Tag Archives: επιεικώς φλέγον

Στιγμές στην πόλη, μέρος 2

Στιγμές στην πόλη εκτός πόλης

…Πολιτικά στιγμιότυπα προσωρινής φυγής!

Δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις.

Ναι, ξέρουμε πόσο ψεύτικη, πόσο επιφανειακή, πόσο επίπλαστη και προσωρινή είναι η καθημερινότητα που βιώνουμε σε καταστάσεις φυγής απ’ την κανονικότητα: στις διακοπές μας. Τόσοι μήνες άγχους και αλλοτρίωσης έχουν συσσωρευτεί μέσα μας σαν καρκίνος, χαμένοι σε ένα μονότονο και μονόδρομο λαβύρινθο εργασίας, εξεταστικής και στιγμιαίας ανάπαυλας. Και, σαν έρθει εκείνη η στιγμή που βαδίζουμε σε έναν ξένο τόπο, περιτριγυρισμένοι από νέα πρόσωπα, δίχως τον χρόνο να κρέμεται βασανιστικά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, νιώθουμε προσωρινά την απελευθέρωση. Αδειάζουμε.

Αλλάζουμε. Για μια στιγμή μονάχα, μέσα στον κύκλο της μίζερης ζωής μας. Γιατί η ρουτίνα μας περιμένει καρτερικά, μοναχά ένα – δύο μήνες μακριά.

Μα τι θέλει επιτέλους να πει ο ποιητής μ’ αυτό τον ατελείωτο μονόλογο του?

Αυτό, μονάχα: πως οι παρακάτω στιγμές, αναγνωρίζουμε πως είναι γέννημα των συνθηκών τους και τίποτα παραπάνω. Μα, τις κρατάμε βαθιά μέσα μας, γιατί ελπίζουμε πως θα έρθει η ώρα που όλα αυτά θα αποτελέσουν την ζύμη για την γέννηση μιας νέας υλικής και συνειδησιακής πραγματικότητας.

Θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι στο ελεύθερο κάμπινγκ. Πως οι γύρω σκηνές μαζεύτηκαν γύρω μας καθώς το μαγείρεμα τελείωνε. Να τσιμπήσουν κι αυτοί ένα κομμάτι. Γιατί όλα μοιράζονται. Το φαγητό. Τα ξύδια. Τα βιβλία για το μεσημεριανό διάβασμα. Το χαρτί υγείας. Τα τσιγάρα.

Όταν το ζεις, συνειδητοποιείς πόσο ψευδαίσθηση είναι τελικά η αίσθηση της ιδιοκτησίας. Και πόσο μαγική και ανθρώπινη αυτή της κοινότητας.

Θυμάμαι τις καλημέρες. “Καλημέρα”, σου έλεγαν πρόσωπα άγνωστα μα χαμογελαστά. Όχι επιτειδευμένα. Γαλήνια. Φιλικά.

Καλημέρα”, αποκρινόσουν κι εσύ.

Κάθησε”, σου λέγαν. Και καθόσουν. Σε κύκλο, πάντα.

Θυμάμαι πόσο καθαρό ήταν το κάμπινγκ μας. Και δεν είχε καθαρίστριες. Μονάχα έναν βαριεστημένο τύπο που έπλενε τις χέστρες κάθε πρωί. Μα ο κόσμος, ενστικτωδώς, φρόντιζε τον τόπο γύρω του. Απλές καθημερινές κινήσεις. Να μαζέψεις τα σκουπίδια σου. Να πετάξεις τη σακούλα. Να μην ρίχνεις κάτω το τσιγάρο. Κινήσεις που εδώ, στην a priori μολυσμένη μητρόπολη κανείς μας δεν κάνει τόσο αυθόρμητα. Γιατί νιώθουμε βαθιά μέσα μας πως αυτός ο χώρος και αυτός ο χρόνος δεν είναι δικοί μας. Και δεν έχουμε καμία υποχρέωση να τους διατηρήσουμε “καθαρούς”.

