Tag Archives: εξέγερση

τι στο διάολο θελήσαμε

.
.
Τι θέλουμε?
Να μας αγαπήσετε?
όχι, δεν θέλουμε να μας αγαπήσετε.
Άλλωστε, δεν μπορεί να συμβεί τέτοιο πράγμα.
Η αγάπη, για σας, είναι ένα καλειδοσκόπιο,
που το ψωνίσατε σε προσφορά από κάποιο πολυκατάστημα
και δείχνει εικόνες ξεπατικωμένες από ρομαντικά αναγνώσματα
και τηλεοπτικές κομεντί,
ανακατεμένες σε τυχαία σειρά.
Δεν θέλουμε να μας αγαπήσετε.
Δεν μπορείτε να μας αγαπήσετε.
Το πολύ πολύ, να σας προσφέρουμε μια στιγμιαία καύλα.
Κάτι να συλλογίζεστε τις νύχτες,
και να σας τρώει,
πριν σας πάρει ο ύπνος.
.
 
Τι θέλουμε?
Να μας μισήσετε?
Ίσως αυτό θα ήταν πιο πρέπον.
Να μας μισήσετε.
Αλλά δεν μπορείτε να μας μισήσετε.
Δεν χωράει μέσα σας ένα πράγμα τόσο μεγάλο
και τρομερό
όπως το μίσος.
Το πολύ πολύ, να μας αντιπαθείτε.
Στιγμιαία,
πάντα.
.
 
 
Τι θέλουμε όμως?
Να μας ακούσετε?
Όχι, δεν μπορείτε να μας ακούσετε. Ούτε να μας δείτε, άλλωστε.
Χρησιμοποιούμε, ένα ολότελα διαφορετικό λεξιλόγιο
και επιπλέον
είμαστε αόρατοι.
Μπορείτε όμως
να καταγράφετε τις συνομιλίες
και τις κινήσεις μας.
Αλλά να μας ακούσετε… όχι, δεν μπορείτε να μας ακούσετε.
Δεν θέλουμε να μας ακούσετε.
.
 
Να μας φοβάστε?
Να μας φοβάστε.
Ωραία θα ήταν, να μας φοβόσασταν λίγο.
Να μας βλέπετε στους εφιάλτες σας, να σας παραφυλάμε
στις γωνίες των δρόμων, κάτω απ’ τα κρεβάτια σας, πίσω απ’ τις κουρτίνες
στα πιο ασφαλή σας καταφύγια.
Αλλά όχι, δεν μπορείτε να μας φοβάστε.
Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να γίνουμε
τόσο σκληροί
και τρομαχτικοί
όσο εσείς.
.
 
Τι θέλουμε όμως?
Να μας πείσετε?
Όχι, ευχαριστούμε. Εκτιμούμε πραγματικά
τη φιλότιμη προσπάθεια σας, τον χρόνο που δαπανήσατε
δια την συμμόρφωση μας,
για να κατασκευάσετε όλα τα απαραίτητα στοιχεία,
τα επιχειρήματα, τα δεδομένα
και τους πίνακες ταξινόμησης,
αλλά δυστυχώς,
δεν θέλουμε να γίνουμε σαν εσάς.
.
 
Να μας εξαγοράσετε?
Ωραία θα ήταν να μας εξαγοράζατε.
Θέλω πολύ να με εξαγοράσει κάποιος.
Λοιπόν, εγώ συγκεκριμένα θέλω
ένα σπίτι με στριφογυριστή σκάλα στο κέντρο του,
ένα ημίψηλο καπέλο, ένα τυρκουάζ φόρεμα,
ένα γραμμόφωνο, μια κατοικίδια κουκουβάγια
και μια αταξική κοινωνία.
(Τι?
Αφού αυτό θέλω).
Αν δεν μπορείτε να μου το δώσετε,
σημαίνει πως δεν μπορείτε να μας εξαγοράσετε.
Λυπόμαστε πολύ.
.
 
Τι θέλουμε, στην τελική?
Λίγα πράγματα.
Να παραμερίσετε, θέλουμε
να περάσουμε ανάμεσα σας
επιδεικτικά
και να πετάξουμε ένα μισοσβησμένο τσιγάρο
στον κόσμο σας
να πάρει φωτιά
να τελειώνουμε.
.
 
Και μετά να αράξουμε στον λόφο
να κοιτάμε το θέαμα
πίνοντας μοχίτο.
.
tumblr_oaq3pkjkhj1tquokso1_540

τέχνη είναι /

Τέχνη
είναι
 
η μυρωδιά του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού / το χαμόγελο του σύριο πιτσιρικά / βίντεο με ηλίθια γατιά / γιαούρτωμα στους δημάρχους / αναποδογυρισμένα περιπολικά στην εγνατία / η αίσθηση που αφήνει το πουλόβερ σου όταν αγκαλιαζόμαστε / πετυχημένες τρολιές στα κρυμμένα του indymedia / ψυχαναγκαστικές συλλογές άχρηστων αντικειμένων / η φάτσα του αφεντικού σου όταν έρχεται η ώρα να πληρώσει το μηνιάτικο / βεβηλωμένες εκκλησίες / ερωτικές εξομολογήσεις / τηλεοράσεις ξεχασμένες δίπλα σε κάδους απορριμάτων / πανό αλληλεγγύης να σκεπάζει το λευκό πύργο / ο χάρτης που σχηματίζουν οι φλέβες σου / να στέλνεις ακόμη γράμματα / ο κήπος που φροντίζει εδώ και τριάντα χρόνια εκείνη η γιαγιά στη χαλκιδική / το γκλίτερ / να σοκάρουμε καλόγριες / θρυμματισμένες τζαμαρίες / ρουφήγματα στο λαιμό σου / η τσιμισκή να τυλίγεται στις φλόγες / τα καπέλα στα κεφάλια των παπούδων / γκραφίτι στην παραλιακή / ψειριστικές από τα lidl / αμοιβαίοι οργασμοί / συνθήματα σε λευκούς τοίχους / να καθαρίζω το σπίτι πριν επιστρέψεις απ’ τη δουλειά / γράμματα από τη φυλακή / αναβολές στο ξυπνητήρι / φάρσες στους καθηγητές / δώρα σε αγνώστους / το πρωινό πήδημα / τα παγάκια να γυρίζουν από στόμα σε στόμα / ένα σωστά τακτοποιημένο ράφι με μπαχαρικά / ένα πιάνο στο οδόφραγμα / ο ήχος της φωνής σου να μου λέει «σ’αγαπώ» / ξημερώματα στην ταράτσα της κατάληψης / αφηγήσεις που επεξεργάζονται τον θάνατο αυτού του κόσμου / το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας / η γεύση μιας συλλογικά μαγειρεμένης κολοκυθόπιτας / η λέξη «σκρίνιο»
 
