Tag Archives: περιπλάνηση

Ψυχογεωγραφία

 
 
Είναι κάτι βραδιές, που το μόνο που θέλω
είναι να σχεδιάσω έναν χάρτη
 
Θα διασχίζει την πόλη από άκρη σ’ άκρη
θα σημειώνει τους δρόμους
που αλητεύουν οι ομορφότερες αδέσποτες γάτες
σε ποιούς κήπους φυτρώνουν ακόμη νυχτολούλουδα
σε ποιές γειτονιές οι άνθρωποι μιλάνε αράβικα
και κάθε μπαλκόνι που κάθονται μοναχικές γιαγιάδες
συλλογίζονται το άπειρο
και τους νεκρούς τους.
 
Είναι κάτι βραδιές, που το μόνο που θέλω
είναι να σχεδιάσω έναν χάρτη
 
θα διασχίζει την πόλη από άκρη σ’ άκρη
θα ιχνηλατεί τους τοίχους που βανδαλίστηκαν
με τα πιο ευφάνταστα συνθήματα
όλα τα μέρη που, αν και εκπληκτικής ομορφιάς,
δεν έχει φωτογραφηθεί ακόμη κανείς μπροστά τους
και τα πεζούλια που αράζουν οι πιτσιρικάδες μετά το σχολείο
για να μοιαστούν τα πρώτα τους τσιγάρα
και τις πρώτες τους κάβλες.
 
Είναι κάτι βραδιές, που το μόνο που θέλω
είναι να σχεδιάσω έναν χάρτη
 
θα διασχίζει την πόλη από άκρη σ’ άκρη
θα ακολουθεί βήμα βήμα τις διαδρομές
ενός παππού χαμένου στον λαβύρινθο της γραφειοκρατίας
από υπηρεσία σε υπηρεσία
ενός ντελιβερά καθώς ξεκλέβει δεκάλεπτα απ’ τις παραγγελίες του
μιας κουκλοποιού που αναζητά την έμπνευση στις φιγούρες των περαστικών
κι εκείνου του ρομά με το ακορντεόν
που μας ξυπνάει τα πρωινά.
 
Είναι πάλι κάτι βραδιές σαν κι αυτή
που το μόνο που θέλω
είναι να σχεδιάσω ένα χάρτη
 
Θα διασχίζει το σώμα σου
από άκρη σ’ άκρη –
 
– αν και, θα μου πεις
σε μερικά πράγματα
καλύτερα είναι να χανόμαστε.
 
CRUhpMTWEAA1I8G.jpg large

καταναλωτικός οργασμός

. .

κάθε φορά

κοντοστέκομαι:

μυρίζω τα αφρόλουτρα ένα ένα

και προσπαθώ να φανταστώ την μυρωδιά τους πάνω σου

καθώς σε γλείφω

. .

ένας μικρος οργασμός

κρυμμένος ανάμεσα στα ράφια του σούπερ μάρκετ

. .

tumblr_inline_o6tpkgHXn51smd590_400

Πόσο μ@λ@κες είστε ρε εθελοντές?

Μια πρόχειρη απάντηση σε αυτή την αηδία που δημοσιεύτηκε σήμερα στην Parallaxi Magazine.

 

Είναι θέμα Κρίσης, είναι θέμα Παιδείας, είναι πρωτίστως θέμα αποκλεισμού και συμμετοχής στον κοινό χώρο, είναι θέμα κουλτούρας από τα κάτω και στάσης ζωής, είναι όλα αυτά μαζί και ακόμα παραπάνω. Είναι και θέμα υποκειμένων. Που μεγαλώνουν σε μια χώρα που διαπαιδαγωγεί τα παιδιά σε ένα απάνθρωπο περιβάλλον, που σπαταλάει το χρόνο και τη ζωή τους σε καταναγκασμούς και πειθαρχήσεις, πάντα με λάθος επιλογές. Πουθενά στον «πολιτισμένο» κόσμο δεν συμβαίνει τη μια μέρα μια εθελοντική ομάδα της πόλης – που κάνει τη βρώμικη δουλειά που θα έπρεπε να κάνει ο δήμος αντί να απολύει τα συνεργεία καθαρισμού του – να γυαλίζει με τα χέρια της τις μαρμάρινες επιφάνειες της νέας Παραλίας που κόστισε μια περιουσία (την ίδια περιουσία που θα μπορούσε να διατεθεί στα εν λόγω συνεργεία καθαρισμού ή σε άλλες πιο επείγουσες ανάγκες) και μετάτρεψε την παραλιακή σε ένα γκρίζο αποστειρωμένο περιβάλλον – και πριν προλάβουν να στεγνώσουν τα καθαριστικά, ω θεοί! ένας ή πολλοί να ξαναγράφουν τον ίδιο τοίχο βρίζοντας τους Los Lampicos που καθάρισαν.