Θυμάμαι εκείνη την αστεία συνέλευση στην πλατεία. Άπο κάπου είχε πέσει σύρμα ότι θα σκάσουν οι μπάτσοι να μαζέψουν τους κατασκηνωτές. Και κόσμος απ’ όλο το νησί είχε συγκεντρωθεί για να οργανώσει την άμυνα του. Μερικοί γνωριζόμασταν απ’ τις πόλεις μας. Εδώ, δεν μιλιόμαστε. Ίσως και να μισούμε λίγο ο ένας τον άλλο. Μα εκεί, στεκόμασταν δίπλα δίπλα και ετοιμάζαμε γεμάτοι ενθουσιασμό το σχέδιο δράσης. Αν έρθουν εδώ, θα κάνουμε τούτο. Αν κάνουν εκείνο, θα πάμε από εκεί. Να κλείσουμε τους δρόμους. Να ανταλλάξουμε κινητά. Να ειδοποιήσουμε κι άλλο κόσμο. Να είμαστε μαζί.

Θυμάμαι – πως να τα ξεχάσω – τα ωτοστόπ. Ποτέ δεν χρειάστηκε να περπατήσουμε πάνω από πέντε λεπτά. Εκτός κι αν ήθελες να ηρεμήσεις, να απολαύσεις την σιωπή και τα άστρα. (ναι, θυμάμαι και τα άστρα. μονάχα όταν τα βλέπεις συνειδητοποιείς πόσο σου λείπουν). Δεν σήκωνες το χέρι, απλά σταματούσαν δίπλα σου και άνοιγαν την πόρτα. “Πόσοι είστε?” “Πόσους χωράτε?” “Που πάτε?”. Όλοι στο κόλπο. Μικροί και μεγάλοι. Μεθυσμένοι και νηφάλιοι. Ντόπιοι και τουρίστες.

Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που πήγαμε να κάνουμε μπάνιο στις ντουζιέρες δίπλα απ’ τη σκηνή μας. Στο δημοτικό κάμπινγκ, όχι στο “ελεύθερο”. Εκεί όπου οι άνθρωποι κουβαλάνε κάτι λίγο απ’ την πόλη μαζί τους. Στερεοφωνικά. Φορτιστές. Τζανκ φουντ. Λογικές. Και βρήκαμε μια ντουζίνα γυμνά σώματα. Με απλότητα και γλυκύτητα. Όχι, δεν είναι επαναστατικό το γυμνό, εδώ και πολλές δεκαετίες. Μα συνεχίζει να είναι όμορφο και ελεύθερο. Ειδικά όταν το συναντάς εκεί που δεν το περιμένεις. Νομίζω πως δεν έχω ζήσει ποτέ τόσο κοντά και άνετα στο σώμα μου και στα σώματα άλλων άπο εκείνες τις μέρες.

Θυμάμαι εκείνο το πρωινό που μας έφερε ο Μπόμπ να φάμε “ψαράκι”. Τρέχα γύρευε που το ξετρύπωσε στις 9 τα ξημερώματα.

Θυμάμαι εκείνα τα παιδιά με τις κιθάρες στην πλατεία, να παίζουν “μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια” όταν έσκασε το περιπολικό να μας ζητήσει να κάνουμε ησυχία.

Θυμάμαι πολλά και διάφορα. Και λυπάμαι.

Λυπάμαι που επιστρέψαμε όλοι μας στην κανονικότητα. Και που χρειάστηκε να εκφέρουμε το χυδαίο “τα ξαναλέμε του χρόνου”. Και που, για τους περισσότερους με τους οποίους μοιράστηκα όλα τούτα, ήταν απλά μια προσωρινή κατάσταση, και όχι κάτι για το οποίο αξίζει να παλέψεις για να γίνει η καθημερινότητα σου.

…από το “Επιεικώς Φλέγον”, τεύχος 2

εικόνες δανεισμένες από προηγούμενα posts

 

Αποχαιρετιστήριο

από το “Επιεικώς Φλέγον”, τεύχος 2

 

Αποχαιρετιστήριο

Έμαθα να εμπιστεύομαι τις λέξεις

– ε, λέξεις…

αυτά τα μικρά, μαύρα σημεία που τοποθετούνται με προσοχή το ένα δίπλα στο άλλο

και δημιουργούν νοήματα –

 

μικρά νοήματα

όπως “θέλεις ένα τοστ?”

μεγάλα νοήματα

όπως “θα σε αγαπώ για πάντα”

 

χαρωπά νοήματα

όπως “ας κάνουμε σήμερα μαζί τούτο κι εκείνο”

θλιμμένα νοήματα

όπως “μη φύγεις” ή “συγγνώμη”

 

μια ζωή χωμένος ανάμεσα σε σελίδες

γεμάτες λέξεις γεμάτες (!)