κι εμείς
καθόμαστε ακόμη
και γράφουμε ποίηση

tumblr_nfo33d8zgV1tuzuumo1_500

Όσο μας μιλάτε για θεούς, τόσο θα μας πιάνουν τα διαόλια μας – κείμενο αλληλεγγύης στους 5 φοιτητές από Αγία Παρασκευή

 
 
 
Αρκετούς αιώνες πριν, σε μια – όχι και τόσο μακρινή από τη δική μας – εποχή που τα σχολικά βιβλία συνηθίζουν να αποκαλούν μεσαίωνα, ήτανε λέει πολύ της μοδός ένα πράγμα που λεγόταν «Θέλημα Θεού». Τούτη η απλοϊκή, στα δικά μας μάτια, πλην ομως αποτελεσματική ερμηνεία του κόσμου, αποτελούσε μια παγκόσμια σταθερά, που υπερέβαινε τους ανθρώπινους νόμους και που ίσχυε εξίσου για κάθε γωνιά του βασιλείου, για κάθε κοινωνική τάξη, για κάθε μεμονωμένο άτομο, ερμηνεύοντας και δικαιολογώντας ότι κακό κι αν τύχαινε στον δρόμο σου: από τον πονόδοντο ως τις σταυροφορίες κι από την βαριά φορολογία ως τους μαζικούς απαγχονισμούς. Και μπροστά σ’ αυτή τη μεταφυσική, ανυποχώρητη και αδιαπραγμάτευτη δύναμη, οι κοινές ανθρώπινες δυνάμεις δεν μπορούσαν παρά να σκύψουν το κεφάλι και να υποταχτούν.
 
Κατά ένα παράδοξο τρόπο βέβαια, η υποταγή αυτή έβρισκε εφαρμογή στο σύνολο της μοναχά στους ταπεινούς , ενώ για τους ισχυρούς μεταφράζοταν ως μια άνευ όρων εδραίωση της εξουσίας τους, κοσμικής και θρησκευτικής. Οι κάθε λογής παπάδες κι ευγενείς, αυτοκράτορες και βασιλιάδες, επίσκοποι και ιππότες, έπαιρναν τον ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ των ταπεινών και της Θεικής θέλησης – η οποία όλως τυχαίως συνέπιπτε με τα υλικότατα συμφέροντα των πρώτων.
 
«Κάθε άνθρωπος, οφείλει να υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες, γιατί δεν υπάρχουν άλλες εξουσίες παρά από το Θεό· κι αυτές οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν τεθεί από το Θεό. Έτσι λοιπόν, όποιος αντιτάσσεται στις εξουσίες, αντιστέκεται στην τάξη που έβαλε ο Θεός· κι όσοι αντιστέκονται θα είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την τιμωρία τους. (…) Γι’ αυτό να πληρώνετε φόρους, αφού οι άρχοντες που φροντίζουν για την είσπραξη τους είναι οι υπηρέτες του Θεού. Να αποδίδετε σε όλους ότι τους οφείλετε: φόρους και δασμούς, σεβασμό και τιμές.»
Παύλος, Προς Ρωμαίους, Κεφ. 13.
 
Καλά ως εδώ. Γιατί όμως να μας ενδιαφέρει αυτή η σύντομη ιστορική αναδρομή σήμερα, στις αυγές τους εικοστού πρώτου αιώνα, σε ένα καθ’ όλα δυτικό κράτος όπως η ελλάδα, μια εποχή που κυριαρχεί ο ορθολογισμός, η επιστήμη και τα i-phones και που υποτίθεται πως όλες τούτες οι μεταφυσικές αηδίες έχουν εκλείψει?
Σαφώς, η θεϊκή εξουσία έχει χάσει αρκετές από τις μετοχές της στο χρηματιστήριο των συνειδήσεων, αλλά το μοντέλο που ακολούθησε με επιτυχία εδώ και τόσους αιώνες, με κάτι μετατροπές από ‘δω, κάτι διορθώσεις από ‘κει, μπορεί ακόμη να φανεί χρήσιμο και λειτουργικό.
 
Η αρκετά πιο κοντινή σε εμάς «πρώτη φορά αριστερά» περίπτωση, είναι ένα αρκετά καλό παράδειγμα μιας τέτοιας τακτικής. Ο εξαιρετικά γόνιμος συνδιασμός «αντιαμερικάνικης» και «αντιϊμπεριαλιστικής» παράδοσης της αριστεράς, πακετάκι με την πατριωτική, ψεκασμένη παραφροσύνη των ΑΝΕΛ πρωτοσυναντήθηκε δύο χρονάκια πριν στις πλατείες των αγανακτισμένων καίγοντας παρέα σημαίες της ευρωπαικής ένωσης και μουτζώνοντας ομοιώματα της κυρίας Μέρκελ, σε μια προσομοίωση μεταφυσικών τελετουργικών που θα ζήλευε κάθε σύγχρονη θρησκεία. Αποδείχτηκε μια συνάντηση γόνιμη και δημιουργική. Σήμερα, με την άνοδο τους  στην εξουσία, ο εν λόγω συνδιασμός προσφέρει τις βάσεις για την χάραξη μιας πολεμικής στρατηγικής όπου, απ’ τη μια η επίθεση στις ζωές μας συνεχίζει ακάθεκτη, απ’ την άλλη η ίδια η συν-κυβέρνηση «νίπτει τας χείρας της», αφού όλες της οι επιλογές δεν είναι παρά «θέλημα των ευρωπαίων». Με δυο λόγια, εχθρός μεν υπάρχει, αλλά είναι τόσο πανίσχυρος, τόσο βολικά μακρινός, που εμείς δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τον αγγίξουμε, παρά μοναχά να παρακαλέσουμε την εγχώρια κυβέρνηση να μεσολαβήσει και να διαπραγματευτεί μαζί του για το κοινό μας συμφέρον. (το ποιό???)
 
Η παρουσία αυτού του υπερβατικού «άλλου», αυτής της – πάμε πάλι – μεταφυσικής, ανυποχώρητης και αδιαπραγμάτευτης δύναμης που λέγεται ευρώπη (που ανά περίπτωση παίρνει τη μορφή της γερμανίας, των δανειστών, της παγκόσμιας τράπεζας, του ΔΝΤ και λοιπών αόριστων μεταμορφώσεων), λειτούργησε αποτελεσματικά, σε πρώτη φάση, στην περίπτωση του τρίτου μνημονίου, όπου παρακολουθήσαμε με κομμένη την ανάσα «την ελληνική κυβέρνηση να πασχίζει με νύχια και με δόντια να πετύχει την καλύτερη δυνατή διαπραγμάτευση για το συμφέρον του ελληνικού λαού». Προφανώς, το συμπέρασμα που αποκομίσαμε είναι πως τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και τα ντόπια αφεντικά, ουδεμία ευθύνη φέρουν για το τελικό αποτέλεσμα. Άλλωστε, η ίδια η κυβέρνηση κάλεσε τους πάντες να ψηφίσουνε ΟΧΙ στο σχετικό δημοψήφισμα ώστε «να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα» εκτός συνόρων και να «ενισχύσουν την ελληνική αποστολή με ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί», ενώ μόλις δυο εβδομάδες πριν, σε μια κίνηση που από πολλούς ερμηνεύτηκε ως πρώϊμο δείγμα σχιζοφρένειας, είχε το θράσος να καλέσει και στην πανεργατική απεργία…
 