Ο κύριος λόγος που το κάνουν είναι διότι απλούστατα το γκραφίτι είναι – ευτυχώς – ακόμη παράνομο και ως εκ τούτου φέρει ακόμη μια μορφή άρνησης – σε αντίθεση φυσικά με την “Street Art”, τις γκαλερί και τους χορηγούς της, που τόσο λατρεύουν και εκθειάζουν τα σχετικά Free Press. Στο γκραφίτι ισχύει ακόμη η νομοθεσία περί «Πρόκλησης φθοράς σε δημόσια περιουσία», με ποινές που αντιστοιχούν στα κέφια των μπάτσων που θα σε πιάσουν. Φυσικά το χέρι αυτού που βανδαλίζει δημιουργικά το δημόσιο χώρο, είναι ένα χέρι που παλεύει ενστικτωδώς να διαφύγει από ένα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον, ένα σχολείο – εργοστάσιο, μια πολιτεία που δίνει προτεραιότητα στους θυσαυρούς της σε σχέση με τους ίδιους της τους πολίτες.


Ακόμα και έτσι όμως η ίδια η δημιουργός, γιατί περί δημιουργίας πρόκειται, όχι μόνο αφήνει ένα σημάδι της στο αστικό σύμπλεγμα που κατ’ευφημισμόν αποκαλούμε «πόλη», αλλά και απαξιώνει κοροϊδεύοντας τη δουλειά κάποιων βλαμμένων εθελοντών που αγαπούν να ζουν σε ένα περιβάλλον εξευγενισμένο, ανθρώπινο, καθαρό και στείρο: είναι ένας άνθρωπος που κατά βάθος είναι αποφασισμένος εχθρός της πόλης και της προκοπής. Ο τύπος (ή τύπισσα) που πάτησε μέσα στο νερό για να πατήσει αυτό το σιχαμένο μονότονο γκρι-της-ώχρας που έχει κολλήσει στους τοίχους και τους εγκεφάλους μας, αξίζει ένα μικρό εύγε. Γιατί άραγε να μην το εφαρμόσουν και όλοι εκείνοι που περνάνε καθημερινά από τους ίδιους τοίχους, περιστρέφονται γύρω από τα ίδια τοπία, ανταλλάσουν τα ίδια βιαστικά «τι λέει?», προσπερνάνε τους ίδιους αστέγους, σταματάνε τα ίδια φανάρια? Γιατί η αδιαφορία είναι τρόπος ζωής.


Κάθε μέρα site, προφίλ στο fb, δημοσιεύσεις ανθρώπων που προφανώς δεν μπορούν να προσαρμοστούν σ’ αυτή την καθημερινότητα και απαξιώνουν το υπάρχον, επιζητώντας κάτι άλλο. Τολμάνε να απαξιώνουν (τι θράσος) την τοποθέτηση των στίχων ενός επαναστάτη ποιητή (που φυλακίστηκε επί εμφυλίου και γλίτωσε παρά τρίχα το απόσπασμα) στα αστικά του ΟΑΣΘ, ενός «δημόσιου» οργανισμού που μόλις λίγο καιρό πριν φόρτωσε με 22 μήνες φυλάκιση έναν άνεργο που μπήκε χωρίς εισητήριο – μέχρι και μια ακόμη τζούρα εξευγενισμού της πόλης. Άνθρωποι που δημουργούν μικρές καθημερινές αρνήσεις και παράλληλα καλούν σε καταστροφή όσων δημιουργεί το κεφάλαιο και η κανονικότητα. Στο όνομα μιας εξέγερσης που διαδραματίζεται καθημερινά, πολύ μακριά από τα μάτια και τις αντιλήψεις της κάθε Free Press. Πρόκειται για έναν πόλεμο που έχει ξεκινήσει εδώ και αιώνες και λέγεται ταξικός. Όλοι εμείς που αγανακτούμε για τα εγκλήματα της Δύσης στη Συρία και την αντιμεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους ας συμβάλουμε λίγο στην καταστροφή αυτού του γερασμένου κόσμου. Κι ας ξεκινήσουμε απλά: μ’ ένα γκραφίτι, μ’ ένα σύνθημα στον τοίχο, μ΄ένα κείμενο και μια σφαλιάρα στους εθελοντές.