έμαθα να επικοινωνώ, να διαχειρίζομαι, να παίζω, να δημιουργώ, να καταστρέφω,

να θρυμματίζω, να ψιθυρίζω, να μεταστρέφω, να κρύβω και να φανερώνω

 

εμπιστευόμουν πλήρως όλες αυτές τις μικρές διαολεμένες

ένιωθα δυνατός και πλούσιος και σίγουρος

– τόσο σίγουρος –

η ζωή είναι πιο απλή όταν μετατουσιώνεται σε λέξεις

 

η ουτοπία είναι πιο απλή όταν μεταφράζεται σε θεωρία

ο έρωτας είναι πιο απλός όταν πληκτρολογείται σε sms

η επίθεση είναι πιο απλή όταν διακοσμεί μια αφίσα

το όνειρο είναι πιο απλό όταν γεννάει ένα παραμύθι

 

μα ήρθε εκείνη η στιγμή που οι λέξεις δεν ήταν πια αρκετές

η στιγμή που ένιωθα

να βγαίνουν από μέσα μου

σάπιες και επαναλαμβανόμενες

 

τις είχα ήδη χρησιμοποιήσει όλες

τις σπατάλησα

τις πιο μεγάλες και πιο σημαντικές

για ζητήματα μικρά και ασήμαντα

 

τις πιο σπάνιες

για καθημερινές διαδικασίες

τις πιο τραγικές

για να κάνω τη ρουτίνα μου ευχάριστη

 

τις πιο θαυμαστές, τις πιο καλοδουλεμένες,

τις πιο εξαιρετικές, τις πιο ευανάγνωστες

για να περιγράψω τον μεσημεριανό ύπνο, το πρώτο τσιγάρο της ημέρας,

εκείνο το γελοίο τραγούδι, κάθε τυχαία αγκαλιά

 

και τώρα που τις χρειάζομαι

πιο πολύ από ποτέ γαμώτο

– μάταια ψάχνω στο Αντιλεξικόν, Αθήναι 1988 –

δεν μου έχει απομείνει ούτε μια, ούτε η μικρότερη

 

για να εκφράσω την αδυναμία μου

για να δώσω σ’ αυτό που σφαδάζει μέσα μου

μορφή και σχήμα

μυρωδιά και χρώμα

 

…λίγο πριν το τέλος λοιπόν

κατεφεύγω ξανά σ’ αυτές

για κάτι απλό

αποχαιρετιστήριο

 

μέτρα τις λέξεις σ’ αυτή τη σελίδα

είναι οι τελευταίες

που έχω να προσφέρω

πριν βυθιστώ στη σιωπή.

Στιγμές στην Πόλη, μέρος 1

…ένα
Θεσσαλονίκη, δυτικά. Μπαίνω σε ταρίφα, να με πετάξει κέντρο. Κλασσική μούρη, λαĩκά τέρμα, το ταξί να μυρίζει σπέρμα.
Λίγο μετά, μαζεύουμε απ’ το δρόμο μια πενηντάρα. Βαμμένο ξανθό μαλλί, γούνα αξίας άγνωστης, η μυρωδιά στον χώρο αλλάζει. Βαρύ άρωμα, γλυκανάλατο, κάπως αηδιαστικό.
Κάπου στην διαδρομή, σταματάμε σε φανάρι. Λίγο πιο δίπλα, κάποιοι σύντροφοι κολλάνε αφίσες – δεν θυμάμαι για ποιό θέμα.
“Τους βλέπεις τους αλήτες!” (η κυράτσα) “το κάνουν για να τους καίνε καλύτερα” (άγνωστο με ποιό τρόπο η αφίσα κάνει τον κάδο πιο εύφλεκτο, αλλά κάτι θα’ ξερε παραπάνω)
Συνεχίζει σε μορφή μονολόγου, αφού ο ταρίφας αρκέστηκε σε μερικά “μμμ” και “χμμμ”. Αρχίζει να μιλάει για τον δεκέμβρη, για τους αλήτες, για τις πορείες, και φτάνει και στην κρίση.
“Ποιά κρίση μας λένε? Ποιά φτώχεια? Εγώ δεν την βλέπω. Εγώ όπου πάω, βλέπω κόσμο να ψωνίζει!” -και πετάει παραδειγματικά μια σειρά από καταστήματα όπου το φτηνότερο εμπόρευμα τους κοστίζει όσο τρια φυσιολογικά μηνιάτικα- “και το καζίνο, όλη μέρα γεμάτο είναι”
Ο μονόλογος συνεχίζει κάπως έτσι, σταματάω να παρακολουθώ, σκέφτομαι τι διάολο θα μπορούσα να της κάνω χωρίς να με κατεβάσει κάτω ο ταρίφας.
Έτσι είναι κυρά μου. Απ’ την στιγμή που η Τάξη σου (με κεφαλαίο ταυ παρακαλώ) έχει ακόμα τα φράγκα της να αγοράζει γούνες και να τα τρώει στο καζίνο, σημαίνει πως ο κόσμος πάει καλά, ε?
Εμ, θα έρθει και ο καιρός σας. Υπομονή…

