατέλειψαν, ποιός ξέρει τι μπορεί να συμβεί όσο λείπουν / κάποιοι έφεραν την διαλεχτή τους μαζί τους / την κρατούσαν σφιχτά στην τσέπη, σαν φυλαχτό /

/

ήταν κι όλοι αυτοί που, μια ζωή, βάδιζαν δίπλα στον αγαπημένο τους, την αγαπημένη τους, και δεν τολμούσαν να του κρατάνε το χέρι, της / αγοράκι με αγοράκι, κοριτσάκι με κοριτσάκι, όλοι οι πιθανοί συνδιασμοί θα μπορούσαν να υπάρξουν ως εφικτοί / έρως κρυμμένος / φόβος / μα τι θα πει ο κόσμος / τώρα ήταν εδώ, δεν κρατούσαν απλά τα χέρια, πηδιόντουσαν στη μέση του πλήθους, μια γυμνή και υγρή χορογραφία / ξημέρωσε επιτέλους η μέρα όπου αναγκάστηκαν να κρυφτούν αυτοί οι “άλλοι” / να κρυφοκοιτάζουν από τα παράθυρα του σαλονιού, πίσω απ' τις δαντελωτές κουρτίνες / με μια σταγόνα θυμού, και δυο τζούρες ζήλιας / δε με νοιάζει τι κάνετε στο κρεβάτι σας κύριε μου, εγώ στο δρόμο πηδιέμαι / τέλος /

/                               //

ήταν όλοι τους εκεί /

/

πέντε μέτρα μπροστά, ίσως λιγότερο, ίσως περισσότερο / προπορεύονταν εκείνοι οι δυο /

ξερακιανός ο ένας, στα δεξιά, με ένα αμάνικο γκρι πουλοβεράκι που του έπλεξε κάποτε η γιαγιά του /

με υποψία φαλάκρας /

και υποψία χαμόγελου /

κοντούλα θα την έλεγες την άλλη, στα αριστερά, φορούσε ένα λίγο παράξενο καπέλο με ένα μπουκέτο λουλούδια καρφιτσωμένο πάνω του /

και κούτσαινε λιγάκι /

κρατούσαν ένα τεράστιο πανό /

που έγραφε, με γράμματα όμορφα, ακριβή, καθαρά /

Υγιείς και κανονικοί /

στου πηγαδιού τον πάτο /

ζήτω το παγκόσμιο /

φρικαριάτο /

έτσι ακριβώς, ακόμα και τις καθέτους είχε στο τέλος κάθε σειράς /

//

και πέντε μέτρα πίσω, ίσως λιγότερο ίσως περισσότερο / προχωρούσε ένας γέρος /

φορούσε όλα αυτά που φοράνε συνήθως οι γέροι, και βάδιζε σαν ένας τέτοιος /

τίποτα το παράξενο ως εδώ λοιπόν /

και μουρμούριζε μοναχός του /

/             /

εγώ, έλεγε, γεννήθηκα στην σπιναλόγκα /

και τούτη εδώ, έκανε, δείχνοντας το πλήθος /

θα είναι η εκδίκηση μου /

 

549344_10151462652160370_543395369_23789996_1513284673_n

Μια, δυο, χιλιάδες Εμμανουέλες

Μια, δυο, χιλιάδες Εμμανουέλες.    

me-exeis-kanei-tarando

Θυμάμαι, πάει κοντά ένας χρόνος πάνω κάτω.

Είμασταν σε ένα αμάξι και τραβούσαμε για βιαστικό μπάνιο στη Χαλκιδική, όταν είχαμε πρωτοδεί εκείνο το τεράστιο πανό.

Καριόλα Εμμανουέλα Αγγουράκη, με έχεις κάνει τάρανδο”.

Και είχαμε γελάσει όλοι – τόσο αστείο, μέσα στην υπερβολή και την γραφικότητα του. Και με τον καιρό, γινόταν όλο και πιο αστείο: συνθήματα σε κάθε τοίχο, πανό, αφίσες, αυτοκόλλητα, σελίδες στο facebook, συνεντεύξεις, ένας ανερχόμενος urban legend “της πόλης μας”, το τελευταίο τονισμένο με μια δόση άπο υποβόσκων τοπικισμό.

Και στην τελική, μάθαμε και ποιά είναι η Εμμανουέλα Αγγουράκη, μάθαμε και ποιός είναι ο τάρανδος, παρακολουθήσαμε και όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της υπόθεσης με την ίδια προσήλωση που ο αφοσιωμένος τηλεθεατής παρακολουθεί ένα απ' τα νυχτερινά σόου της Αννίτας Πάνια. Πριν καν κυκλοφορήσει η περιβόητη συνέντευξη, είχαμε ενημερωθεί άπ' τον “φίλο του φίλου” (την παγκοσμίως εγκυρότερη πηγή πληροφοριών) ότι όλο αυτό είναι και καλά στημένο, συνεννοημένο, μια φτηνή διαφήμιση.

Η καριόλα Εμμανουέλα και ο τάρανδος.

Το κοινό μας αστείο.

Ξέρεις τι όμως? Δεν είναι πια αστείο.

Ποτέ δεν ήταν.

Γιατί όταν ένας άνθρωπος, καταλήγει να έχει τέτοιες επιπτώσεις άπο την επιλογή του ερωτικού του συντρόφου, μια επιλογή που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα και κατοχυρωμένα προσωπική και ελεύθερη, τότε κάτι πάει στραβά. Και με τρομάζει η ευκολία με την οποία μπορείς να κολλήσεις σε κάποιον μια ρετσινιά που θα τον ακολουθεί παντού και πάντα, σε κάθε τοίχο και σε κάθε βλέμμα στο δρόμο. Και με τρομάζει μια κοινωνία που στην καλύτερη σιωπά αδιάφορη, στην χειρότερη οργανώνει την αλληλεγγύη της και εκφράζει την συμπαράσταση της στον “κερατά”.

Γιατί για κάθε έναν ψύχραιμο που θα πει “έλα μωρέ, μια χαζομάρα είναι” θα βρεθούν άλλοι δέκα ηλίθιοι που θα πουν πως “καλά την κάνει την καριόλα, έτσι θέλουν αυτές”. Και ακόμη κι αν παραδεχόμασταν πως το συγκεκριμένο στόρυ ήταν ένα διαφημιστικό κόλπο στο οποίο συναινούν αμοιβαία και οι δυο εμπλεκόμενοι, δεν αναιρεί ότι η κουλτούρα που κρύβεται πίσω του συνιστά μια εκσυγχρονισμένη δημόσια διαπόμπευση, έναν αναίμακτο λιθοβολισμό.

Γιατί σε άλλες κοινωνίες και σε άλλες εποχές, όχι πολύ μακρινές από εμάς, η Εμμανουέλα και η κάθε Εμμανουέλα θα πλήρωνε μια τέτοια επιλογή με τη ζωή και την “τιμή” της. Και αν θέλουμε να πιστεύουμε πως αυτά “απέχουν πολύ απ' την προοδευτική ελλάδα του 21ου αιώνα” και πως “αυτές οι διακρίσεις έχουν πάψει να υφίστανται”, μη χέσω, ας αναλογιστούμε λίγο την κοντινή και οικεία μας πραγματικότητα: την απόσταση ανάμεσα στον “γαμιά” και την “πουτάνα” του σχολείου, τις υποτιμητικές βρισιές που συνοδεύουν κάθε νυχτερινή έξοδο μιας γνήσιας αντροπαρέας, τα μαυρισμένα μάτια που καλύπτονται άπο βιαστικό μέηκ απ και αμήχανη σιωπή το επόμενο πρωινό…

Και στην τελική, γιατί όσο η “καριόλα Εμμανουέλα” στολίζει ανενόχλητα τους τοίχους της πόλης, τόσο νομιμοποιείται το να ακολουθήσει αύριο μεθαύριο και η καριόλα Μαρία, η καριόλα Ελένη, ο καριόλης Κώστας. Εγώ, εσύ, ο καθένας και η καθεμία από εμάς δηλαδή.

Και είμαι απολύτως βέβαιος, πως ο χάχας που σήμερα γελάει βλέποντας το σύνθημα, αύριο δεν θα γελάει καθόλου βλέποντας στη θέση της το δικό του ονοματεπώνυμο.

“Μα που πήγαν όλοι οι άντρες?”

…"Μα που πήγαν όλοι οι άντρες?", με ρώτησες εκείνο το βράδυ. "Οι πραγματικοί άντρες", με έμφαση στο "πραγματικοί". …Φαντάζομαι, θα εννοείς εκείνα τα τυπάκια που, εν έτη 2013 δυσκολεύονται ακόμα να ξεπεράσουν τον πρωτογονισμό, και κάθε τους βραδινή έξοδος με την υπόλοιπη νεάτερνταλ παρέα, συνεπάγεται με τελετουργικό κυνήγι. …Που θα κάνουν πάντα την πρώτη κίνηση, θα γίνουν ενοχλητικά επίμονοι ακόμη και αν τους διαολοστείλεις, θα σου πιάσουν κρυφά τον κώλο μέσα στο στριμωξίδι και θα τρίβονται πάνω σου κατά την διάρκεια του χορού, και στην καλύτερη των περιπτώσεων θα κεράσουν και κάνα ποτάκι, γιατί είναι και πολύ τζέντλεμαν και η απλοχεριά και το γεμάτο πορτοφόλι ακόμη μετράνε. …Που θα υπερασπιστούν την τιμή σου ξεκινώντας μανούρες δεξιά κι αριστερά με λοιπά αρσενικά του είδους, αλλά που και που θα το σηκώνουν και σε σένα το χεράκι ή θα υψώσουν τη φωνή ώστε να τους ακούσει μέχρι και ο τυπάς που κάθεται κολλητά στο ηχείο, γιατί η τεστοστερόνη δε κρατιέται και κυλάει από τα μπατζάκια. …Που μαζί τους, ακόμη και το φλερτ χάνει όλη του τη γοητεία και την εφευρετικότητα αφού θα σε προσεγγίσουν χρησιμοποιώντας κάθε τυποποιημένη και κλισέ ατάκα, κάνοντας σε να αναρωτιέσαι αν την ξέθαψαν από τις τσόντες, το facebook ή τις teenage movies, θα παλέψουν σκληρά να δείξουν ότι ενδιαφέρονται, να φανούν ψαγμένοι, ευαίσθητοι και άνθρωποι με “πλούσιο εσωτερικό κόσμο να κρύβεται κάτω απ΄αυτό το φαινομενικά κοινότυπο παρουσιαστικό”, αλλά αν κάνεις το λάθος να κρυφακούσεις την μεταξύ τους κουβέντα θα νιώσεις ξαφνικά πως βρέθηκες με την παρέα του μικρού σου αδελφού. …Που το να κινούνται στον χώρο σαν μια συμμορία από πιθίκια που έχουν καταναλώσει μια καρτέλα viagra θεωρείται η πρέπουσα συμπεριφορά, ενώ το να δείξουν έστω και τον στοιχειώδη συντροφικότητα, σεβασμό, υποχωρητικότητα ή συναισθηματισμό, να επιτρέψουν στον εαυτό τους να κλάψει δημόσια ή να παραδεχτεί πως γουστάρει ένα άλλο αγοράκι αποτελούν κάτι αντίστοιχο σε ευνουχισμό και προσβολή του είδους. …Που αν δεν τους κάτσεις εσύ και η φίλη σου, θα είναι μάλλον γιατί έχετε γκόμενο ή γιατί κάτι πάει στραβά με το μαγαζί και τη μουσική και την πανσέληνο σήμερα, δε χωράει βλέπεις το κεφαλάκι τους πως δεν γουστάρετε τις γλοιώδεις φάτσες τους ή πως βγήκατε απλά για να περάσετε καλά μόνες σας, κι ότι αν θέλατε να νιώσετε την εμπειρία του να σας αντιμετωπίζουν σαν κρέας πρoς κατανάλωση θα πηγαίνατε σαφάρι στην αφρική να δείτε τα λιοντάρια. …Και που αν φάνε κάνα δυο άκυρα ακόμα στη σειρά, δεν τρέχει και τίποτα, θα πάνε να ξεσπάσουν όλο τον βραδινό πληγωμένο ανδρισμό τους στην ρωσίδα στο διπλανό μπουρδέλο. …“Μα που πήγαν όλοι οι άντρες?”, με ρώτησες εκείνο το βράδυ. …“Στο διάολο”, σου απάντησα, “και καιρός τους ήταν”.

282657_3541915230105_209308799_n