καθαροι τοιχοι

 

Καλοκαιρινή παρένθεση αηδίας.

Συναντάς τούτο εδώ, στον δρόμο, ίσως στο διαδίκτυο, μια τυχαία μέρα, μια τυχαία νύχτα, χαμογελάς, ξυπνάει συνειρμούς ή όχι, το μοιράζεις και το μοιράζεσαι, το αποθηκεύεις, θέλεις να στείλεις τα συγχαρητήρια σου σε όποιον/α το δημιούργησε, θα ήθελες ίσως να ήσουν εσύ αυτός/αυτή που θα το είχε αποτυπώσει στον τοίχο, απέναντι από το μπαλκόνι του ανθρώπου που αγαπάς, να το αντικρύζει κάθε πρωινό που ξυπνάει:

 

tumblr_mrj9yaAbvn1sfsb2uo1_400

 

και λίγο καιρό αργότερα συναντάς και αυτό:

 

10526048_10152552742956108_8554898811355865220_n

 

. Σιχαμένοι διαφημιστές, έμποροι του πολύχρωμου τίποτα, στείροι και άγευστοι, κλέφτες και χειραγωγοί των πιο ταπεινών ενστίκτων, μην τολμήσετε να μολύνετε ξανά με τα βρωμόχερα σας τις εμπνεύσεις μας.

 

 

 

.αηδία.

Εμένα η πατρίδα μου δεν χωράει πατριώτες

 
.
Εμένα η πατρίδα μου
έχει χίλια και ένα
διαφορετικά ονόματα
αλλάζουν κάθε λεπτό που περνάει
ο καθένας την καλεί
σαν τον αγαπημένο του
σαν την αγαπημένη του
σαν το δίστιχο που διάβασε χθες
και σιγομουρμουρίζει πριν κοιμηθεί
σαν την πρώτη λέξη που έμαθε ποτέ
και σαν αυτή που θα βγει από μέσα του
μαζί με την τελευταία του πνοή.
 
Εμένα η πατρίδα μου
έχει χίλιες και μια
διαφορετικές σημαίες να υψώνει
πότε μαύρες,
σαν τη νύχτα που μας κρατάει συντροφιά
πότε πειρατικές
πότε φτιαγμένες από κουρέλια
και απλωμένα τραπεζομάντιλα
κάποιες φορές κόκκινες σαν το αίμα
και κάποιες άλλες πολύχρωμες
μ' όλα τα χρώματα
του ουράνιου τόξου.
 
Εμένα η πατρίδα μου
μιλάει σε χίλιες και μια
διαφορετικές γλώσσες
άλλες γνωστές κι άλλες άγνωστες
που τις σκαρφίζεσαι τη στιγμή εκείνη
μα ο καθένας ξέρει να αναγνωρίζει
και να συλλαβίζει
κάποιες βασικές λέξεις
όπως “ελευθερία” και “τρυφερότητα”
αλληλεγγύη” και “αξιοπρέπεια”
συγνώμη”
και “σ'αγαπώ”.
 
Εμένα η πατρίδα μου
αντηχεί
με χιλιάδες μουσικές και χιλιάδες φωνές
σαν χάλκινα απ' τις κοιλάδες των βαλκανίων
σαν τσιγγάνικα βιολιά
και σαν πλανόδιες λατέρνες
σαν ανατολίτικο ούτι
σαν ηλεκτρικές κιθάρες
και σαν συνθεσάιζερ σε κακοφωτισμένο υπόγειο
σαν παιδικά γέλια
σαν σιωπηλή προσευχή
και σαν τα βογγητά μιας ερωτικής πράξης.
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν χωράει σε κανέναν χάρτη
απλώνεται ως τα πέρατα της γης
δεν χαράσσει σύνορα
δεν υψώνει τείχη, δεν χτίζει ναούς
μήτε μαρμάρινα κοιμητήρια
μοναχά μονοπάτια για να βαδίζεις
πλακόστρωτα για να ξαποστάσεις
σταυροδρόμια για να χάνεσαι
και λιμάνια με χαρωπούς ναύτες
μυρωδιά μπαχαρικών
και αλμύρας.
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν επιδίωξε ποτέ της
την υπακοή ή τον θάνατο
δεν συντρόφευσε ποτέ της
την θρησκεία
και την οικογένεια
και δεν αναφέρθηκε ποτέ της
σε λογύδρια δημαγωγών
πολεμικά ανακοινωθέντα
καλέσματα μίσους
προεκλογικές ομιλίες
και επικλήσεις εθνικής ενότητας.
 