Αντίστοιχα μοτίβα λογικής διακρίνουμε και στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών: η ελληνική κυβέρνηση, με σεβασμό στο αριστερό και ανθρωπιστικό της παρελθόν, έχει κάθε καλή διάθεση να στεγάσει τους μετανάστες, να τους περιθάλψει, να τους νομιμοποιήσει, να γκρεμίσει και κάνα φράχτη του έβρου στην τελική, αλλά είναι πάλι αυτές οι διαολεμένες διακρατικές συμφωνίες με την ευρώπη που εμποδίζουν το όλο σχέδιο να προχωρήσει. Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί θα συνεχίσουν να πνίγονται στο αιγαίο, να πεθαίνουν στα ναρκοπέδια του έβρου, να υφίστανται εκμετάλλευση από τα εκάστοτε ντόπια αφεντικά και πογκρόμ από τους εκάστοτε ντόπιους εθνικόφρονες, με κύριο υπαίτιο ξανά – μα τι σύμπτωση! – την μητέρα ευρώπη.
 
Την Πέμπτη, 12 Νοέμβρη του ’15, οι ελληνικές αρχές εισβάλλουν στα σπίτια πέντε φοιτητών στην Αγία Παρασκευή και τους συλλαμβάνουν με εντολή του Ιταλικού κράτους, το οποίο και έχει εκδώσει εναντίον τους το περιβόητο «ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης». Με μοναδική σαφή κατηγορία την συμμετοχή τους στην διαδήλωση της πρωτομαγιάς στο Μιλάνο, η Ιταλία απαιτεί από την ελληνική δικαιοσύνη να εκδόσει τους πέντε φοιτητές ώστε να δικαστούν εκεί – μια αρκετά ζόρικη διαδικασία, δεδομένου ότι στην γειτονική μας χώρα δεν υπάρχει ανώτατο όριο προφυλάκισης. Αυτό, εν ολίγοις, μεταφράζεται ότι οι πέντε κατηγορούμενοι, μπορεί να περάσουν ως και πέντε χρόνια στις Ιταλικές φυλακές και αφού γίνει η δίκη να αθωωθούν, όπως άλλωστε είναι το πιο πιθανό δεδομένων των ανύπαρκτων στοιχείων με τα οποία κατηγορούνται. Επίσης η έκδοσή τους στην Ιταλία θα σημαίνει την πλήρη απομόνωση από τον συγγενικό, φιλικό και συντροφικό τους κύκλο, την οικονομική τους εξόντωση και την δυσκολία υπεράσπισής τους λόγω διαφορετικής νομοθεσίας και γλώσσας.
 
Το πλαίσιο γύρω από το οποίο κινείται το «ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης», θεωρητικά αφορά μονάχα έσχατες περιπτώσεις όπως διεθνή τρομοκρατία, απάτες σε βάρος του δημοσίου, εγκληματικές οργανώσεις, σωματεμπορία, διακίνηση ναρκωτικών και όπλων, ανθρωποκτονίες και λοιπά τρανταχτά πρωτοσέλιδα – σε καμία περίπτωση δεν έχει καταγραφεί κάπου η χρήση του για μια απλή «συμμετοχή σε διαδήλωση».
 
Βρίσκουμε λοιπόν εξαιρετικά ύποπτη την ξαφνική χρήση του νόμου αυτού σε μια περίοδο παγκόσμιας τρομο-υστερίας με τελικό αποδέκτη ανθρώπους που κινούνται στο ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα και που όπως οι ίδιοι δηλώνουν «συμμετέχουν ενεργά στο φοιτητικό κίνημα, τις συνελεύσεις γειτονιών και τους αγώνες για εργατικές και ταξικές διεκδικήσεις».
 
Βρίσκουμε επίσης εξαιρετικά ενοχλητικό, πλην όμως προβλέψιμο, ότι σε περιπτώσεις όπως τα πολυσυζητημένα σκάνδαλα της SIEMENS οι δικαστικές αρχές ελλάδας και γερμανίας βρήκαν, ως εκ θαύματος, αρκετά παραθυράκια στον εν λόγω νόμο ώστε μερικοί εκ των πιο ονομαστών κατηγορουμένων να γλιτώσουν τόσο την προφυλάκιση, όσο και την τελική κατηγορία.
 
Βρίσκουμε, τελικώς, πως αυτή η παρουσία της ανυποχώρητης, αδιαπραγμάτευτης δύναμης που λέγεται ευρωπαϊκό δίκαιο και που μπροστά του η ελληνική κυβέρνηση και η ελληνική δικαιοσύνη δεν μπορούν παρά να υποχωρήσουν, σαν κάτι να μας θυμίζει.
 
Μας θυμίζει μάλλον πως το ελληνικό κράτος, ενώ εδώ και δεκαετίες έχει επιδοθεί σε ένα όργιο καταστολής, συλλήψεων, διώξεων, λογοκρισίας και παραπληροφόρησης – με ή χωρίς ευρωπαϊκές εντολές ή αριστερή εσάνς, με βασικό του στόχο το ανταγωνιστικό κίνημα και τους κοινωνικούς / ταξικούς αγώνες, φροντίζει για μια ακόμη φορά να αποποιηθεί τις ευθύνες που του αναλογούν, λίγο πριν προσθέσει άλλη μια μαλακία στο ενεργητικό του.
 
Γι’ αυτό, όσο κι αν επιμένουν πως ο εχθρός μας είναι αλλού, εμείς θα συνεχίσουμε να τον βλέπουμε εντός των συνόρων και να αγωνιζόμαστε απέναντι του με όπλα μας την αλληλεγγύη, την συντροφικότητα, την από-τα-κάτω οργάνωση τις κινηματικές μας διαδικασίες και τους αδιαμεσολάβητους αγώνες.
 
Και, στην τελική,
όσο μας μιλάτε για θεούς,
τόσο θα μας πιάνουν τα διαόλια μας.
 
να μην εκδοθούν οι 5 αγωνιζόμενοι φοιτητές από την Αγία Παρασκευή /
παύση κάθε δίωξης /
αλληλεγγύη στους 5 Ιταλούς κατηγορούμενους για την ίδια υπόθεση
 
Υ.Γ. Δεδομένων όλων των παραπάνω, ας μην παραξενευτεί κανείς και καμία αν στις δράσεις αλληλεγγύης στους πέντε φοιτητές που θα ακολουθήσουν τις προσεχείς εβδομάδες, καλέσει και η ίδια η κυβέρνηση. Ας είμαστε απλά έτοιμοι να τους υποδεχτούμε όπως τους αρμόζει.
 
