Tag Archives: ποίηση
Ποτέ δεν ξέρεις που θα χρειαστεί ένας δεύτερος αναπτήρας.
.
Που λες,σήμερα βγήκα στην αγορά
και μου πήρα
ένα δεύτερο αναπτήρα
(πράσινο)
κι ένα καινούριο σημειωματάριο.
Έχει όμορφες, σκληρές σελίδες,
κάπως ωχρές.
Αποφάσισα
να καταγράψω
τα κενά που αφήνουμε
για να δω πως θα τα γεμίσω.
Σημειώνω:
Ένα. Χρόνος.
Πολύς κενός χρόνος.
Ξέρω πως θα τον γεμίσω-
θα βρω ένα σημειωματάριο
με σκληρές σελίδες (κάπως ωχρές)
και θα καταγράψω
τα κενά που αφήνουμε
για να δω πως θα τα γεμίσω.
Σημειώνω:
Ένα. Χρόνος.
Πολύς κενός χρόνος.
Ξέρω πως θα τον γεμίσω.
Με επαναλήψεις.
Δύο. Μέσα μας. Κενοί. Κούφιοι.
Γάμησε τα.
Τρία. Αριθμοί.
Χάνω το μέτρημα.
Κάπου χάθηκε το τέσσερα.
Έψαξα όλο το σπίτι.
Άνω κάτω το έκανα. Μάταια.
Βρήκα όμως ένα μπλουζάκι σου κάτω απ' τον καναπέ.
Εκείνο το γκρι, που έπαψες να φοράς.
Πέντε. Αυτολογοκρίνομαι.
Να το θέσουμε ως:
"μια απουσία κάτω απ' τα σκεπάσματα
/και κάθε ξύπνημα
να υστερεί ποιοτικά
του προηγουμένου".
Ανεκτό ακούγεται,
νομίζω πως θα το αφήσω έτσι.
Έξι. Λέξεις.
Είπαμε
πως οι λέξεις φαντάζουν άδειες
αλλά αυτή η σιωπή στο σαλόνι
δεν παλεύεται
όση μουσική κι αν βάλω.
Εφτά.
Λέω από μέσα μου:
Τουλάχιστον,
περισσεύει λίγος χώρος
στην τσέπη του μπουφάν μου
-εκεί που πριν είχα τα κλειδιά σου-
για να βάλω, ας πούμε,
ένα δεύτερο αναπτήρα.
Ποτέ δεν ξέρεις
που θα χρειαστεί
ένας δεύτερος αναπτήρας.
Και κλείνω το σημειωματάριο.
Και κάτι ακόμα:
φεύγοντας
ο καπνός απ' τα τσιγάρα σου
έχει αφήσει ένα παράξενο σύννεφο
κάνει κύκλους πάνω απ' το κεφάλι μου
και δεν μ'αφήνει να συγκεντρωθώ.
Κάνε κάτι.
Βεβιασμένο ντεκαντάνς.
Έλληνας ούτε γεννιέσαι, ούτε γίνεσαι …
Εμένα η πατρίδα μου δεν χωράει πατριώτες
Χανγκόβερ εγγράφως
μικρό-ουτοπίες
…
Εγώ σου μιλάω
για έμφυλες ταυτότητες
κι εσύ μας σκέφτεσαι να πηδιόμαστε στις βρώμικες τουαλέτες κάποιου μπαρ.
Εσύ μου μιλάς
για ταξικό ανταγωνισμό
κι εγώ μας σκέφτομαι με κρασί και ποίηση, σε κάποιο φθινοπωρινό ταξίδι.
Και σαν τελειώσει η κουβέντα, και δεν έχουμε κάνει τίποτα απ' τα παραπάνω
θα ξαπλώσουμε
και θα βάλουμε το τελευταίο επεισόδιο Game of thrones
πριν μας πάρει ο ύπνος.
Έχουμε και δουλειές αύριο…
Mισό λεπτό, κάτι γράφω.
~
Άρχισα να συλλέγω λεπτά
από μικρό παιδί. Γιατί όχι άλλωστε? Άλλοι συλλέγουν πεταλούδες, κοχύλια, έργα τέχνης
παλιά κόμιξ
εγώ συλλέγω λεπτά.