Εμένα η πατρίδα μου
έχει σβήσει απ' τα βιβλία ιστορίας της
τους πρωθυπουργούς και τους ήρωες
τους βασιλιάδες και τους αρχιεπισκόπους
τους στρατηγούς και τους κατακτητές
τους σοβαρούς και τους διάσημους
μοναχά δοξάζει
τους ποιητές και τις εργάτριες
τους ζητιάνους και τις μητέρες
τους γητευτές και τα αδέσποτα γατιά
τους ερωτευμένους
και τους ανώνυμους νεκρούς της.
 
Εμένα η πατρίδα μου
είναι οι ζωές που ζήσαμε
και οι άνθρωποι που αγαπήσαμε
είναι οι λόφοι που ξαπλώσαμε
κάποια ανοιξιάτικα απογεύματα
και τα μέρη που ταξιδέψαμε
είναι τα ξημερώματα και τα δειλινά
και η γωνία που σε γνώρισα
είναι τα φαγητά που θυμίζουν τη μητέρα μου
και τα σοκάκια που παίζαμε παιδιά
είναι οι αγώνες που δώσαμε
και όσοι βρεθήκαμε δίπλα δίπλα στους δρόμους.
 
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν χωράει πατριώτες.
.
 
Aernout Overbeeke 1 (ed)
 

Μια, δυο, χιλιάδες Εμμανουέλες

Μια, δυο, χιλιάδες Εμμανουέλες.    

me-exeis-kanei-tarando

Θυμάμαι, πάει κοντά ένας χρόνος πάνω κάτω.

Είμασταν σε ένα αμάξι και τραβούσαμε για βιαστικό μπάνιο στη Χαλκιδική, όταν είχαμε πρωτοδεί εκείνο το τεράστιο πανό.

Καριόλα Εμμανουέλα Αγγουράκη, με έχεις κάνει τάρανδο”.

Και είχαμε γελάσει όλοι – τόσο αστείο, μέσα στην υπερβολή και την γραφικότητα του. Και με τον καιρό, γινόταν όλο και πιο αστείο: συνθήματα σε κάθε τοίχο, πανό, αφίσες, αυτοκόλλητα, σελίδες στο facebook, συνεντεύξεις, ένας ανερχόμενος urban legend “της πόλης μας”, το τελευταίο τονισμένο με μια δόση άπο υποβόσκων τοπικισμό.

Και στην τελική, μάθαμε και ποιά είναι η Εμμανουέλα Αγγουράκη, μάθαμε και ποιός είναι ο τάρανδος, παρακολουθήσαμε και όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της υπόθεσης με την ίδια προσήλωση που ο αφοσιωμένος τηλεθεατής παρακολουθεί ένα απ' τα νυχτερινά σόου της Αννίτας Πάνια. Πριν καν κυκλοφορήσει η περιβόητη συνέντευξη, είχαμε ενημερωθεί άπ' τον “φίλο του φίλου” (την παγκοσμίως εγκυρότερη πηγή πληροφοριών) ότι όλο αυτό είναι και καλά στημένο, συνεννοημένο, μια φτηνή διαφήμιση.

Η καριόλα Εμμανουέλα και ο τάρανδος.

Το κοινό μας αστείο.

Ξέρεις τι όμως? Δεν είναι πια αστείο.

Ποτέ δεν ήταν.

Γιατί όταν ένας άνθρωπος, καταλήγει να έχει τέτοιες επιπτώσεις άπο την επιλογή του ερωτικού του συντρόφου, μια επιλογή που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα και κατοχυρωμένα προσωπική και ελεύθερη, τότε κάτι πάει στραβά. Και με τρομάζει η ευκολία με την οποία μπορείς να κολλήσεις σε κάποιον μια ρετσινιά που θα τον ακολουθεί παντού και πάντα, σε κάθε τοίχο και σε κάθε βλέμμα στο δρόμο. Και με τρομάζει μια κοινωνία που στην καλύτερη σιωπά αδιάφορη, στην χειρότερη οργανώνει την αλληλεγγύη της και εκφράζει την συμπαράσταση της στον “κερατά”.