…δύο
Θεσσαλονίκη, ξανά. Πλατεία ναυαρίνου. Οι δημοτόμπατσοι μόλις έχουν περάσει και έχουν μαζέψει έναν μικροπωλητή που αράζει μπροστά απ’ το βιβλιοπωλείο “Κεντρί”. Έχω μπει να ψάξω για ένα βιβλίο, και ακούω την τύπισα από το διπλανό μαγαζάκι – με χάντρες και λοιπά ethnic μικρομπαρμπαδάκια – να έχει πιάσει κουβεντούλα με τους γύρω.
“Καιρός ήτανε”, ακούω που λέτε. “Πρέπει άμα είναι να τους μαζέψουν όλους σε ένα μέρος, να πουλάνε εκεί την πραμάτεια τους, να μην μας κλέβουν κι εμάς την πελατεία. Όποιος θέλει κινέζικες μαλακίες, να πάει εκεί να τις πάρει.”
Κάπου εκεί με πιάνουν τα διαόλια μου και βγαίνω να την ρωτήσω κατ’ αρχάς πως γίνεται κάποιος που πουλάει πίνακες να κλέβει πελατεία από ένα μαγαζί με χάντρες.
Ακολουθεί ένας αρκετά μακρύς και έντονος διάλογος, με επιχειρήματα τύπου “έτσι όπως αράδιαζε τα πράγματα του έκλεινε τον δρόμο μπροστά από το μαγαζί μου” ή: “έτσι όπως καθόταν με ανοιχτά τα πόδια απέναντι μου έβλεπα τα πάντα (μιλάμε για σόκιν καταστάσεις)” ή: (το καλύτερο όλων) “δεν φορούσε παπούτσια και άπλωνε τα βρωμοπόδια του μπροστά μου”.
Και φυσικά, αν εξηγούσες πως όλα αυτά ακούγονται κάπως (ας πούμε) ρατσιστικά, ξεκινούσε το τροπάρι “εγώ τους αγαπάω τους μαύρους, ποιός είσαι εσύ που θα με πεις και ρατσίστρια, εσύ που με τα λεφτά του μπαμπά έρχεσαι να μου την πεις εμένα που δουλεύω εδώ όλη μέρα για να μου κλέβει την δουλειά αυτός ο μαύρος”
Από ένα σημείο και μετά φυσικά παραιτήθηκα, αφού έριξα τις πρέπουσες χριστοπαναγίες.
Έτσι, μικρομαγαζάτορες. Αυτό είναι το σωστό… Σας έχει χτυπήσει η κρίση στο κόκαλο, και αντί να βγείτε να φάτε τους μεγάλους, ξεσπάτε στους μικρότερους, στο εύκολο θύμα. Ο μικροπωλητής που πουλάει πίνακες στον δρόμο για να βγάλει τρεις κι εξήντα σας φταίει. Αυτός που ρίσκαρε την ζωή του για να έρθει στην “παραδεισένια ελλάδα” και να ακούει τις μαλακίες σας, σας φταίει που δεν έχει δουλειά το μαγαζάκι σας. Αυτός που η φαμίλια και οι φίλοι του παίζει να σαπίζουν τώρα κάπου στον πάτο του αιγαίου, σας φταίει που δεν ντύνεται σωστά μπροστά σας.
Η κυράτσα παραπάνω έχει τουλάχιστον συνείδηση του που ανήκει: στους βολεμένους αυτού του κόσμου. Εσείς έχετε ξεχάσει που και ανήκετε…και μακάρι κάποτε να θυμηθείτε.