Θλιμμένα, ψυχοφθόρα, μίζερα, νεκρά λεπτά.
~
Το πάθος μου γεννήθηκε στο σχολείο.
Τα πρώτα κομμάτια της συλλογής μου, εκεί τα απέκτησα.
Εκείνα τα ατελείωτα λεπτά, λίγο πριν το κουδούνι σημάνει για διάλειμμα.
Ένα ένα. Προσεκτικά.
~
Καμιά φορά, που ο διπλανός μου αφοσιώνοταν στο μάθημα
μέχρι το τελευταίο λεπτό
έκλεβα και τα δικά του.
~
Στην αρχή, τα κρατούσα στις τσέπες της φόρμας μου,
μα χανόντουσαν καθώς παίζαμε μπάλα στην αυλή.
Ούτε που καταλαβαίνεις πως χάνεται ο χρόνος όταν παίζεις.
Και που να τρέχεις να τα μαζεύεις…
(ειδικά αν είσαι τερματοφύλακας)
~
Αργότερα, ξεκίνησα να τα φυλάω σε μια παλιά μου κασετίνα
που είχε απ' έξω μια ζωγραφιά με τους πάουερ ρέιτζερς να πολεμάνε έναν κακό.
~
Όσο μεγάλωνα, η συλλογή μου πλούτιζε.
Ανακάλυψα κάποιες βασικές αρχές ενός συλλέκτη.
Παραδείγματος χάριν: να αποζητάς την ποιότητα, όχι την ποσότητα.
~
Το πάθος μου, έμεινε για πάντοτε κρυφό απ' όλους. Ήμουν, άλλωστε, πολύ προσεκτικός.
~
Το να είσαι μεγάλος, ανοίγει συναρπαστικούς νέους ορίζοντες
για να ικανοποιήσει κανείς την εν λόγω δραστηριότητα.
Άρχισα να μαζεύω τα γκρίζα λεπτά που κυλούσαν στα κόκκινα φανάρια, τις ουρές, τη σκοπιά, τις αίθουσες αναμονής, τις αϋπνίες, τους αυτόματους τηλεφωνητές.
Τα λεπτά που αργούσα στη δουλειά, και τα ατελείωτα μέχρι να σχολάσω.
Κάθε ανούσιο λεπτό μπροστά στον καθρέφτη
έως ότου γίνω ευπρεπής, και ευπαρουσίαστος.
Κάθε αναμονή
κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι
και κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι του γείτονα.
~
Όλα τα “περιμένετε ένα λεπτό, σας παρακαλώ”
που εκφέρονται από ένα ανέκφραστο πρόσωπο.
“Το αφεντικό θα σας δει σε ένα λεπτό”.
“Ο γιατρός θα σας δει σε ένα λεπτό”.
“Μισό λεπτό, και θα σας εξυπηρετήσουμε”.
“Επιστρέφω σε ένα λεπτό”.
~
Τα φυλούσα πλέον σε βαζάκια, με μια ετικέτα έξω απ' το καθένα
διαφορετικό
ανά χρονολογία, ανά τύπο, ανά μέγεθος, ανά σημαντικότητα.
Σημείωνα στις ετικέτες λέξεις φαινομενικά παράλογες
όπως: “Ρομπέν των δασών”. ή, “Η αιωνιότητα”. ή, σε ένα μικροσκοπικό, “Φρύνοι”.
Μοναχά εγώ ήξερα τι σημαίνει το καθένα.
~
Μαζί σου, η συλλογή μου εμπλουτίστηκε με ένα νέο βαζάκι.
Εκείνο με το πράσινο καπάκι. Που σε παρακάλεσα να μην ανοίξεις ποτέ.
Δεν ξέρεις τι θα ξεπηδήσει από μέσα. Με τέτοια πράγματα, καλό είναι να φυλάγεσαι άλλωστε…
~
Εκεί, τοποθέτησα όλα τα δικά σου λεπτά.
Εκείνα τα βιαστικά, που ήθελα να ξαπλώσω δίπλα σου, λίγο ακόμη
μα έπρεπε να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για τη δουλειά.
Τα ατελείωτα λεπτά που περίμενα να μου απαντήσεις σε κάποιο μήνυμα
και
τα λεπτά που τελείωναν στην κάρτα, και δεν μπορούσα να σου μιλήσω άλλο.