Γιατί για κάθε έναν ψύχραιμο που θα πει “έλα μωρέ, μια χαζομάρα είναι” θα βρεθούν άλλοι δέκα ηλίθιοι που θα πουν πως “καλά την κάνει την καριόλα, έτσι θέλουν αυτές”. Και ακόμη κι αν παραδεχόμασταν πως το συγκεκριμένο στόρυ ήταν ένα διαφημιστικό κόλπο στο οποίο συναινούν αμοιβαία και οι δυο εμπλεκόμενοι, δεν αναιρεί ότι η κουλτούρα που κρύβεται πίσω του συνιστά μια εκσυγχρονισμένη δημόσια διαπόμπευση, έναν αναίμακτο λιθοβολισμό.

Γιατί σε άλλες κοινωνίες και σε άλλες εποχές, όχι πολύ μακρινές από εμάς, η Εμμανουέλα και η κάθε Εμμανουέλα θα πλήρωνε μια τέτοια επιλογή με τη ζωή και την “τιμή” της. Και αν θέλουμε να πιστεύουμε πως αυτά “απέχουν πολύ απ' την προοδευτική ελλάδα του 21ου αιώνα” και πως “αυτές οι διακρίσεις έχουν πάψει να υφίστανται”, μη χέσω, ας αναλογιστούμε λίγο την κοντινή και οικεία μας πραγματικότητα: την απόσταση ανάμεσα στον “γαμιά” και την “πουτάνα” του σχολείου, τις υποτιμητικές βρισιές που συνοδεύουν κάθε νυχτερινή έξοδο μιας γνήσιας αντροπαρέας, τα μαυρισμένα μάτια που καλύπτονται άπο βιαστικό μέηκ απ και αμήχανη σιωπή το επόμενο πρωινό…

Και στην τελική, γιατί όσο η “καριόλα Εμμανουέλα” στολίζει ανενόχλητα τους τοίχους της πόλης, τόσο νομιμοποιείται το να ακολουθήσει αύριο μεθαύριο και η καριόλα Μαρία, η καριόλα Ελένη, ο καριόλης Κώστας. Εγώ, εσύ, ο καθένας και η καθεμία από εμάς δηλαδή.

Και είμαι απολύτως βέβαιος, πως ο χάχας που σήμερα γελάει βλέποντας το σύνθημα, αύριο δεν θα γελάει καθόλου βλέποντας στη θέση της το δικό του ονοματεπώνυμο.

Lost Bodies/Ιλισός

Δευτέρα βράδυ,

στο στέκι στο βιολογικό, λίγο πριν βγουν οι MATE

μεθυσμένοι και χαμένοι ανάμεσα σε φιγούρες

να οραματιζόμαστε πάνω στο project Tlon

και ειπώνεται το κομμάτι αυτό σαν πρόταση

από τον Ο. και τον Β.

περιέργως ταιριαστό με όλα.

 [youtube]https://www.youtube.com/watch?v=CaA7bn3g9L8[/youtube]

 

 

Ήταν εντελώς στ’αρχίδια μου αν αυτό το ποτάμι λεγόταν Ιλισός.

Αυτό που είχε σημασία,

ήταν ότι ήταν το μοναδικό μέρος που μπορούσα να χωθώ

για να ξεφύγω από τους μπάτσους.

Μπήκα από την είσοδο στην Καλλιθέα

και άρχισα να τρέχω

μέσα στο στεγασμένο, τσιμεντωμένο ποτάμι,

ώσπου έτρεχα στο απόλυτο σκοτάδι

χωρίς να βλέπω εντελώς τίποτα πίσω μου,

τίποτα εντελώς μπροστά μου,

ώσπου βρέθηκα με τα μούτρα μέσα στα βρωμόνερα,

τις αποχετεύσεις και τα βιομηχανικά λύματα,

και η γλώσσα μου βούτηξε στα κάτουρα των ποντικιών.

~

Ξαφνικά το άγχος και η αγωνία μου έφυγαν

και αφέθηκα να βυθίζομαι ήρεμα και παράλογα

με το χρώμα του νερού να ξανοίγει γύρω μου,

σε ένα μπλε, μωβ, γαλάζιο,

που εναλλάσσονταν με μια θύελλα από φως,

που δημιουργούσε όγκο, βάθος

και κουρτίνες από φως, σαν τροπική καταιγίδα.

Τότε κατάλαβα ότι κινούμαι με μεγάλη άνεση,

κουνώντας μόνο το κουτσό μου πόδι.