…τρία
Απογευματάκι στην Κασσάνδρου, ψάχνω στα σκουπίδια να βρω κάτι ενδιαφέρον για το σπίτι. Είναι εντυπωσιακό πόσα πράγματα πετάνε οι άνθρωποι… Βρίσκω, λοιπόν, έναν σωρό από μικροπράγματα, πεταμένα απ’ το σπίτι κάποιας γιαγιάς που προφανώς μας άφησε χρόνους και οι συγγενείς δεν κάθησαν να ασχοληθούν και πολύ με την σαβούρα της. Ανάμεσα σε όλα τα κιτς μπιχλιμπίδια, βρίσκω μια υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία – σε σκαλιστό κάδρο παρακαλώ – που δέιχνει μια οικογένεια εποχής. Ξέρετε, από αυτές με τους κύριους με τα καπελάκια και τα παιδάκια με τα παπιγιόν. Σοβαροί – σοβαροί όλοι τους, στημένοι σαν αγάλματα. Εδώ να κάνω μια παρένθεση, για να ομολογήσω πως είμαι από εκείνους τους χλεχλέδες που γεμίζουν το σπίτι τους με παλιά, σκονισμένα αντικείμενα. Ποτέ δεν μπόρεσα να αιτιολογήσω ικανοποιητικά αυτό το φετίχ, υποθέτω απλά πως έχει να κάνει με κάποιο οικογενειακό κατάλοιπο, μια και που αντίστοιχο πάθος είχαν και οι δικοί μου…Παίρνω λοιπόν τον θυσαυρό μου, και τον κορνιζάρω φάτσα κάρτα δίπλα από το κρεβάτι μου. Και φαντάζομαι από μέσα μου πόσες ιστορίες κρύβει αυτή η φωτογραφία, από πόσα χέρια θα έχει περάσει, τι να απέγιναν άραγε οι εικονιζόμενοι και όλα τα σχετικά που σε πιάνουν όταν πέφτει κάτι τέτοιο στα χέρια σου.
Ως εδώ όλα καλά…
Μερικούς μήνες μετά που λέτε, ψάχνω στο google για κάτι αντίστοιχο να βάλω σε ένα κείμενο. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είχα πληκτρολογήσει, “1920 photos” ή κάτι αντίστοιχο, πάντως μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξη μου όταν μέσα στις πρώτες σκάει μύτη και η δική μου. Με λίγο ψάξιμο, ανακαλύπτω πως είναι απλά καρτ ποστάλ, ίσως ούτε καν αυθεντική, αλλά στημένη σε ύφος εποχής. Μια απ’ αυτές που πουλάνε σε κωλομάγαζα τύπου Ρεζέρβα. Και συνειδητοποιώ για μια ακόμη φορά, πως δεν υπάρχει τίποτα πια σ’ αυτό τον γαμημένο κόσμο που να μην είναι φτιαχτό και εμπόρευμα! – ούτε καν οι αναμνήσεις μας… Τώρα, πως βρέθηκε αυτή η μαλακία στο σπίτι της γιαγιάς, δεν ξέρω να σας πω. Δεν θέλω να υποθέσω καν. Για την ιστορία πάντως, η φωτογραφία στέκεται ακόμα δίπλα απ’ το κρεβάτι μου.
Αλλά έχει χάσει πολύ απ’ την γοητεία της…

…από το “Επιεικώς Φλέγον”, τεύχος 1

Οι κουλτούρες της νύχτας

Οι κουλτούρες της νύχτας

Συγγραφέας: Bryan D. Palmer

Εκδόσεις: Σαββάλας

Κατηγορία: Steal it

Με δυο προτάσεις: η ιστορία της ανθρώπινης παραβατικότητας απ’ τον Μεσαίωνα ως σήμερα, μια σύνοψη 8 αιώνων νυχτερινής κίνησης και παρανομίας. Τέσσερις μήνες το πάλευα το ρημάδι, μα άξιζε με το παραπάνω τον κόπο! Κάποια κεφάλαια του είναι κάπως δύστροπα, άλλα κυλάνε σαν νεράκι. Κάποια είναι βαρετά, άλλα σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό…

Έχοντας σαν κεντρικούς, αλληλένδετους άξονες ανάλυσης τον παππού Μαρξ – για τις οικονομικές / υλικές συνθήκες – και τον Φουκώ – για το ψυχολογικό background – o Palmer αναζητά στην μακρά διήγηση της νύχτας όλες εκείνες τις στιγμές που η υπέρβαση των κανόνων της ημέρας μετουσιώθηκαν σε αρνήσεις, ελευθερίες και αντιστάσεις.

