σε μερικά πράγματα
καλύτερα είναι να χανόμαστε.
Μια πρόχειρη απάντηση σε αυτή την αηδία που δημοσιεύτηκε σήμερα στην Parallaxi Magazine.
Είναι θέμα Κρίσης, είναι θέμα Παιδείας, είναι πρωτίστως θέμα αποκλεισμού και συμμετοχής στον κοινό χώρο, είναι θέμα κουλτούρας από τα κάτω και στάσης ζωής, είναι όλα αυτά μαζί και ακόμα παραπάνω. Είναι και θέμα υποκειμένων. Που μεγαλώνουν σε μια χώρα που διαπαιδαγωγεί τα παιδιά σε ένα απάνθρωπο περιβάλλον, που σπαταλάει το χρόνο και τη ζωή τους σε καταναγκασμούς και πειθαρχήσεις, πάντα με λάθος επιλογές. Πουθενά στον «πολιτισμένο» κόσμο δεν συμβαίνει τη μια μέρα μια εθελοντική ομάδα της πόλης – που κάνει τη βρώμικη δουλειά που θα έπρεπε να κάνει ο δήμος αντί να απολύει τα συνεργεία καθαρισμού του – να γυαλίζει με τα χέρια της τις μαρμάρινες επιφάνειες της νέας Παραλίας που κόστισε μια περιουσία (την ίδια περιουσία που θα μπορούσε να διατεθεί στα εν λόγω συνεργεία καθαρισμού ή σε άλλες πιο επείγουσες ανάγκες) και μετάτρεψε την παραλιακή σε ένα γκρίζο αποστειρωμένο περιβάλλον – και πριν προλάβουν να στεγνώσουν τα καθαριστικά, ω θεοί! ένας ή πολλοί να ξαναγράφουν τον ίδιο τοίχο βρίζοντας τους Los Lampicos που καθάρισαν.
Ο κύριος λόγος που το κάνουν είναι διότι απλούστατα το γκραφίτι είναι – ευτυχώς – ακόμη παράνομο και ως εκ τούτου φέρει ακόμη μια μορφή άρνησης – σε αντίθεση φυσικά με την “Street Art”, τις γκαλερί και τους χορηγούς της, που τόσο λατρεύουν και εκθειάζουν τα σχετικά Free Press. Στο γκραφίτι ισχύει ακόμη η νομοθεσία περί «Πρόκλησης φθοράς σε δημόσια περιουσία», με ποινές που αντιστοιχούν στα κέφια των μπάτσων που θα σε πιάσουν. Φυσικά το χέρι αυτού που βανδαλίζει δημιουργικά το δημόσιο χώρο, είναι ένα χέρι που παλεύει ενστικτωδώς να διαφύγει από ένα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον, ένα σχολείο – εργοστάσιο, μια πολιτεία που δίνει προτεραιότητα στους θυσαυρούς της σε σχέση με τους ίδιους της τους πολίτες.
Ακόμα και έτσι όμως η ίδια η δημιουργός, γιατί περί δημιουργίας πρόκειται, όχι μόνο αφήνει ένα σημάδι της στο αστικό σύμπλεγμα που κατ’ευφημισμόν αποκαλούμε «πόλη», αλλά και απαξιώνει κοροϊδεύοντας τη δουλειά κάποιων βλαμμένων εθελοντών που αγαπούν να ζουν σε ένα περιβάλλον εξευγενισμένο, ανθρώπινο, καθαρό και στείρο: είναι ένας άνθρωπος που κατά βάθος είναι αποφασισμένος εχθρός της πόλης και της προκοπής. Ο τύπος (ή τύπισσα) που πάτησε μέσα στο νερό για να πατήσει αυτό το σιχαμένο μονότονο γκρι-της-ώχρας που έχει κολλήσει στους τοίχους και τους εγκεφάλους μας, αξίζει ένα μικρό εύγε. Γιατί άραγε να μην το εφαρμόσουν και όλοι εκείνοι που περνάνε καθημερινά από τους ίδιους τοίχους, περιστρέφονται γύρω από τα ίδια τοπία, ανταλλάσουν τα ίδια βιαστικά «τι λέει?», προσπερνάνε τους ίδιους αστέγους, σταματάνε τα ίδια φανάρια? Γιατί η αδιαφορία είναι τρόπος ζωής.
Κάθε μέρα site, προφίλ στο fb, δημοσιεύσεις ανθρώπων που προφανώς δεν μπορούν να προσαρμοστούν σ’ αυτή την καθημερινότητα και απαξιώνουν το υπάρχον, επιζητώντας κάτι άλλο. Τολμάνε να απαξιώνουν (τι θράσος) την τοποθέτηση των στίχων ενός επαναστάτη ποιητή (που φυλακίστηκε επί εμφυλίου και γλίτωσε παρά τρίχα το απόσπασμα) στα αστικά του ΟΑΣΘ, ενός «δημόσιου» οργανισμού που μόλις λίγο καιρό πριν φόρτωσε με 22 μήνες φυλάκιση έναν άνεργο που μπήκε χωρίς εισητήριο – μέχρι και μια ακόμη τζούρα εξευγενισμού της πόλης. Άνθρωποι που δημουργούν μικρές καθημερινές αρνήσεις και παράλληλα καλούν σε καταστροφή όσων δημιουργεί το κεφάλαιο και η κανονικότητα. Στο όνομα μιας εξέγερσης που διαδραματίζεται καθημερινά, πολύ μακριά από τα μάτια και τις αντιλήψεις της κάθε Free Press. Πρόκειται για έναν πόλεμο που έχει ξεκινήσει εδώ και αιώνες και λέγεται ταξικός. Όλοι εμείς που αγανακτούμε για τα εγκλήματα της Δύσης στη Συρία και την αντιμεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους ας συμβάλουμε λίγο στην καταστροφή αυτού του γερασμένου κόσμου. Κι ας ξεκινήσουμε απλά: μ’ ένα γκραφίτι, μ’ ένα σύνθημα στον τοίχο, μ΄ένα κείμενο και μια σφαλιάρα στους εθελοντές.
Συναντάς τούτο εδώ, στον δρόμο, ίσως στο διαδίκτυο, μια τυχαία μέρα, μια τυχαία νύχτα, χαμογελάς, ξυπνάει συνειρμούς ή όχι, το μοιράζεις και το μοιράζεσαι, το αποθηκεύεις, θέλεις να στείλεις τα συγχαρητήρια σου σε όποιον/α το δημιούργησε, θα ήθελες ίσως να ήσουν εσύ αυτός/αυτή που θα το είχε αποτυπώσει στον τοίχο, απέναντι από το μπαλκόνι του ανθρώπου που αγαπάς, να το αντικρύζει κάθε πρωινό που ξυπνάει:
και λίγο καιρό αργότερα συναντάς και αυτό:
. Σιχαμένοι διαφημιστές, έμποροι του πολύχρωμου τίποτα, στείροι και άγευστοι, κλέφτες και χειραγωγοί των πιο ταπεινών ενστίκτων, μην τολμήσετε να μολύνετε ξανά με τα βρωμόχερα σας τις εμπνεύσεις μας.
.αηδία.
Μια, δυο, χιλιάδες Εμμανουέλες.
Θυμάμαι, πάει κοντά ένας χρόνος πάνω κάτω.
Είμασταν σε ένα αμάξι και τραβούσαμε για βιαστικό μπάνιο στη Χαλκιδική, όταν είχαμε πρωτοδεί εκείνο το τεράστιο πανό.
“Καριόλα Εμμανουέλα Αγγουράκη, με έχεις κάνει τάρανδο”.
Και είχαμε γελάσει όλοι – τόσο αστείο, μέσα στην υπερβολή και την γραφικότητα του. Και με τον καιρό, γινόταν όλο και πιο αστείο: συνθήματα σε κάθε τοίχο, πανό, αφίσες, αυτοκόλλητα, σελίδες στο facebook, συνεντεύξεις, ένας ανερχόμενος urban legend “της πόλης μας”, το τελευταίο τονισμένο με μια δόση άπο υποβόσκων τοπικισμό.
Και στην τελική, μάθαμε και ποιά είναι η Εμμανουέλα Αγγουράκη, μάθαμε και ποιός είναι ο τάρανδος, παρακολουθήσαμε και όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της υπόθεσης με την ίδια προσήλωση που ο αφοσιωμένος τηλεθεατής παρακολουθεί ένα απ' τα νυχτερινά σόου της Αννίτας Πάνια. Πριν καν κυκλοφορήσει η περιβόητη συνέντευξη, είχαμε ενημερωθεί άπ' τον “φίλο του φίλου” (την παγκοσμίως εγκυρότερη πηγή πληροφοριών) ότι όλο αυτό είναι και καλά στημένο, συνεννοημένο, μια φτηνή διαφήμιση.
Η καριόλα Εμμανουέλα και ο τάρανδος.
Το κοινό μας αστείο.
Ξέρεις τι όμως? Δεν είναι πια αστείο.
Ποτέ δεν ήταν.
Γιατί όταν ένας άνθρωπος, καταλήγει να έχει τέτοιες επιπτώσεις άπο την επιλογή του ερωτικού του συντρόφου, μια επιλογή που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα και κατοχυρωμένα προσωπική και ελεύθερη, τότε κάτι πάει στραβά. Και με τρομάζει η ευκολία με την οποία μπορείς να κολλήσεις σε κάποιον μια ρετσινιά που θα τον ακολουθεί παντού και πάντα, σε κάθε τοίχο και σε κάθε βλέμμα στο δρόμο. Και με τρομάζει μια κοινωνία που στην καλύτερη σιωπά αδιάφορη, στην χειρότερη οργανώνει την αλληλεγγύη της και εκφράζει την συμπαράσταση της στον “κερατά”.
Γιατί για κάθε έναν ψύχραιμο που θα πει “έλα μωρέ, μια χαζομάρα είναι” θα βρεθούν άλλοι δέκα ηλίθιοι που θα πουν πως “καλά την κάνει την καριόλα, έτσι θέλουν αυτές”. Και ακόμη κι αν παραδεχόμασταν πως το συγκεκριμένο στόρυ ήταν ένα διαφημιστικό κόλπο στο οποίο συναινούν αμοιβαία και οι δυο εμπλεκόμενοι, δεν αναιρεί ότι η κουλτούρα που κρύβεται πίσω του συνιστά μια εκσυγχρονισμένη δημόσια διαπόμπευση, έναν αναίμακτο λιθοβολισμό.
Γιατί σε άλλες κοινωνίες και σε άλλες εποχές, όχι πολύ μακρινές από εμάς, η Εμμανουέλα και η κάθε Εμμανουέλα θα πλήρωνε μια τέτοια επιλογή με τη ζωή και την “τιμή” της. Και αν θέλουμε να πιστεύουμε πως αυτά “απέχουν πολύ απ' την προοδευτική ελλάδα του 21ου αιώνα” και πως “αυτές οι διακρίσεις έχουν πάψει να υφίστανται”, μη χέσω, ας αναλογιστούμε λίγο την κοντινή και οικεία μας πραγματικότητα: την απόσταση ανάμεσα στον “γαμιά” και την “πουτάνα” του σχολείου, τις υποτιμητικές βρισιές που συνοδεύουν κάθε νυχτερινή έξοδο μιας γνήσιας αντροπαρέας, τα μαυρισμένα μάτια που καλύπτονται άπο βιαστικό μέηκ απ και αμήχανη σιωπή το επόμενο πρωινό…
Και στην τελική, γιατί όσο η “καριόλα Εμμανουέλα” στολίζει ανενόχλητα τους τοίχους της πόλης, τόσο νομιμοποιείται το να ακολουθήσει αύριο μεθαύριο και η καριόλα Μαρία, η καριόλα Ελένη, ο καριόλης Κώστας. Εγώ, εσύ, ο καθένας και η καθεμία από εμάς δηλαδή.
Και είμαι απολύτως βέβαιος, πως ο χάχας που σήμερα γελάει βλέποντας το σύνθημα, αύριο δεν θα γελάει καθόλου βλέποντας στη θέση της το δικό του ονοματεπώνυμο.
[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=UHl8G7pBVkM[/youtube] στη μάπα.