Παρ’όλα αυτά, γλιστρούσα όμορφα.

Βαθιά και μακριά, έβλεπα τα πάντα,

όμως κοντά, ήταν όλα θαμπά, φλουταρισμένα.

Προσπάθησα να ενώσω τα χέρια μου σα γυαλιά,

για να δω καλύτερα.

Σιγά σιγά, άρχισα να ξεχωρίζω τις ραφές από τη μπλούζα της,

που ταξίδευαν το κορμί της σαν ξερολιθιά.

Γύρισε και μου άστραψε ένα χάδι με την ανάποδη του χεριού της,

κι έτσι γύρισα το βλέμμα μου

και κατάλαβα,

ότι όλοι εκεί ήταν σ’έναν άλλο κόσμο απ’αυτόν που ξέραμε.

Εκεί δεν υπήρχε άγχος για τίποτα.

Οι άνθρωποι, δεν χωρίζονταν σε φυλές, σε πλούσιους και φτωχούς,

όλοι αισθάνονταν, χαίρονταν.

Κανείς δεν κατείχε.

Κανείς δεν ήθελε, γιατί είχε.

Είδα όλα τα σπάνια σιντί που έψαχνα, μπροστά μου,

αλλά δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να πάρω ούτε ένα.

~

Ολόγυρα είχε εξαιρετικές ζωγραφιές,

που άλλαζαν συνέχεια, ανάλογα με ποιό τρόπο τις έβλεπες.

Όταν πείναγες, έφτανε να κοιτάξεις δεξιά αριστερά

και είχε τραπέζια με βουνά

από κανελόνια με κιμά σαλτσαρωτά

και σουβλάκια τυλιχτά τριών λογιών:

ένα με πλημμυρισμένο τραγανιστό πικάντικο γύρο,

το άλλο με πανσέτα

και το τρίτο, δεν υπήρχε – ήταν απλώς το τρίτο.

Λίγο πιο κάτω, υπήρχαν ταψιά με μουσταλευριά,

με μπόλικη κανέλα και ένα δάχτυλο καρύδι από πάνω.

Η ηλικία, ήταν αυτή, ή απλά δεν ήταν.

Εκεί δεν υπήρχαν νυστέρια έτοιμα να επιτεθούν στις ρυτίδες,

εκεί δεν υπήρχε καμία απειλή.

Όλα ήταν αλήθεια, κι όλα ήταν ψέμα.

Σαν κοίταζες μέσα στα μεγάλα κομμάτια από κεχριμπάρι

αναγνώριζες αγαπητά πρόσωπα που ήταν έτοιμα να συζητήσουν μαζί σου.

Το άλσος,

το νερό,

το νερό…

και η μουσική.

Που εκεί τη μετέφερε ο ένας στον άλλο, με ένα άγγιγμα και ένα βλέμμα.

Αυτό ήταν και το μόνο που έφερα πίσω μαζί μου,

τη μουσική.

Για να με πιστέψετε,

αλλά για να δείτε κι εσείς τη μαγεία και την πληρότητα

που ζούσαν εκεί.

Και φυσικά για να με πιστέψετε.

Μια άλλη θάλασσα

Μέσα στο πιο χαωμένο μας μεθύσι
εκεί που γελούσαμε
για να διώξουμε το ξημέρωμα μακριά
ήρθα να σταθώ πλάι σου
 
Και σε κοίταζα
κι έβλεπα μια λεπτή αλυσίδα να τυλίγεται απαλά γύρω σου
να σε δένει με άλλους τόπους, άλλους ανθρώπους
άλλες νύχτες και μια άλλη θάλασσα
κι εσύ μου μιλούσες με αγάπη για το εκεί, για το εδώ
και για το ταξίδι ανάμεσα σ'αυτά τα δυο
και ήσουν ο τόπος αυτός, η θάλασσα αυτή
και εγώ ήθελα απλά να ταξιδέψω και να κρυφτώ μέσα σου
 
Και σε άκουγα
κι ανάμεσα στις λέξεις σου ξεχώριζα
τις δυνατές μουσικές δίπλα στα ηχεία
τις κουβέντες γύρω από τον κύκλο μιας συνέλευσης
τον ήχο ενός μπουκαλιού που σπάει
στη σιωπή της νύχτας
το μεταδοτικό γέλιο ενός κοινού γνωστού
και ήθελα να σου ψιθυρίσω
ότι πιο πρόστυχο και πιο γλυκό
μα τελικά μεταμφιέστηκα πίσω από κοινοτυπίες
 