Για να πάρετε μια ελάχιστη ιδέα για τον πλούτο του υλικού, ακολουθούν επιγραμματικά τα 19 κεφάλαια:

Η αγροτική νύχτα τον μεσαίωνα (αίμα, άρτος και ανιερές πράξεις), το κυνήγι μαγισσών (μάγισσες), η αριστοκρατική πορνογραφία του Γουίλκς και του Ντε Σαντ (ελευθέριοι, ελευθεριότητα και ελευθερία), Ιακωβινισμός και επαναστατικές λέσχες του 18ου (συνομωσίες της νύχτας), η γοτθική λογοτεχνία (τέρατα της νύχτας), τα σκοτεινά επαγγέλματα του πρώιμου καπιταλισμού (έργα της νύχτας), η ιμπεριαλιστική επέκταση στην Αφρική και το Νέο Κόσμο (σκοτεινές ηπείροι), οι πειρατές και κοινότητες των εξεγερμένων σκλάβων (στη σκιά των αυτοκρατοριών), οι αδελφότητες, οι μυστικές στοές και οι ταβέρνες (κοινωνικότητες της νύχτας), η επαναστατική τρομοκρατία στις αρχές του 20ου αιώνα (νύχτες βομβιστών), η μεταφυσική διάσταση της εκμετάλλευσης στις αποικίες (δουλεύοντας για το διάβολο), η παραβατική σεξουαλικότητα (νύχτες από δαντέλα και δέρμα), τα πανηγύρια της προλεταριακής εξέγερσης (γιορτές της επανάστασης), η σιωπηλή αντίσταση των νεανικών συμμοριών και των παιδιών του swing στην φασιστική νύχτα (δεκαετία σκότους), η προκλητική επέκταση της jazz (μπλουζ, τζαζ και χαμαιτυπεία), οι μπήτνικ και ο μποεμισμός (περίπατος στην άγρια πλευρά), τα ασπρόμαυρα δράματα στην λογοτεχνία και τον κινηματογράφο (νουάρ), η μαφία και ο υπόκοσμος (νύχτες συσσώρευσης), οι αστικές φυλετικές εξεγέρσεις του 20ου αιώνα (η κατάρρευση των πόλεων).

Η νύχτα είναι διαφορετική, το αντίθετο της ημέρας, που το χαρακτηρίζουν το σκοτάδι και ο κίνδυνος, αλλά οι ελευθερίες της αντισταθμίζουν τους φόβους της. Η νύχτα μάς επιτρέπει να δραπετεύσουμε από τις αγγαρείες της ημέρας, τη μονοτονία της καθημερινότητας που περιορίζει την ανθρωπότητα σε συγκεκριμένα καθήκοντα, υποχρεώσεις και εργασίες.

…για το “Επιεικώς Φλέγον”, τεύχος 2

Αρρώστια

από το “Επιεικώς Φλέγον”, τεύχος 1

 

Κάποτε, ένας Βάχμα εμφανίστηκε έξω άπο την Καλορμίνα. Έντρομοι, οι κάτοικοι της πόλης έστειλαν την φρουρά να τον βρει…κανένας φρουρός δεν επέστρεψε.
Την νύχτα, ο Βάχμα μπήκε κρυφά στην πόλη. Πήγε στο παλάτι, έσφαξε όποιον βρήκε μπροστά του ώσπου έφτασε στα διαμερίσματα του Χαλίφη.
Εκεί, σχεδίασε στην πόρτα του το σημάδι του Θανάτου. Την άλλη μέρα, ένας ταπεινός τσαγκάρης πέθανε…Αυτό, σημαίνει πως το Χάος ισχύει πάντα.

 

Ο Φυσιογνωμιστής

“Φυσιογνωμική: Η απόλυτα αντικειμενική επιστήμη που μελετάει το σχήμα του ανθρώπινου σώματος”.