(δεν είχα και φράγκα να βάλω άλλη).
Και
τα δέκα λεπτά που σε περίμενα
στο πρώτο μας ραντεβού.
Το καλύτερο κομμάτι της συλλογής.
~
Τα τελευταία χρόνια, την διεύρυνα ακόμη περισσότερο.
Τεχνολογία, σου λέει.
Μαζεύω με αφοσίωση λεπτά από την τηλεόραση
και το διαδίκτυο.
Κάθε φορά που παρακολουθώ στις ειδήσεις
“τις συναρπαστικές εξελίξεις
λεπτό προς λεπτό”
θάνατοι, καταστροφές, αστυνομικές επιχειρήσεις,
συλλήψεις, αυτοκτονίες,
γέννησε η Μενεγάκη.
Χαμός.
Μπήκε γκολ στο τελευταίο λεπτό.
Κι εκεί που περιμένω να τελειώσει η γαμοδιαφήμιση τους στο youtube
“Μη χάνεις λεπτό”. “Βλέπεις διαφορά, απ' το πρώτο κιόλας λεπτό”
“Απέκτησε λεπτή σιλουέτα στο λεπτό”.
(και γαμώ τα λογοπαίγνια).
~
Μαζεύονται, που λες, αυτά τα λεπτά.
Αργά, αλλά με αγάπη
και αφοσίωση.
Και κάποια στιγμή, τα λεπτά αυτά
θα γίνουν ώρα.
~
Θα είναι η ώρα
που θα τους πάρει ο διάολος.
Να ονειρευόμαστε γάτες
Και κάθε νύχτα, κάθονται όλοι τους γύρω απ' τη μπάρα
-οι ίδιοι πάντοτε
όσο κι αν αλλάζουν τα πρόσωπα τους
οι φωνές, ή ο τρόπος που στέκονται στα σκαμπό
είναι πάντοτε οι ίδιοι, δεν με ξεγελάνε-
και συζητάνε για τον έρωτα,
και τι να είναι άραγε τούτο το πράγμα
και μιλάνε για πάθος, για πληγές αναίμακτες
για πίστη και αφοσίωση
λένε για κάποιες φορές που αγγίζουν τον ουρανό
κι άλλες που αγγίζουν τον θάνατο
για πράγματα μεγάλα και τρομαχτικά
λένε, άλλοτε, για όμορφα μάτια
για χάδια και μυρωδιές
για στιγμές σιωπής, με την πόλη να απλώνεται κάτω απ' τα πόδια τους
για καύλες
για όσα έχουν πια παρέλθει
εγώ όμως
δεν ξέρω απ' αυτά
ένα μικρό πράγμα θυμάμαι μονάχα
μια βραδιά που γύριζα σπίτι μεθυσμένος
είδα μια γάτα να περπατάει κάπως αστεία
και είχα έναν άνθρωπο να του γράψω πως,
“να, μόλις είδα μια γάτα να περπατάει κάπως αστεία”
κι αυτός ο άνθρωπος να μην το πάρει ως κάτι αδιάφορο
μήτε ως κάτι παράξενο
μα να έχει τις σωστές λέξεις να απαντήσει
ώστε να γυρίσω σπίτι και να κοιμηθώ ευτυχισμένος
και να ονειρεύομαι γάτες.
Lost Bodies/Ιλισός
Δευτέρα βράδυ,
στο στέκι στο βιολογικό, λίγο πριν βγουν οι MATE
μεθυσμένοι και χαμένοι ανάμεσα σε φιγούρες
να οραματιζόμαστε πάνω στο project Tlon
και ειπώνεται το κομμάτι αυτό σαν πρόταση
από τον Ο. και τον Β.
περιέργως ταιριαστό με όλα.
[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=CaA7bn3g9L8[/youtube]
Ήταν εντελώς στ’αρχίδια μου αν αυτό το ποτάμι λεγόταν Ιλισός.
Αυτό που είχε σημασία,
ήταν ότι ήταν το μοναδικό μέρος που μπορούσα να χωθώ
για να ξεφύγω από τους μπάτσους.
Μπήκα από την είσοδο στην Καλλιθέα
και άρχισα να τρέχω
μέσα στο στεγασμένο, τσιμεντωμένο ποτάμι,
ώσπου έτρεχα στο απόλυτο σκοτάδι
χωρίς να βλέπω εντελώς τίποτα πίσω μου,
τίποτα εντελώς μπροστά μου,
ώσπου βρέθηκα με τα μούτρα μέσα στα βρωμόνερα,
τις αποχετεύσεις και τα βιομηχανικά λύματα,
και η γλώσσα μου βούτηξε στα κάτουρα των ποντικιών.
~
Ξαφνικά το άγχος και η αγωνία μου έφυγαν
και αφέθηκα να βυθίζομαι ήρεμα και παράλογα
με το χρώμα του νερού να ξανοίγει γύρω μου,
σε ένα μπλε, μωβ, γαλάζιο,
που εναλλάσσονταν με μια θύελλα από φως,
που δημιουργούσε όγκο, βάθος
και κουρτίνες από φως, σαν τροπική καταιγίδα.
Τότε κατάλαβα ότι κινούμαι με μεγάλη άνεση,
κουνώντας μόνο το κουτσό μου πόδι.
Παρ’όλα αυτά, γλιστρούσα όμορφα.
Βαθιά και μακριά, έβλεπα τα πάντα,
όμως κοντά, ήταν όλα θαμπά, φλουταρισμένα.
Προσπάθησα να ενώσω τα χέρια μου σα γυαλιά,
για να δω καλύτερα.
Σιγά σιγά, άρχισα να ξεχωρίζω τις ραφές από τη μπλούζα της,
που ταξίδευαν το κορμί της σαν ξερολιθιά.
Γύρισε και μου άστραψε ένα χάδι με την ανάποδη του χεριού της,
κι έτσι γύρισα το βλέμμα μου
και κατάλαβα,
ότι όλοι εκεί ήταν σ’έναν άλλο κόσμο απ’αυτόν που ξέραμε.
Εκεί δεν υπήρχε άγχος για τίποτα.
Οι άνθρωποι, δεν χωρίζονταν σε φυλές, σε πλούσιους και φτωχούς,
όλοι αισθάνονταν, χαίρονταν.
Κανείς δεν κατείχε.
Κανείς δεν ήθελε, γιατί είχε.
Είδα όλα τα σπάνια σιντί που έψαχνα, μπροστά μου,
αλλά δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να πάρω ούτε ένα.
~
Ολόγυρα είχε εξαιρετικές ζωγραφιές,
που άλλαζαν συνέχεια, ανάλογα με ποιό τρόπο τις έβλεπες.
Όταν πείναγες, έφτανε να κοιτάξεις δεξιά αριστερά
και είχε τραπέζια με βουνά
από κανελόνια με κιμά σαλτσαρωτά
και σουβλάκια τυλιχτά τριών λογιών:
ένα με πλημμυρισμένο τραγανιστό πικάντικο γύρο,
το άλλο με πανσέτα
και το τρίτο, δεν υπήρχε – ήταν απλώς το τρίτο.
Λίγο πιο κάτω, υπήρχαν ταψιά με μουσταλευριά,
με μπόλικη κανέλα και ένα δάχτυλο καρύδι από πάνω.
Η ηλικία, ήταν αυτή, ή απλά δεν ήταν.
Εκεί δεν υπήρχαν νυστέρια έτοιμα να επιτεθούν στις ρυτίδες,
εκεί δεν υπήρχε καμία απειλή.
Όλα ήταν αλήθεια, κι όλα ήταν ψέμα.
Σαν κοίταζες μέσα στα μεγάλα κομμάτια από κεχριμπάρι
αναγνώριζες αγαπητά πρόσωπα που ήταν έτοιμα να συζητήσουν μαζί σου.
Το άλσος,
το νερό,
το νερό…
και η μουσική.
Που εκεί τη μετέφερε ο ένας στον άλλο, με ένα άγγιγμα και ένα βλέμμα.
Αυτό ήταν και το μόνο που έφερα πίσω μαζί μου,
τη μουσική.
Για να με πιστέψετε,
αλλά για να δείτε κι εσείς τη μαγεία και την πληρότητα
που ζούσαν εκεί.
Και φυσικά για να με πιστέψετε.