Και σε άγγιζα
κι ένιωθα όλη την απόσταση ανάμεσα μας
όλα τα ιδρωμένα σεντόνια που έχουν κοιμήσει το σώμα σου
όλες τις λέξεις που έχουν γραφτεί για σένα
όλα τα βιαστικά χάδια και τα παγωμένα δάχτυλα
κι όλες σου τις αποχαιρετιστήριες αγκαλιές
και ήθελα να σ'αγκαλιάσω
μα έτρεμα τον αποχαιρετισμό
 
Ούτε καν ε?
Δεν πειράζει.
Άλλωστε κάθε αύριo
όλα ξεχνιούνται
 
comp2

Στιγμές στην πόλη, μέρος 2

Στιγμές στην πόλη εκτός πόλης

…Πολιτικά στιγμιότυπα προσωρινής φυγής!

Δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις.

Ναι, ξέρουμε πόσο ψεύτικη, πόσο επιφανειακή, πόσο επίπλαστη και προσωρινή είναι η καθημερινότητα που βιώνουμε σε καταστάσεις φυγής απ’ την κανονικότητα: στις διακοπές μας. Τόσοι μήνες άγχους και αλλοτρίωσης έχουν συσσωρευτεί μέσα μας σαν καρκίνος, χαμένοι σε ένα μονότονο και μονόδρομο λαβύρινθο εργασίας, εξεταστικής και στιγμιαίας ανάπαυλας. Και, σαν έρθει εκείνη η στιγμή που βαδίζουμε σε έναν ξένο τόπο, περιτριγυρισμένοι από νέα πρόσωπα, δίχως τον χρόνο να κρέμεται βασανιστικά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, νιώθουμε προσωρινά την απελευθέρωση. Αδειάζουμε.

Αλλάζουμε. Για μια στιγμή μονάχα, μέσα στον κύκλο της μίζερης ζωής μας. Γιατί η ρουτίνα μας περιμένει καρτερικά, μοναχά ένα – δύο μήνες μακριά.

Μα τι θέλει επιτέλους να πει ο ποιητής μ’ αυτό τον ατελείωτο μονόλογο του?

Αυτό, μονάχα: πως οι παρακάτω στιγμές, αναγνωρίζουμε πως είναι γέννημα των συνθηκών τους και τίποτα παραπάνω. Μα, τις κρατάμε βαθιά μέσα μας, γιατί ελπίζουμε πως θα έρθει η ώρα που όλα αυτά θα αποτελέσουν την ζύμη για την γέννηση μιας νέας υλικής και συνειδησιακής πραγματικότητας.

Θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι στο ελεύθερο κάμπινγκ. Πως οι γύρω σκηνές μαζεύτηκαν γύρω μας καθώς το μαγείρεμα τελείωνε. Να τσιμπήσουν κι αυτοί ένα κομμάτι. Γιατί όλα μοιράζονται. Το φαγητό. Τα ξύδια. Τα βιβλία για το μεσημεριανό διάβασμα. Το χαρτί υγείας. Τα τσιγάρα.

Όταν το ζεις, συνειδητοποιείς πόσο ψευδαίσθηση είναι τελικά η αίσθηση της ιδιοκτησίας. Και πόσο μαγική και ανθρώπινη αυτή της κοινότητας.

Θυμάμαι τις καλημέρες. “Καλημέρα”, σου έλεγαν πρόσωπα άγνωστα μα χαμογελαστά. Όχι επιτειδευμένα. Γαλήνια. Φιλικά.

Καλημέρα”, αποκρινόσουν κι εσύ.

Κάθησε”, σου λέγαν. Και καθόσουν. Σε κύκλο, πάντα.

Θυμάμαι πόσο καθαρό ήταν το κάμπινγκ μας. Και δεν είχε καθαρίστριες. Μονάχα έναν βαριεστημένο τύπο που έπλενε τις χέστρες κάθε πρωί. Μα ο κόσμος, ενστικτωδώς, φρόντιζε τον τόπο γύρω του. Απλές καθημερινές κινήσεις. Να μαζέψεις τα σκουπίδια σου. Να πετάξεις τη σακούλα. Να μην ρίχνεις κάτω το τσιγάρο. Κινήσεις που εδώ, στην a priori μολυσμένη μητρόπολη κανείς μας δεν κάνει τόσο αυθόρμητα. Γιατί νιώθουμε βαθιά μέσα μας πως αυτός ο χώρος και αυτός ο χρόνος δεν είναι δικοί μας. Και δεν έχουμε καμία υποχρέωση να τους διατηρήσουμε “καθαρούς”.