Ο αδίστακτος φυσιογνωμιστής Κλέι, υψηλόβαθμο τσιράκι του Άρχοντα της Καλοφτιαγμένης πόλης, θα σταλθεί στην Αναμασόμπια, την πόλη των ορυχείων για μια αλλόκοτη αποστολή. Ψάχνοντας τον κλέφτη του Λευκού φρούτου, θα μπλέξει σε μια σειρά από απρόβλεπτες περιπέτειες και θα αναθεωρήσει όλα όσα θεωρούσε ως τότε δεδομένα.

Θα αντιμετωπίσει την φιλόδοξη Άρλα, τον δήμαρχο Μπατάλντο με την περίεργη αίσθηση του χιούμορ, τον μουμιοποιημένο Ταξιδευτή Ία. Θα ταξιδέψει στον μαγευτικό Εξώκοσμο και θα κυνηγηθεί απ’ τους κερασφόρους δαίμονες αναζητώντας τον επίγειο παράδεισο. Θα εξοριστεί στην Ντοραλίς, το νησί – φυλακή των πολιτικών κρατουμένων μαζί με τους δίδυμους αξιωματικούς Μάτερς και την μαιμού – μπάρμαν Σιλένσιο. Και τέλος, θα επιστρέψει ξανά στην Καλοφτιαγμένη πόλη για να υποκινήσει μια εξέγερση ενάντια στον Άρχοντα. Ένα ψυχεδελικό new weird μυθιστόρημα γεμάτο γκροτέσκους χαρακτήρες και σουρρεαλιστικά τοπία, που μιλάει για την εξουσία, το σώμα και τον θάνατο.

Οι ειδήμονες γνωρίζουν, με την ίδια βεβαιότητα που όλοι σας ξέρετε ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί ή ότι ο Ντράκτον Μπέλοου είναι ο γενναιόδωρος άρχοντας μας, ότι η ορατή δομή των χαρακτηριστικών του σώματος μας – όταν βεβαίως αναλυθεί από ένα έμπειρο μάτι – δύναται να αποκαλύψει το ηθικό μας υπόβαθρο και αντικατοπτρίζει λεπτομερώς τις προσωπικές μας αρετές και αδυναμίες…”

Σε εκείνο το σημείο πλησίασα την Άρλα, που δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό και συνέχισε να με κοιτάει απλανώς, σαν να ήταν νεκρή. Έσυρα το δάχτυλο μου κατά μήκος της μύτης της και μετά έδειξα το λακκάκι που σχηματίζοταν κάτω από τα χείλη της. “Στα χαρακτηρηστικά που μόλις σας έδειξα”, είπα, “παρατηρούμε ένα συνδυασμό εγγενών στοιχείων που φανερώνουν μια προσωπικότητα με ροπή στις απερίσκεπτες πράξεις”.

Περπάτησα γύρω της μέχρι που βρέθηκα από την άλλη της πλευρά και έδειξα την καμάρα του φρυδιού της. “Εδώ βλέπουμε το φαινόμενο που είναι γνωστό στους συνεδέλφους μου ως η “κατάληξη Σέφλερ”, ονομασία την οποία οφείλει στον Κερστ Σέφλερ, έναν από τους πατέρες της Φυσιογνωμικής. Παραδόξως, το φαινόμενο αυτό υποδηλώνει ροπή προς την κλοπή και ταυτόχρονα μια βαθιά επιθυμία συμμετοχής σε θαυματουργικά γεγονότα. Υπάρχει επίσης μια κρεατοελιά στον αριστερό μηρό, από την οποία φύεται μια μακριά, μαύρη τρίχα, στοιχείο που κλείνει μια και καλή την υπόθεση μας”

Ο Φυσιογνωμιστής

Κατηγορία: Steal it

Συγγραφέας: Jeffrey Ford

Εκδόσεις Οξύ

Επιεικώς Φλέγον, τεύχος πρώτο

Επιεικώς Φλέγον, έντυπο δρόμου για την πολιτική διάσταση της αισθητικής και την αισθητική διάσταση της πολιτικής.

Το πρώτο τεύχος κυκλοφορεί ύπουλα χέρι με χέρι, σε καταλήψεις και στέκια, σε καφετέριες, βιβλιοπωλεία και λοιπά σημεία της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων.