Category Archives: Στιγμές

Καλοκαιρινή παρένθεση αηδίας.

Συναντάς τούτο εδώ, στον δρόμο, ίσως στο διαδίκτυο, μια τυχαία μέρα, μια τυχαία νύχτα, χαμογελάς, ξυπνάει συνειρμούς ή όχι, το μοιράζεις και το μοιράζεσαι, το αποθηκεύεις, θέλεις να στείλεις τα συγχαρητήρια σου σε όποιον/α το δημιούργησε, θα ήθελες ίσως να ήσουν εσύ αυτός/αυτή που θα το είχε αποτυπώσει στον τοίχο, απέναντι από το μπαλκόνι του ανθρώπου που αγαπάς, να το αντικρύζει κάθε πρωινό που ξυπνάει:

 

tumblr_mrj9yaAbvn1sfsb2uo1_400

 

και λίγο καιρό αργότερα συναντάς και αυτό:

 

10526048_10152552742956108_8554898811355865220_n

 

. Σιχαμένοι διαφημιστές, έμποροι του πολύχρωμου τίποτα, στείροι και άγευστοι, κλέφτες και χειραγωγοί των πιο ταπεινών ενστίκτων, μην τολμήσετε να μολύνετε ξανά με τα βρωμόχερα σας τις εμπνεύσεις μας.

 

 

 

.αηδία.

Μια, δυο, χιλιάδες Εμμανουέλες

Μια, δυο, χιλιάδες Εμμανουέλες.    

me-exeis-kanei-tarando

Θυμάμαι, πάει κοντά ένας χρόνος πάνω κάτω.

Είμασταν σε ένα αμάξι και τραβούσαμε για βιαστικό μπάνιο στη Χαλκιδική, όταν είχαμε πρωτοδεί εκείνο το τεράστιο πανό.

Καριόλα Εμμανουέλα Αγγουράκη, με έχεις κάνει τάρανδο”.

Και είχαμε γελάσει όλοι – τόσο αστείο, μέσα στην υπερβολή και την γραφικότητα του. Και με τον καιρό, γινόταν όλο και πιο αστείο: συνθήματα σε κάθε τοίχο, πανό, αφίσες, αυτοκόλλητα, σελίδες στο facebook, συνεντεύξεις, ένας ανερχόμενος urban legend “της πόλης μας”, το τελευταίο τονισμένο με μια δόση άπο υποβόσκων τοπικισμό.

Και στην τελική, μάθαμε και ποιά είναι η Εμμανουέλα Αγγουράκη, μάθαμε και ποιός είναι ο τάρανδος, παρακολουθήσαμε και όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της υπόθεσης με την ίδια προσήλωση που ο αφοσιωμένος τηλεθεατής παρακολουθεί ένα απ' τα νυχτερινά σόου της Αννίτας Πάνια. Πριν καν κυκλοφορήσει η περιβόητη συνέντευξη, είχαμε ενημερωθεί άπ' τον “φίλο του φίλου” (την παγκοσμίως εγκυρότερη πηγή πληροφοριών) ότι όλο αυτό είναι και καλά στημένο, συνεννοημένο, μια φτηνή διαφήμιση.

Η καριόλα Εμμανουέλα και ο τάρανδος.

Το κοινό μας αστείο.

Ξέρεις τι όμως? Δεν είναι πια αστείο.

Ποτέ δεν ήταν.

Γιατί όταν ένας άνθρωπος, καταλήγει να έχει τέτοιες επιπτώσεις άπο την επιλογή του ερωτικού του συντρόφου, μια επιλογή που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα και κατοχυρωμένα προσωπική και ελεύθερη, τότε κάτι πάει στραβά. Και με τρομάζει η ευκολία με την οποία μπορείς να κολλήσεις σε κάποιον μια ρετσινιά που θα τον ακολουθεί παντού και πάντα, σε κάθε τοίχο και σε κάθε βλέμμα στο δρόμο. Και με τρομάζει μια κοινωνία που στην καλύτερη σιωπά αδιάφορη, στην χειρότερη οργανώνει την αλληλεγγύη της και εκφράζει την συμπαράσταση της στον “κερατά”.

Γιατί για κάθε έναν ψύχραιμο που θα πει “έλα μωρέ, μια χαζομάρα είναι” θα βρεθούν άλλοι δέκα ηλίθιοι που θα πουν πως “καλά την κάνει την καριόλα, έτσι θέλουν αυτές”. Και ακόμη κι αν παραδεχόμασταν πως το συγκεκριμένο στόρυ ήταν ένα διαφημιστικό κόλπο στο οποίο συναινούν αμοιβαία και οι δυο εμπλεκόμενοι, δεν αναιρεί ότι η κουλτούρα που κρύβεται πίσω του συνιστά μια εκσυγχρονισμένη δημόσια διαπόμπευση, έναν αναίμακτο λιθοβολισμό.

Γιατί σε άλλες κοινωνίες και σε άλλες εποχές, όχι πολύ μακρινές από εμάς, η Εμμανουέλα και η κάθε Εμμανουέλα θα πλήρωνε μια τέτοια επιλογή με τη ζωή και την “τιμή” της. Και αν θέλουμε να πιστεύουμε πως αυτά “απέχουν πολύ απ' την προοδευτική ελλάδα του 21ου αιώνα” και πως “αυτές οι διακρίσεις έχουν πάψει να υφίστανται”, μη χέσω, ας αναλογιστούμε λίγο την κοντινή και οικεία μας πραγματικότητα: την απόσταση ανάμεσα στον “γαμιά” και την “πουτάνα” του σχολείου, τις υποτιμητικές βρισιές που συνοδεύουν κάθε νυχτερινή έξοδο μιας γνήσιας αντροπαρέας, τα μαυρισμένα μάτια που καλύπτονται άπο βιαστικό μέηκ απ και αμήχανη σιωπή το επόμενο πρωινό…

Και στην τελική, γιατί όσο η “καριόλα Εμμανουέλα” στολίζει ανενόχλητα τους τοίχους της πόλης, τόσο νομιμοποιείται το να ακολουθήσει αύριο μεθαύριο και η καριόλα Μαρία, η καριόλα Ελένη, ο καριόλης Κώστας. Εγώ, εσύ, ο καθένας και η καθεμία από εμάς δηλαδή.

Και είμαι απολύτως βέβαιος, πως ο χάχας που σήμερα γελάει βλέποντας το σύνθημα, αύριο δεν θα γελάει καθόλου βλέποντας στη θέση της το δικό του ονοματεπώνυμο.

“Μα που πήγαν όλοι οι άντρες?”

…"Μα που πήγαν όλοι οι άντρες?", με ρώτησες εκείνο το βράδυ. "Οι πραγματικοί άντρες", με έμφαση στο "πραγματικοί". …Φαντάζομαι, θα εννοείς εκείνα τα τυπάκια που, εν έτη 2013 δυσκολεύονται ακόμα να ξεπεράσουν τον πρωτογονισμό, και κάθε τους βραδινή έξοδος με την υπόλοιπη νεάτερνταλ παρέα, συνεπάγεται με τελετουργικό κυνήγι. …Που θα κάνουν πάντα την πρώτη κίνηση, θα γίνουν ενοχλητικά επίμονοι ακόμη και αν τους διαολοστείλεις, θα σου πιάσουν κρυφά τον κώλο μέσα στο στριμωξίδι και θα τρίβονται πάνω σου κατά την διάρκεια του χορού, και στην καλύτερη των περιπτώσεων θα κεράσουν και κάνα ποτάκι, γιατί είναι και πολύ τζέντλεμαν και η απλοχεριά και το γεμάτο πορτοφόλι ακόμη μετράνε. …Που θα υπερασπιστούν την τιμή σου ξεκινώντας μανούρες δεξιά κι αριστερά με λοιπά αρσενικά του είδους, αλλά που και που θα το σηκώνουν και σε σένα το χεράκι ή θα υψώσουν τη φωνή ώστε να τους ακούσει μέχρι και ο τυπάς που κάθεται κολλητά στο ηχείο, γιατί η τεστοστερόνη δε κρατιέται και κυλάει από τα μπατζάκια. …Που μαζί τους, ακόμη και το φλερτ χάνει όλη του τη γοητεία και την εφευρετικότητα αφού θα σε προσεγγίσουν χρησιμοποιώντας κάθε τυποποιημένη και κλισέ ατάκα, κάνοντας σε να αναρωτιέσαι αν την ξέθαψαν από τις τσόντες, το facebook ή τις teenage movies, θα παλέψουν σκληρά να δείξουν ότι ενδιαφέρονται, να φανούν ψαγμένοι, ευαίσθητοι και άνθρωποι με “πλούσιο εσωτερικό κόσμο να κρύβεται κάτω απ΄αυτό το φαινομενικά κοινότυπο παρουσιαστικό”, αλλά αν κάνεις το λάθος να κρυφακούσεις την μεταξύ τους κουβέντα θα νιώσεις ξαφνικά πως βρέθηκες με την παρέα του μικρού σου αδελφού. …Που το να κινούνται στον χώρο σαν μια συμμορία από πιθίκια που έχουν καταναλώσει μια καρτέλα viagra θεωρείται η πρέπουσα συμπεριφορά, ενώ το να δείξουν έστω και τον στοιχειώδη συντροφικότητα, σεβασμό, υποχωρητικότητα ή συναισθηματισμό, να επιτρέψουν στον εαυτό τους να κλάψει δημόσια ή να παραδεχτεί πως γουστάρει ένα άλλο αγοράκι αποτελούν κάτι αντίστοιχο σε ευνουχισμό και προσβολή του είδους. …Που αν δεν τους κάτσεις εσύ και η φίλη σου, θα είναι μάλλον γιατί έχετε γκόμενο ή γιατί κάτι πάει στραβά με το μαγαζί και τη μουσική και την πανσέληνο σήμερα, δε χωράει βλέπεις το κεφαλάκι τους πως δεν γουστάρετε τις γλοιώδεις φάτσες τους ή πως βγήκατε απλά για να περάσετε καλά μόνες σας, κι ότι αν θέλατε να νιώσετε την εμπειρία του να σας αντιμετωπίζουν σαν κρέας πρoς κατανάλωση θα πηγαίνατε σαφάρι στην αφρική να δείτε τα λιοντάρια. …Και που αν φάνε κάνα δυο άκυρα ακόμα στη σειρά, δεν τρέχει και τίποτα, θα πάνε να ξεσπάσουν όλο τον βραδινό πληγωμένο ανδρισμό τους στην ρωσίδα στο διπλανό μπουρδέλο. …“Μα που πήγαν όλοι οι άντρες?”, με ρώτησες εκείνο το βράδυ. …“Στο διάολο”, σου απάντησα, “και καιρός τους ήταν”.

282657_3541915230105_209308799_n

Στιγμές στην πόλη, μέρος 2

Στιγμές στην πόλη εκτός πόλης

…Πολιτικά στιγμιότυπα προσωρινής φυγής!

Δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις.

Ναι, ξέρουμε πόσο ψεύτικη, πόσο επιφανειακή, πόσο επίπλαστη και προσωρινή είναι η καθημερινότητα που βιώνουμε σε καταστάσεις φυγής απ’ την κανονικότητα: στις διακοπές μας. Τόσοι μήνες άγχους και αλλοτρίωσης έχουν συσσωρευτεί μέσα μας σαν καρκίνος, χαμένοι σε ένα μονότονο και μονόδρομο λαβύρινθο εργασίας, εξεταστικής και στιγμιαίας ανάπαυλας. Και, σαν έρθει εκείνη η στιγμή που βαδίζουμε σε έναν ξένο τόπο, περιτριγυρισμένοι από νέα πρόσωπα, δίχως τον χρόνο να κρέμεται βασανιστικά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, νιώθουμε προσωρινά την απελευθέρωση. Αδειάζουμε.

Αλλάζουμε. Για μια στιγμή μονάχα, μέσα στον κύκλο της μίζερης ζωής μας. Γιατί η ρουτίνα μας περιμένει καρτερικά, μοναχά ένα – δύο μήνες μακριά.

Μα τι θέλει επιτέλους να πει ο ποιητής μ’ αυτό τον ατελείωτο μονόλογο του?

Αυτό, μονάχα: πως οι παρακάτω στιγμές, αναγνωρίζουμε πως είναι γέννημα των συνθηκών τους και τίποτα παραπάνω. Μα, τις κρατάμε βαθιά μέσα μας, γιατί ελπίζουμε πως θα έρθει η ώρα που όλα αυτά θα αποτελέσουν την ζύμη για την γέννηση μιας νέας υλικής και συνειδησιακής πραγματικότητας.

Θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι στο ελεύθερο κάμπινγκ. Πως οι γύρω σκηνές μαζεύτηκαν γύρω μας καθώς το μαγείρεμα τελείωνε. Να τσιμπήσουν κι αυτοί ένα κομμάτι. Γιατί όλα μοιράζονται. Το φαγητό. Τα ξύδια. Τα βιβλία για το μεσημεριανό διάβασμα. Το χαρτί υγείας. Τα τσιγάρα.

Όταν το ζεις, συνειδητοποιείς πόσο ψευδαίσθηση είναι τελικά η αίσθηση της ιδιοκτησίας. Και πόσο μαγική και ανθρώπινη αυτή της κοινότητας.

Θυμάμαι τις καλημέρες. “Καλημέρα”, σου έλεγαν πρόσωπα άγνωστα μα χαμογελαστά. Όχι επιτειδευμένα. Γαλήνια. Φιλικά.

Καλημέρα”, αποκρινόσουν κι εσύ.

Κάθησε”, σου λέγαν. Και καθόσουν. Σε κύκλο, πάντα.

Θυμάμαι πόσο καθαρό ήταν το κάμπινγκ μας. Και δεν είχε καθαρίστριες. Μονάχα έναν βαριεστημένο τύπο που έπλενε τις χέστρες κάθε πρωί. Μα ο κόσμος, ενστικτωδώς, φρόντιζε τον τόπο γύρω του. Απλές καθημερινές κινήσεις. Να μαζέψεις τα σκουπίδια σου. Να πετάξεις τη σακούλα. Να μην ρίχνεις κάτω το τσιγάρο. Κινήσεις που εδώ, στην a priori μολυσμένη μητρόπολη κανείς μας δεν κάνει τόσο αυθόρμητα. Γιατί νιώθουμε βαθιά μέσα μας πως αυτός ο χώρος και αυτός ο χρόνος δεν είναι δικοί μας. Και δεν έχουμε καμία υποχρέωση να τους διατηρήσουμε “καθαρούς”.

Θυμάμαι εκείνη την αστεία συνέλευση στην πλατεία. Άπο κάπου είχε πέσει σύρμα ότι θα σκάσουν οι μπάτσοι να μαζέψουν τους κατασκηνωτές. Και κόσμος απ’ όλο το νησί είχε συγκεντρωθεί για να οργανώσει την άμυνα του. Μερικοί γνωριζόμασταν απ’ τις πόλεις μας. Εδώ, δεν μιλιόμαστε. Ίσως και να μισούμε λίγο ο ένας τον άλλο. Μα εκεί, στεκόμασταν δίπλα δίπλα και ετοιμάζαμε γεμάτοι ενθουσιασμό το σχέδιο δράσης. Αν έρθουν εδώ, θα κάνουμε τούτο. Αν κάνουν εκείνο, θα πάμε από εκεί. Να κλείσουμε τους δρόμους. Να ανταλλάξουμε κινητά. Να ειδοποιήσουμε κι άλλο κόσμο. Να είμαστε μαζί.

Θυμάμαι – πως να τα ξεχάσω – τα ωτοστόπ. Ποτέ δεν χρειάστηκε να περπατήσουμε πάνω από πέντε λεπτά. Εκτός κι αν ήθελες να ηρεμήσεις, να απολαύσεις την σιωπή και τα άστρα. (ναι, θυμάμαι και τα άστρα. μονάχα όταν τα βλέπεις συνειδητοποιείς πόσο σου λείπουν). Δεν σήκωνες το χέρι, απλά σταματούσαν δίπλα σου και άνοιγαν την πόρτα. “Πόσοι είστε?” “Πόσους χωράτε?” “Που πάτε?”. Όλοι στο κόλπο. Μικροί και μεγάλοι. Μεθυσμένοι και νηφάλιοι. Ντόπιοι και τουρίστες.

Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που πήγαμε να κάνουμε μπάνιο στις ντουζιέρες δίπλα απ’ τη σκηνή μας. Στο δημοτικό κάμπινγκ, όχι στο “ελεύθερο”. Εκεί όπου οι άνθρωποι κουβαλάνε κάτι λίγο απ’ την πόλη μαζί τους. Στερεοφωνικά. Φορτιστές. Τζανκ φουντ. Λογικές. Και βρήκαμε μια ντουζίνα γυμνά σώματα. Με απλότητα και γλυκύτητα. Όχι, δεν είναι επαναστατικό το γυμνό, εδώ και πολλές δεκαετίες. Μα συνεχίζει να είναι όμορφο και ελεύθερο. Ειδικά όταν το συναντάς εκεί που δεν το περιμένεις. Νομίζω πως δεν έχω ζήσει ποτέ τόσο κοντά και άνετα στο σώμα μου και στα σώματα άλλων άπο εκείνες τις μέρες.

Θυμάμαι εκείνο το πρωινό που μας έφερε ο Μπόμπ να φάμε “ψαράκι”. Τρέχα γύρευε που το ξετρύπωσε στις 9 τα ξημερώματα.

Θυμάμαι εκείνα τα παιδιά με τις κιθάρες στην πλατεία, να παίζουν “μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια” όταν έσκασε το περιπολικό να μας ζητήσει να κάνουμε ησυχία.

Θυμάμαι πολλά και διάφορα. Και λυπάμαι.

Λυπάμαι που επιστρέψαμε όλοι μας στην κανονικότητα. Και που χρειάστηκε να εκφέρουμε το χυδαίο “τα ξαναλέμε του χρόνου”. Και που, για τους περισσότερους με τους οποίους μοιράστηκα όλα τούτα, ήταν απλά μια προσωρινή κατάσταση, και όχι κάτι για το οποίο αξίζει να παλέψεις για να γίνει η καθημερινότητα σου.

…από το “Επιεικώς Φλέγον”, τεύχος 2

εικόνες δανεισμένες από προηγούμενα posts

 

Κυνική ποίηση: το φεγγάρι

Το φεγγάρι μ’ αρέσει

όχι ολόγιομο

ούτε σαν το χαμόγελο

του ψυχεδελικού γάτου

μήτε νυχάκι

μ’ αρέσει όταν είναι κομμένο στην μέση

γιατί μου θυμίζει

την φέτα λεμόνι

που επιπλέει στο τζιν μου

ανάμεσα στα παγάκια.

 

Σε είδα, μέρος 3

Αθήνα, πάσχα. Όλοι οι αθηνέζοι γνωστοί να μασουλάνε μαγειρίτσα, μια πόλη νεκρή από πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα. Νωχελικές βόλτες στα εξάρχεια με σαλονικιούς τουρίστες. Ευκαιριά για φωτογραφίες

Στιγμές στην Πόλη, μέρος 1

…ένα
Θεσσαλονίκη, δυτικά. Μπαίνω σε ταρίφα, να με πετάξει κέντρο. Κλασσική μούρη, λαĩκά τέρμα, το ταξί να μυρίζει σπέρμα.
Λίγο μετά, μαζεύουμε απ’ το δρόμο μια πενηντάρα. Βαμμένο ξανθό μαλλί, γούνα αξίας άγνωστης, η μυρωδιά στον χώρο αλλάζει. Βαρύ άρωμα, γλυκανάλατο, κάπως αηδιαστικό.
Κάπου στην διαδρομή, σταματάμε σε φανάρι. Λίγο πιο δίπλα, κάποιοι σύντροφοι κολλάνε αφίσες – δεν θυμάμαι για ποιό θέμα.
“Τους βλέπεις τους αλήτες!” (η κυράτσα) “το κάνουν για να τους καίνε καλύτερα” (άγνωστο με ποιό τρόπο η αφίσα κάνει τον κάδο πιο εύφλεκτο, αλλά κάτι θα’ ξερε παραπάνω)
Συνεχίζει σε μορφή μονολόγου, αφού ο ταρίφας αρκέστηκε σε μερικά “μμμ” και “χμμμ”. Αρχίζει να μιλάει για τον δεκέμβρη, για τους αλήτες, για τις πορείες, και φτάνει και στην κρίση.
“Ποιά κρίση μας λένε? Ποιά φτώχεια? Εγώ δεν την βλέπω. Εγώ όπου πάω, βλέπω κόσμο να ψωνίζει!” -και πετάει παραδειγματικά μια σειρά από καταστήματα όπου το φτηνότερο εμπόρευμα τους κοστίζει όσο τρια φυσιολογικά μηνιάτικα- “και το καζίνο, όλη μέρα γεμάτο είναι”
Ο μονόλογος συνεχίζει κάπως έτσι, σταματάω να παρακολουθώ, σκέφτομαι τι διάολο θα μπορούσα να της κάνω χωρίς να με κατεβάσει κάτω ο ταρίφας.
Έτσι είναι κυρά μου. Απ’ την στιγμή που η Τάξη σου (με κεφαλαίο ταυ παρακαλώ) έχει ακόμα τα φράγκα της να αγοράζει γούνες και να τα τρώει στο καζίνο, σημαίνει πως ο κόσμος πάει καλά, ε?
Εμ, θα έρθει και ο καιρός σας. Υπομονή…

…δύο
Θεσσαλονίκη, ξανά. Πλατεία ναυαρίνου. Οι δημοτόμπατσοι μόλις έχουν περάσει και έχουν μαζέψει έναν μικροπωλητή που αράζει μπροστά απ’ το βιβλιοπωλείο “Κεντρί”. Έχω μπει να ψάξω για ένα βιβλίο, και ακούω την τύπισα από το διπλανό μαγαζάκι – με χάντρες και λοιπά ethnic μικρομπαρμπαδάκια – να έχει πιάσει κουβεντούλα με τους γύρω.
“Καιρός ήτανε”, ακούω που λέτε. “Πρέπει άμα είναι να τους μαζέψουν όλους σε ένα μέρος, να πουλάνε εκεί την πραμάτεια τους, να μην μας κλέβουν κι εμάς την πελατεία. Όποιος θέλει κινέζικες μαλακίες, να πάει εκεί να τις πάρει.”
Κάπου εκεί με πιάνουν τα διαόλια μου και βγαίνω να την ρωτήσω κατ’ αρχάς πως γίνεται κάποιος που πουλάει πίνακες να κλέβει πελατεία από ένα μαγαζί με χάντρες.
Ακολουθεί ένας αρκετά μακρύς και έντονος διάλογος, με επιχειρήματα τύπου “έτσι όπως αράδιαζε τα πράγματα του έκλεινε τον δρόμο μπροστά από το μαγαζί μου” ή: “έτσι όπως καθόταν με ανοιχτά τα πόδια απέναντι μου έβλεπα τα πάντα (μιλάμε για σόκιν καταστάσεις)” ή: (το καλύτερο όλων) “δεν φορούσε παπούτσια και άπλωνε τα βρωμοπόδια του μπροστά μου”.
Και φυσικά, αν εξηγούσες πως όλα αυτά ακούγονται κάπως (ας πούμε) ρατσιστικά, ξεκινούσε το τροπάρι “εγώ τους αγαπάω τους μαύρους, ποιός είσαι εσύ που θα με πεις και ρατσίστρια, εσύ που με τα λεφτά του μπαμπά έρχεσαι να μου την πεις εμένα που δουλεύω εδώ όλη μέρα για να μου κλέβει την δουλειά αυτός ο μαύρος”
Από ένα σημείο και μετά φυσικά παραιτήθηκα, αφού έριξα τις πρέπουσες χριστοπαναγίες.
Έτσι, μικρομαγαζάτορες. Αυτό είναι το σωστό… Σας έχει χτυπήσει η κρίση στο κόκαλο, και αντί να βγείτε να φάτε τους μεγάλους, ξεσπάτε στους μικρότερους, στο εύκολο θύμα. Ο μικροπωλητής που πουλάει πίνακες στον δρόμο για να βγάλει τρεις κι εξήντα σας φταίει. Αυτός που ρίσκαρε την ζωή του για να έρθει στην “παραδεισένια ελλάδα” και να ακούει τις μαλακίες σας, σας φταίει που δεν έχει δουλειά το μαγαζάκι σας. Αυτός που η φαμίλια και οι φίλοι του παίζει να σαπίζουν τώρα κάπου στον πάτο του αιγαίου, σας φταίει που δεν ντύνεται σωστά μπροστά σας.
Η κυράτσα παραπάνω έχει τουλάχιστον συνείδηση του που ανήκει: στους βολεμένους αυτού του κόσμου. Εσείς έχετε ξεχάσει που και ανήκετε…και μακάρι κάποτε να θυμηθείτε.

…τρία
Απογευματάκι στην Κασσάνδρου, ψάχνω στα σκουπίδια να βρω κάτι ενδιαφέρον για το σπίτι. Είναι εντυπωσιακό πόσα πράγματα πετάνε οι άνθρωποι… Βρίσκω, λοιπόν, έναν σωρό από μικροπράγματα, πεταμένα απ’ το σπίτι κάποιας γιαγιάς που προφανώς μας άφησε χρόνους και οι συγγενείς δεν κάθησαν να ασχοληθούν και πολύ με την σαβούρα της. Ανάμεσα σε όλα τα κιτς μπιχλιμπίδια, βρίσκω μια υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία – σε σκαλιστό κάδρο παρακαλώ – που δέιχνει μια οικογένεια εποχής. Ξέρετε, από αυτές με τους κύριους με τα καπελάκια και τα παιδάκια με τα παπιγιόν. Σοβαροί – σοβαροί όλοι τους, στημένοι σαν αγάλματα. Εδώ να κάνω μια παρένθεση, για να ομολογήσω πως είμαι από εκείνους τους χλεχλέδες που γεμίζουν το σπίτι τους με παλιά, σκονισμένα αντικείμενα. Ποτέ δεν μπόρεσα να αιτιολογήσω ικανοποιητικά αυτό το φετίχ, υποθέτω απλά πως έχει να κάνει με κάποιο οικογενειακό κατάλοιπο, μια και που αντίστοιχο πάθος είχαν και οι δικοί μου…Παίρνω λοιπόν τον θυσαυρό μου, και τον κορνιζάρω φάτσα κάρτα δίπλα από το κρεβάτι μου. Και φαντάζομαι από μέσα μου πόσες ιστορίες κρύβει αυτή η φωτογραφία, από πόσα χέρια θα έχει περάσει, τι να απέγιναν άραγε οι εικονιζόμενοι και όλα τα σχετικά που σε πιάνουν όταν πέφτει κάτι τέτοιο στα χέρια σου.
Ως εδώ όλα καλά…
Μερικούς μήνες μετά που λέτε, ψάχνω στο google για κάτι αντίστοιχο να βάλω σε ένα κείμενο. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είχα πληκτρολογήσει, “1920 photos” ή κάτι αντίστοιχο, πάντως μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξη μου όταν μέσα στις πρώτες σκάει μύτη και η δική μου. Με λίγο ψάξιμο, ανακαλύπτω πως είναι απλά καρτ ποστάλ, ίσως ούτε καν αυθεντική, αλλά στημένη σε ύφος εποχής. Μια απ’ αυτές που πουλάνε σε κωλομάγαζα τύπου Ρεζέρβα. Και συνειδητοποιώ για μια ακόμη φορά, πως δεν υπάρχει τίποτα πια σ’ αυτό τον γαμημένο κόσμο που να μην είναι φτιαχτό και εμπόρευμα! – ούτε καν οι αναμνήσεις μας… Τώρα, πως βρέθηκε αυτή η μαλακία στο σπίτι της γιαγιάς, δεν ξέρω να σας πω. Δεν θέλω να υποθέσω καν. Για την ιστορία πάντως, η φωτογραφία στέκεται ακόμα δίπλα απ’ το κρεβάτι μου.
Αλλά έχει χάσει πολύ απ’ την γοητεία της…

…από το “Επιεικώς Φλέγον”, τεύχος 1