Θυμάμαι εκείνη την αστεία συνέλευση στην πλατεία. Άπο κάπου είχε πέσει σύρμα ότι θα σκάσουν οι μπάτσοι να μαζέψουν τους κατασκηνωτές. Και κόσμος απ’ όλο το νησί είχε συγκεντρωθεί για να οργανώσει την άμυνα του. Μερικοί γνωριζόμασταν απ’ τις πόλεις μας. Εδώ, δεν μιλιόμαστε. Ίσως και να μισούμε λίγο ο ένας τον άλλο. Μα εκεί, στεκόμασταν δίπλα δίπλα και ετοιμάζαμε γεμάτοι ενθουσιασμό το σχέδιο δράσης. Αν έρθουν εδώ, θα κάνουμε τούτο. Αν κάνουν εκείνο, θα πάμε από εκεί. Να κλείσουμε τους δρόμους. Να ανταλλάξουμε κινητά. Να ειδοποιήσουμε κι άλλο κόσμο. Να είμαστε μαζί.

Θυμάμαι – πως να τα ξεχάσω – τα ωτοστόπ. Ποτέ δεν χρειάστηκε να περπατήσουμε πάνω από πέντε λεπτά. Εκτός κι αν ήθελες να ηρεμήσεις, να απολαύσεις την σιωπή και τα άστρα. (ναι, θυμάμαι και τα άστρα. μονάχα όταν τα βλέπεις συνειδητοποιείς πόσο σου λείπουν). Δεν σήκωνες το χέρι, απλά σταματούσαν δίπλα σου και άνοιγαν την πόρτα. “Πόσοι είστε?” “Πόσους χωράτε?” “Που πάτε?”. Όλοι στο κόλπο. Μικροί και μεγάλοι. Μεθυσμένοι και νηφάλιοι. Ντόπιοι και τουρίστες.

Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που πήγαμε να κάνουμε μπάνιο στις ντουζιέρες δίπλα απ’ τη σκηνή μας. Στο δημοτικό κάμπινγκ, όχι στο “ελεύθερο”. Εκεί όπου οι άνθρωποι κουβαλάνε κάτι λίγο απ’ την πόλη μαζί τους. Στερεοφωνικά. Φορτιστές. Τζανκ φουντ. Λογικές. Και βρήκαμε μια ντουζίνα γυμνά σώματα. Με απλότητα και γλυκύτητα. Όχι, δεν είναι επαναστατικό το γυμνό, εδώ και πολλές δεκαετίες. Μα συνεχίζει να είναι όμορφο και ελεύθερο. Ειδικά όταν το συναντάς εκεί που δεν το περιμένεις. Νομίζω πως δεν έχω ζήσει ποτέ τόσο κοντά και άνετα στο σώμα μου και στα σώματα άλλων άπο εκείνες τις μέρες.

Θυμάμαι εκείνο το πρωινό που μας έφερε ο Μπόμπ να φάμε “ψαράκι”. Τρέχα γύρευε που το ξετρύπωσε στις 9 τα ξημερώματα.

Θυμάμαι εκείνα τα παιδιά με τις κιθάρες στην πλατεία, να παίζουν “μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια” όταν έσκασε το περιπολικό να μας ζητήσει να κάνουμε ησυχία.

Θυμάμαι πολλά και διάφορα. Και λυπάμαι.

Λυπάμαι που επιστρέψαμε όλοι μας στην κανονικότητα. Και που χρειάστηκε να εκφέρουμε το χυδαίο “τα ξαναλέμε του χρόνου”. Και που, για τους περισσότερους με τους οποίους μοιράστηκα όλα τούτα, ήταν απλά μια προσωρινή κατάσταση, και όχι κάτι για το οποίο αξίζει να παλέψεις για να γίνει η καθημερινότητα σου.

…από το “Επιεικώς Φλέγον”, τεύχος 2

εικόνες δανεισμένες από προηγούμενα posts

 

Σε είδα, μέρος 3

Αθήνα, πάσχα. Όλοι οι αθηνέζοι γνωστοί να μασουλάνε μαγειρίτσα, μια πόλη νεκρή από πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα. Νωχελικές βόλτες στα εξάρχεια με σαλονικιούς τουρίστες. Ευκαιριά για φωτογραφίες