κατάλογος
 

Πόσο μ@λ@κες είστε ρε εθελοντές?

Μια πρόχειρη απάντηση σε αυτή την αηδία που δημοσιεύτηκε σήμερα στην Parallaxi Magazine.

 

Είναι θέμα Κρίσης, είναι θέμα Παιδείας, είναι πρωτίστως θέμα αποκλεισμού και συμμετοχής στον κοινό χώρο, είναι θέμα κουλτούρας από τα κάτω και στάσης ζωής, είναι όλα αυτά μαζί και ακόμα παραπάνω. Είναι και θέμα υποκειμένων. Που μεγαλώνουν σε μια χώρα που διαπαιδαγωγεί τα παιδιά σε ένα απάνθρωπο περιβάλλον, που σπαταλάει το χρόνο και τη ζωή τους σε καταναγκασμούς και πειθαρχήσεις, πάντα με λάθος επιλογές. Πουθενά στον «πολιτισμένο» κόσμο δεν συμβαίνει τη μια μέρα μια εθελοντική ομάδα της πόλης – που κάνει τη βρώμικη δουλειά που θα έπρεπε να κάνει ο δήμος αντί να απολύει τα συνεργεία καθαρισμού του – να γυαλίζει με τα χέρια της τις μαρμάρινες επιφάνειες της νέας Παραλίας που κόστισε μια περιουσία (την ίδια περιουσία που θα μπορούσε να διατεθεί στα εν λόγω συνεργεία καθαρισμού ή σε άλλες πιο επείγουσες ανάγκες) και μετάτρεψε την παραλιακή σε ένα γκρίζο αποστειρωμένο περιβάλλον – και πριν προλάβουν να στεγνώσουν τα καθαριστικά, ω θεοί! ένας ή πολλοί να ξαναγράφουν τον ίδιο τοίχο βρίζοντας τους Los Lampicos που καθάρισαν.


Ο κύριος λόγος που το κάνουν είναι διότι απλούστατα το γκραφίτι είναι – ευτυχώς – ακόμη παράνομο και ως εκ τούτου φέρει ακόμη μια μορφή άρνησης – σε αντίθεση φυσικά με την “Street Art”, τις γκαλερί και τους χορηγούς της, που τόσο λατρεύουν και εκθειάζουν τα σχετικά Free Press. Στο γκραφίτι ισχύει ακόμη η νομοθεσία περί «Πρόκλησης φθοράς σε δημόσια περιουσία», με ποινές που αντιστοιχούν στα κέφια των μπάτσων που θα σε πιάσουν. Φυσικά το χέρι αυτού που βανδαλίζει δημιουργικά το δημόσιο χώρο, είναι ένα χέρι που παλεύει ενστικτωδώς να διαφύγει από ένα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον, ένα σχολείο – εργοστάσιο, μια πολιτεία που δίνει προτεραιότητα στους θυσαυρούς της σε σχέση με τους ίδιους της τους πολίτες.


Ακόμα και έτσι όμως η ίδια η δημιουργός, γιατί περί δημιουργίας πρόκειται, όχι μόνο αφήνει ένα σημάδι της στο αστικό σύμπλεγμα που κατ’ευφημισμόν αποκαλούμε «πόλη», αλλά και απαξιώνει κοροϊδεύοντας τη δουλειά κάποιων βλαμμένων εθελοντών που αγαπούν να ζουν σε ένα περιβάλλον εξευγενισμένο, ανθρώπινο, καθαρό και στείρο: είναι ένας άνθρωπος που κατά βάθος είναι αποφασισμένος εχθρός της πόλης και της προκοπής. Ο τύπος (ή τύπισσα) που πάτησε μέσα στο νερό για να πατήσει αυτό το σιχαμένο μονότονο γκρι-της-ώχρας που έχει κολλήσει στους τοίχους και τους εγκεφάλους μας, αξίζει ένα μικρό εύγε. Γιατί άραγε να μην το εφαρμόσουν και όλοι εκείνοι που περνάνε καθημερινά από τους ίδιους τοίχους, περιστρέφονται γύρω από τα ίδια τοπία, ανταλλάσουν τα ίδια βιαστικά «τι λέει?», προσπερνάνε τους ίδιους αστέγους, σταματάνε τα ίδια φανάρια? Γιατί η αδιαφορία είναι τρόπος ζωής.


Κάθε μέρα site, προφίλ στο fb, δημοσιεύσεις ανθρώπων που προφανώς δεν μπορούν να προσαρμοστούν σ’ αυτή την καθημερινότητα και απαξιώνουν το υπάρχον, επιζητώντας κάτι άλλο. Τολμάνε να απαξιώνουν (τι θράσος) την τοποθέτηση των στίχων ενός επαναστάτη ποιητή (που φυλακίστηκε επί εμφυλίου και γλίτωσε παρά τρίχα το απόσπασμα) στα αστικά του ΟΑΣΘ, ενός «δημόσιου» οργανισμού που μόλις λίγο καιρό πριν φόρτωσε με 22 μήνες φυλάκιση έναν άνεργο που μπήκε χωρίς εισητήριο – μέχρι και μια ακόμη τζούρα εξευγενισμού της πόλης. Άνθρωποι που δημουργούν μικρές καθημερινές αρνήσεις και παράλληλα καλούν σε καταστροφή όσων δημιουργεί το κεφάλαιο και η κανονικότητα. Στο όνομα μιας εξέγερσης που διαδραματίζεται καθημερινά, πολύ μακριά από τα μάτια και τις αντιλήψεις της κάθε Free Press. Πρόκειται για έναν πόλεμο που έχει ξεκινήσει εδώ και αιώνες και λέγεται ταξικός. Όλοι εμείς που αγανακτούμε για τα εγκλήματα της Δύσης στη Συρία και την αντιμεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους ας συμβάλουμε λίγο στην καταστροφή αυτού του γερασμένου κόσμου. Κι ας ξεκινήσουμε απλά: μ’ ένα γκραφίτι, μ’ ένα σύνθημα στον τοίχο, μ΄ένα κείμενο και μια σφαλιάρα στους εθελοντές.

καθαροι τοιχοι

 

Μετράμε, μετράμε, μετράμε

[Κείμενο της συλλογικότητας Ινσανυτέ για την απεργία πείνας του Ν. Ρωμανού]

Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε καιρό τώρα

Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε σπαταλημένα πρωινά σε αποπνικτικά γραφεία
Μετράμε ζόρικα ξυπνήματα και νεκρές διαδρομές
Μετράμε ανεξόφλητα χρέη, μετράμε ξοφλημένους ανθρώπους
Μετράμε αναμονές όλο άγχος και καβάτζες που λιγοστεύουν
Μετράμε ανούσιες νύχτες και χαμένες μέρες

Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε δολοφονημένους μετανάστες, μετράμε βιασμένες μετανάστριες
Μετράμε φράχτες και σύρματα, μετράμε αιχμάλωτα αδέλφια
Μετράμε άνεργες και άστεγους, μετράμε αυτόχειρες και επισφαλείς
Μετράμε ομοφοβικές επιθέσεις, μετράμε ρατσιστικά πογκρόμ
Μετράμε θύματα ενός  – όσο και να μετράμε – ατελείωτου πολέμου.

Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε λευκούς τοίχους, σιωπή και αδράνεια
Μετράμε πολύχρωμες οθόνες, βιτρίνες και υποσχέσεις
Μετράμε δρόμους και στενά, αποστάσεις και προορισμούς
Μετράμε φόβους, μετράμε ανασφάλειες
Μετράμε τα σκυλιά να ζυγώνουν

Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε φίλους και συντρόφισσες
Μετράμε πρόσωπα νέα και πρόσωπα παλιά
Μετράμε χαμόγελα και εμπιστοσύνες, μετράμε πέτρες και χέρια που σφίγγονται
Μετράμε ανάσες, μετράμε βήματα
Μετράμε τα λόγια μας,
– όχι επειδή μας τελείωσαν, μα γιατί οι καιροί επιβάλλουν πράξεις

Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε χτύπους καρδιάς ανά λεπτό
Μετράμε μέρες
– ευθέως και αντιστρόφως

Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε καιρό τώρα
Και σαν σταματήσουμε, θα καθήσουμε να κάνουμε μια σούμα,
Να βγάλουμε τον λογαριασμό.

Και κάποιοι, θα πρέπει να τον πληρώσετε…

Αλληλεγγύη στον Νίκο Ρωμανό

 

cebd-cf81

Εμένα η πατρίδα μου δεν χωράει πατριώτες

 
.
Εμένα η πατρίδα μου
έχει χίλια και ένα
διαφορετικά ονόματα
αλλάζουν κάθε λεπτό που περνάει
ο καθένας την καλεί
σαν τον αγαπημένο του
σαν την αγαπημένη του
σαν το δίστιχο που διάβασε χθες
και σιγομουρμουρίζει πριν κοιμηθεί
σαν την πρώτη λέξη που έμαθε ποτέ
και σαν αυτή που θα βγει από μέσα του
μαζί με την τελευταία του πνοή.
 
Εμένα η πατρίδα μου
έχει χίλιες και μια
διαφορετικές σημαίες να υψώνει
πότε μαύρες,
σαν τη νύχτα που μας κρατάει συντροφιά
πότε πειρατικές
πότε φτιαγμένες από κουρέλια
και απλωμένα τραπεζομάντιλα
κάποιες φορές κόκκινες σαν το αίμα
και κάποιες άλλες πολύχρωμες
μ' όλα τα χρώματα
του ουράνιου τόξου.
 
Εμένα η πατρίδα μου
μιλάει σε χίλιες και μια
διαφορετικές γλώσσες
άλλες γνωστές κι άλλες άγνωστες
που τις σκαρφίζεσαι τη στιγμή εκείνη
μα ο καθένας ξέρει να αναγνωρίζει
και να συλλαβίζει
κάποιες βασικές λέξεις
όπως “ελευθερία” και “τρυφερότητα”
αλληλεγγύη” και “αξιοπρέπεια”
συγνώμη”
και “σ'αγαπώ”.
 
Εμένα η πατρίδα μου
αντηχεί
με χιλιάδες μουσικές και χιλιάδες φωνές
σαν χάλκινα απ' τις κοιλάδες των βαλκανίων
σαν τσιγγάνικα βιολιά
και σαν πλανόδιες λατέρνες
σαν ανατολίτικο ούτι
σαν ηλεκτρικές κιθάρες
και σαν συνθεσάιζερ σε κακοφωτισμένο υπόγειο
σαν παιδικά γέλια
σαν σιωπηλή προσευχή
και σαν τα βογγητά μιας ερωτικής πράξης.
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν χωράει σε κανέναν χάρτη
απλώνεται ως τα πέρατα της γης
δεν χαράσσει σύνορα
δεν υψώνει τείχη, δεν χτίζει ναούς
μήτε μαρμάρινα κοιμητήρια
μοναχά μονοπάτια για να βαδίζεις
πλακόστρωτα για να ξαποστάσεις
σταυροδρόμια για να χάνεσαι
και λιμάνια με χαρωπούς ναύτες
μυρωδιά μπαχαρικών
και αλμύρας.
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν επιδίωξε ποτέ της
την υπακοή ή τον θάνατο
δεν συντρόφευσε ποτέ της
την θρησκεία
και την οικογένεια
και δεν αναφέρθηκε ποτέ της
σε λογύδρια δημαγωγών
πολεμικά ανακοινωθέντα
καλέσματα μίσους
προεκλογικές ομιλίες
και επικλήσεις εθνικής ενότητας.
 
Εμένα η πατρίδα μου
έχει σβήσει απ' τα βιβλία ιστορίας της
τους πρωθυπουργούς και τους ήρωες
τους βασιλιάδες και τους αρχιεπισκόπους
τους στρατηγούς και τους κατακτητές
τους σοβαρούς και τους διάσημους
μοναχά δοξάζει
τους ποιητές και τις εργάτριες
τους ζητιάνους και τις μητέρες
τους γητευτές και τα αδέσποτα γατιά
τους ερωτευμένους
και τους ανώνυμους νεκρούς της.
 
Εμένα η πατρίδα μου
είναι οι ζωές που ζήσαμε
και οι άνθρωποι που αγαπήσαμε
είναι οι λόφοι που ξαπλώσαμε
κάποια ανοιξιάτικα απογεύματα
και τα μέρη που ταξιδέψαμε
είναι τα ξημερώματα και τα δειλινά
και η γωνία που σε γνώρισα
είναι τα φαγητά που θυμίζουν τη μητέρα μου
και τα σοκάκια που παίζαμε παιδιά
είναι οι αγώνες που δώσαμε
και όσοι βρεθήκαμε δίπλα δίπλα στους δρόμους.
 
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν χωράει πατριώτες.
.
 
Aernout Overbeeke 1 (ed)
 

Mισό λεπτό, κάτι γράφω.

~

Άρχισα να συλλέγω λεπτά

από μικρό παιδί. Γιατί όχι άλλωστε? Άλλοι συλλέγουν πεταλούδες, κοχύλια, έργα τέχνης

παλιά κόμιξ

εγώ συλλέγω λεπτά.

Θλιμμένα, ψυχοφθόρα, μίζερα, νεκρά λεπτά.

~

Το πάθος μου γεννήθηκε στο σχολείο.

Τα πρώτα κομμάτια της συλλογής μου, εκεί τα απέκτησα.

Εκείνα τα ατελείωτα λεπτά, λίγο πριν το κουδούνι σημάνει για διάλειμμα.

Ένα ένα. Προσεκτικά.

~

Καμιά φορά, που ο διπλανός μου αφοσιώνοταν στο μάθημα

μέχρι το τελευταίο λεπτό

έκλεβα και τα δικά του.

~

Στην αρχή, τα κρατούσα στις τσέπες της φόρμας μου,

μα χανόντουσαν καθώς παίζαμε μπάλα στην αυλή.

Ούτε που καταλαβαίνεις πως χάνεται ο χρόνος όταν παίζεις.

Και που να τρέχεις να τα μαζεύεις…

(ειδικά αν είσαι τερματοφύλακας)

~

Αργότερα, ξεκίνησα να τα φυλάω σε μια παλιά μου κασετίνα

που είχε απ' έξω μια ζωγραφιά με τους πάουερ ρέιτζερς να πολεμάνε έναν κακό.

~

Όσο μεγάλωνα, η συλλογή μου πλούτιζε.

Ανακάλυψα κάποιες βασικές αρχές ενός συλλέκτη.

Παραδείγματος χάριν: να αποζητάς την ποιότητα, όχι την ποσότητα.

~

Το πάθος μου, έμεινε για πάντοτε κρυφό απ' όλους. Ήμουν, άλλωστε, πολύ προσεκτικός.

~

Το να είσαι μεγάλος, ανοίγει συναρπαστικούς νέους ορίζοντες

για να ικανοποιήσει κανείς την εν λόγω δραστηριότητα.

Άρχισα να μαζεύω τα γκρίζα λεπτά που κυλούσαν στα κόκκινα φανάρια, τις ουρές, τη σκοπιά, τις αίθουσες αναμονής, τις αϋπνίες, τους αυτόματους τηλεφωνητές.

Τα λεπτά που αργούσα στη δουλειά, και τα ατελείωτα μέχρι να σχολάσω.

Κάθε ανούσιο λεπτό μπροστά στον καθρέφτη

έως ότου γίνω ευπρεπής, και ευπαρουσίαστος.

Κάθε αναμονή

κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι

και κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι του γείτονα.

~

Όλα τα “περιμένετε ένα λεπτό, σας παρακαλώ”

που εκφέρονται από ένα ανέκφραστο πρόσωπο.

“Το αφεντικό θα σας δει σε ένα λεπτό”.

“Ο γιατρός θα σας δει σε ένα λεπτό”.

“Μισό λεπτό, και θα σας εξυπηρετήσουμε”.

“Επιστρέφω σε ένα λεπτό”.

~

Τα φυλούσα πλέον σε βαζάκια, με μια ετικέτα έξω απ' το καθένα

διαφορετικό

ανά χρονολογία, ανά τύπο, ανά μέγεθος, ανά σημαντικότητα.

Σημείωνα στις ετικέτες λέξεις φαινομενικά παράλογες

όπως: “Ρομπέν των δασών”. ή, “Η αιωνιότητα”. ή, σε ένα μικροσκοπικό, “Φρύνοι”.

Μοναχά εγώ ήξερα τι σημαίνει το καθένα.

~

Μαζί σου, η συλλογή μου εμπλουτίστηκε με ένα νέο βαζάκι.

Εκείνο με το πράσινο καπάκι. Που σε παρακάλεσα να μην ανοίξεις ποτέ.

Δεν ξέρεις τι θα ξεπηδήσει από μέσα. Με τέτοια πράγματα, καλό είναι να φυλάγεσαι άλλωστε…

~

Εκεί, τοποθέτησα όλα τα δικά σου λεπτά.

Εκείνα τα βιαστικά, που ήθελα να ξαπλώσω δίπλα σου, λίγο ακόμη

μα έπρεπε να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για τη δουλειά.

Τα ατελείωτα λεπτά που περίμενα να μου απαντήσεις σε κάποιο μήνυμα

και

τα λεπτά που τελείωναν στην κάρτα, και δεν μπορούσα να σου μιλήσω άλλο.

(δεν είχα και φράγκα να βάλω άλλη).

Και

τα δέκα λεπτά που σε περίμενα

στο πρώτο μας ραντεβού.

Το καλύτερο κομμάτι της συλλογής.

~

Τα τελευταία χρόνια, την διεύρυνα ακόμη περισσότερο.

Τεχνολογία, σου λέει.

Μαζεύω με αφοσίωση λεπτά από την τηλεόραση

και το διαδίκτυο.

Κάθε φορά που παρακολουθώ στις ειδήσεις

“τις συναρπαστικές εξελίξεις

λεπτό προς λεπτό”

θάνατοι, καταστροφές, αστυνομικές επιχειρήσεις,

συλλήψεις, αυτοκτονίες,

γέννησε η Μενεγάκη.

Χαμός.

Μπήκε γκολ στο τελευταίο λεπτό.

Κι εκεί που περιμένω να τελειώσει η γαμοδιαφήμιση τους στο youtube

“Μη χάνεις λεπτό”. “Βλέπεις διαφορά, απ' το πρώτο κιόλας λεπτό”

“Απέκτησε λεπτή σιλουέτα στο λεπτό”.

(και γαμώ τα λογοπαίγνια).

~

Μαζεύονται, που λες, αυτά τα λεπτά.

Αργά, αλλά με αγάπη

και αφοσίωση.

Και κάποια στιγμή, τα λεπτά αυτά

θα γίνουν ώρα.

~

Θα είναι η ώρα

που θα τους πάρει ο διάολος.

 

529888_3227579762463_1358268552_n

 

Ζήτω το παγκόσμιο φρικαριάτο /

/

/           /

//

κανείς, αργότερα, δεν κατάφερε να εντοπίσει την αρχική πηγή /

γιατί τούτη τη φορά, δεν είχε χρειαστεί / καμία επαναστατική πρωτοπορία / κανένα κάλεσμα /

ούτε υπογραφές, διαθεσιμότητες, οργάνωση, αφίσες, δρομολόγιο, πρόγραμμα /

καμία διαδικτυακή πρόσκληση, να πατήσεις “θα πάω” ελαφρά τη καρδία και να σου το θυμίσει το μηχάνημα δέκα λεπτά πριν, ότι να, κοίτα, αυτό που είπες πως θα πας, συντελείται τώρα δα, και εσύ λείπεις, και που χρόνος να μαζέψεις τα τσιγάρα και τα κλειδιά, να κάνεις ένα μπάνιο στα γρήγορα, να φορέσεις τα μαύρα, να αποφύγεις τον διαχειριστή, να κατέβεις τα σκαλιά τρέχοντας /

/                                     /

λένε πως διαδόθηκε με τον άνεμο /

με το άγγιγμα /

σαν φήμη /

σαν ψίθυροι /

σαν υπονοούμενα /

πως ήταν κρυμμένο μήνυμα ανάμεσα σε διαφημιστικά σποτ και σελίδες βιβλίων /

πως κάποιοι, σε κάποιο σκιερό υπόγειο, το σχεδίαζαν για χρόνια /

ή πως το οραματίστηκε ένα ζευγάρι μόλις το προηγούμενο βράδυ, καθώς έκαναν έρωτα /

ή πως βγήκε αυθόρμητα, όπως όλα τα μεγάλα όμορφα πράγματα /

/ /

όπως και να' χει, έγινε /

να, κοίτα /

έπαψαν πια να κρύβονται /

πλημμύρισαν τους δρόμους, κραυγές και σώματα /

φωνές ντροπαλές, βραχνές, μουσικές, ακατάπαυστες, βαθιές /

σαν πλήθος ήταν /

ή μάλλον, σαν πληθωρική στρατιά, με την διάταξη τους επιμελώς ατημέλητη, λες κι ένας συλλογικός νους να τους τοποθέτησε φαινομενικά τυχαία, ώστε να σχηματίζουν ένα σχέδιο, μια αισθητική τελειότητα, ένα μαθηματικό παράδοξο, ένας εδώ, δυο παραδίπλα, τρεις σ' αυτή την πλευρά, άλλοι τρεις παραπέρα, θα στέκεστε κάπως έτσι, θα φορέσετε το εμπριμέ φουλάρι σας, κυρία μου μη σηκώνετε τόσο το χέρι σας, χαμογελάτε, συνεχίστε, σας παρακαλώ μη σπρώχνεστε, έρχονται κι άλλοι, υπάρχει τόσο μίσος ακόμη, και τόσα γέλια, ο δρόμος αυτός φαίνεται μας χωράει όλους, χωράει μια εξέγερση /

/                                  //

ήταν όλοι τους εκεί /

/

οι ερωτευμένοι, οι μεθυσμένοι, οι ξένοι, οι πληγωμένοι, οι μόνοι, οι απεγνωσμένοι, οι ανικανοποίητοι, οι διχασμένοι, οι παράξενοι, οι απογοητευμένοι, οι φοβισμένοι, οι απλησίαστοι /

//

ήταν όλοι όσοι προσπάθησαν, τουλάχιστον μια φορά, να αυτοκτονήσουν, μα δίστασαν λίγο πριν το τέλος γιατί δεν ήξεραν τι να γράψουν στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα / τι να πρωτοπεί κανείς / αντάλλασσαν όμως τις εμπειρίες τους πάνω στην πρακτική, κατά βάθος είναι και ζήτημα καλαισθησίας, η τελευταία πινελιά ενός καλλιτέχνη, ποιός άραγε ανάμεσα μας μπορεί να κρίνει αν η εκπυρσοκρότηση ενός πιστολιού είναι γοητευτικότερη ή δημιουργικότερη από μια σιωπηλή λεπίδα, από ένα μπουκαλάκι υπνωτικά, από μια βουτιά στο κενό /

/

ήταν όλες αυτές οι παράξενες φιγούρες, κάπως σκυφτές και φοβισμένες, που τους πετυχαίνεις συνήθως σε γυράδικα και πιτσαρίες τις νύχτες να αναζητούν λίγη συντροφιά / να αναζητούν ο ένας τον άλλο / τη δική τους μυστική πιάτσα / να ανταλλάσουν ανακουφιστικές κοινοτυπίες / να κάθονται, κάθε βράδυ, οι ίδιοι κάπως λευκοί άνθρωποι, στις ίδιες λευκές καρέκλες, κάτω από το ίδιο λευκό φως / μπροστά μια βιτρίνα με πίτσες, δυο ευρώ το κομμάτι / και να παρακολουθούν με μια υποψία ζήλιας τους πελάτες να μπαινοβγαίνουν στη σειρά / άρτος και θεάματα /

/                                            /

ήταν όλοι οι ψυχαναγκαστικοί, που τοποθετούν πάντοτε τα φλιτζάνια κατά σειρά ύψους, τις παντόφλες στην ίδια γωνία του σπιτιού, το κόκκινο πουλόβερ μαζί με τη μαύρη βερμούδα, τους συγγραφείς κατά επώνυμο / όλα βγάζουν νόημα τελικά / ας μη ξεχνάμε κι αυτούς που θα διαβάσουν τούτο το κείμενο, κι έπειτα θα σταθούν να μετρήσουν τις κατηγορίες να κοιτάξουν αν βγαίνει ζυγός αριθμός, αν είναι ας πούμε όλα τακτοποιημένα, υπολογισμένα / κατά βάθος νομίζω θα ήθελαν να είναι αράχνες, η ζωή τους να περιστρέφεται γύρω από την απόλυτη συμμετρία ενός καλοφτιαγμένου ιστού /

/

ήταν κι αυτοί που επέλεξαν να χάσουν τον εαυτό τους πάνω σε μια μπάρα / στον πάτο ενός ποτηριού / μέσα σε μια συνεχόμενη νύχτα / ένας εξέχων λογοτεχνικός τρόπος να χάσεις τον εαυτό σου, όπως διατείνονται οι ίδιοι / μα είναι διπλά τραγικοί / ένα γιατί χάθηκαν, το προφανές, ας μην επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα / και δυο γιατί / ας σημειωθεί / η αυτοκαταστροφή τους πάσχει από ολοκληρωτική έλλειψη πρωτοτυπίας / τόσο μπανάλ, χρυσό μου / τόσο προφανές / ένα πρόχειρο κολάζ όλων των στίχων που βρίσκει κανείς σε ποιητικές συλλογές / απ' τους ρομαντικούς ως τους μπήτνικ / ανεκπλήρωτοι έρωτες και μπλαμπλαμπλα / εφηβικά ινδάλματα, ροκ σταρς να αργοπεθαίνουν πίσω απ' τη σκηνή, ευκολοχώνευτη τραγικότητα / ο μπάρμαν ξέρει, κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά, γεμίζει ξανά το ποτήρι / απαιτείται μια ιδιοφυία για να γεννήσει έναν πραγματικά ξεχωριστό τρόπο αυτοκαταστροφής /

/  /

ήταν αυτοί που, καθώς περπατάνε στο δρόμο, μονολογούν / ή μιλάνε σε κάποιον φανταστικό φίλο, κάποιον παλιό συγγενή, κάποιον αόρατο συνομιλητή, κάποιον νεκρό αγαπημένο / τραγουδάνε τσιγγάνικα τραγούδια / απαγγέλλουν ποίηση / σιγοσφυρίζουν σκοπούς από διαφημίσεις του ραδιοφώνου / ή ρίχνουν κατάρες στους περαστικούς / ίσως και να πιάνουν αυτές οι κατάρες, ποιος ξέρει, ίσως γι’ αυτό οι άνθρωποι να σκοντάφτουν στο πλακόστρωτο / είναι να μη σου τύχει /

/                                                                                           /

ήταν και όλες αυτές οι γιαγιάδες που αρνήθηκαν τον θάνατο / αρνήθηκαν τη μοναξιά / αρνήθηκαν τα πλήθη / αρνήθηκαν και το γηροκομείο, που τόσο απλόχερα τους προσέφερε σαν εναλλακτική ο καλός εγγονός, θα είσαι καλύτερα εκεί, με ανθρώπους της ηλικίας σου, κάποιος να σε προσέχει, αν πάθεις τίποτα, κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει / ζουν ακόμη σε εκείνη τη μονοκατοικία στο τέλος του δρόμου, παρέα με μια στρατιά από γάτες / η γιαγιά δεν έχει όνομα για τις γάτες, οι γάτες έχουν όνομα για τη γιαγιά μα δεν της το λένε ποτέ, την φωνάζουν απλά η καλή κυρία, με τον δικό τους γατίσιο τρόπο, και όλοι είναι κατά γενική ομολογία ευτυχισμένοι, όσο υπάρχει γάλα /

/

ήταν όλοι τους εκεί /

/                      /   /

οι μελαγχολικοί, οι τρομαγμένοι, οι παράλογοι, οι υποχόνδριοι, οι εθισμένοι, οι θλιμμένοι, οι δυσλεξικοί, οι σιωπηλοί, οι περίεργοι, οι παθιασμένοι, οι ατελείς, οι κομπλεξικοί /

/                                                                                      /

ήταν κι όσοι και όσες δεν ένιωσαν ποτέ άνετα με το σώμα τους / γιατί το σώμα τους επέλεξε αυτοβούλως να μη νιώσει ποτέ άνετα με τα πρότυπα ομορφιάς / οι γιατροί, λέει, έβαλαν τα δυνατά τους / νυστέρια, δίαιτες, χαπάκια, κρέμες, βοτάνια / κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό / η κατάσταση σας είναι ανίατη / φοβάμαι πως θα παραμείνετε χοντρούλα, μπάζο, σκιάχτρο, σπυριάρης, φρικιό / είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ανθρώπινη εφευρετικότητα όταν καλείται να δημιουργήσει λέξεις που πληγώνουν / τη μέρα τούτη όμως αυτές οι λέξεις απαγορεύονταν / ήταν απλά όλες και όλοι τους όμορφοι /

//

ήταν και κάτι τύποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο να γράφουν / και γράφουν / και γράφουν / σιωπηλά και ασταμάτητα / γράφουν για τα αγόρια που κατέβηκαν από τα άστρα / για έρωτες που ποτέ δεν έζησαν / για το θεό, το νόημα της ζωής, τις ψυχές, τα σύννεφα / για το θάνατο και την αρρώστια και την αποτυχία του να είσαι άνθρωπος / για τον ιδρώτα, το αίμα, τη σκόνη, τα δάκρυα / γράφουν / δίχως σκοπό / γεμίζουν σελίδες επί σελίδων / και δεν τα έχουν δείξει ποτέ σε κανέναν / ίσως να μην έχουν σε ποιόν να τα δείξουν / ίσως να μην υπάρχει κανένας να τα δείξουν / η μητέρα τους, στο δίπλα δωμάτιο, βήχει πάλι, έχει τις δικές της σκοτούρες / οι συνάδελφοι το πρωί στη δουλειά, τους κοιτάνε λίγο περίεργα / δεν θα τα δείξουν ποτέ σε κανέναν / κανείς δεν θα καταλάβει / μόνο τα αγόρια που κατέβηκαν απ' τα άστρα, λέει, τους καταλαβαίνουν /

/

ήταν αυτοί που δεν έχουν προσαρμοστεί ακόμα στο πρωινό ξύπνημα / που ονειρεύονται τη μέρα που κανείς δεν θα τους διακόψει το όνειρο / τη μέρα που τα ξυπνητήρια θα απαγορευτούν / τη μέρα που η εργασία θα απαγορευτεί / τη μέρα που οι Δευτέρες θα απαγορευτούν / ήρθαν κάπως αργοπορημένοι αυτοί, μα πρόφτασαν πάνω στο καλό, δεν έχασαν το καλύτερο δηλαδή, άλλωστε όπως λέει και η λαϊκή σοφία, όποιος βιάζεται σκοντάφτει /

/                          /

ήταν όσοι κάνουν αυτές τις παράξενες συλλογές / αφιερώνουν μια ζωή σ' αυτό, και πάλι ίσως δεν αρκεί μια ολάκερη ζωή / είναι ατελείωτα / πορσελάνινες κούκλες, γραμματόσημα, παλιά παιχνίδια, σπιρτόκουτα / γεμίζει το σπίτι, δεν αρκεί ένα ολάκερο σπίτι / γεμίζει το μυαλό με πορσελάνινες κούκλες, αρχίζουν φαντάζουν ζωντανές, αλλάζουν θέση τα βράδια, ψιθυρίζουν στα αυτιά τους όταν κοιμούνται, ζητάνε κι άλλο χώρο, κι άλλο χρόνο, δεν αρκεί / έχουν μονάχα ένα σπίτι να δώσουν, μια ζωή, ένα μυαλό / που χρόνος για άλλα πράγματα / κατέβηκαν στο δρόμο σήμερα με τύψεις, ακούνε τις κούκλες τους να τους καλούν, να παραπονιούνται, τις εγκατέλειψαν, ποιός ξέρει τι μπορεί να συμβεί όσο λείπουν / κάποιοι έφεραν την διαλεχτή τους μαζί τους / την κρατούσαν σφιχτά στην τσέπη, σαν φυλαχτό /

/

ήταν κι όλοι αυτοί που, μια ζωή, βάδιζαν δίπλα στον αγαπημένο τους, την αγαπημένη τους, και δεν τολμούσαν να του κρατάνε το χέρι, της / αγοράκι με αγοράκι, κοριτσάκι με κοριτσάκι, όλοι οι πιθανοί συνδιασμοί θα μπορούσαν να υπάρξουν ως εφικτοί / έρως κρυμμένος / φόβος / μα τι θα πει ο κόσμος / τώρα ήταν εδώ, δεν κρατούσαν απλά τα χέρια, πηδιόντουσαν στη μέση του πλήθους, μια γυμνή και υγρή χορογραφία / ξημέρωσε επιτέλους η μέρα όπου αναγκάστηκαν να κρυφτούν αυτοί οι “άλλοι” / να κρυφοκοιτάζουν από τα παράθυρα του σαλονιού, πίσω απ' τις δαντελωτές κουρτίνες / με μια σταγόνα θυμού, και δυο τζούρες ζήλιας / δε με νοιάζει τι κάνετε στο κρεβάτι σας κύριε μου, εγώ στο δρόμο πηδιέμαι / τέλος /

/                               //

ήταν όλοι τους εκεί /

/

πέντε μέτρα μπροστά, ίσως λιγότερο, ίσως περισσότερο / προπορεύονταν εκείνοι οι δυο /

ξερακιανός ο ένας, στα δεξιά, με ένα αμάνικο γκρι πουλοβεράκι που του έπλεξε κάποτε η γιαγιά του /

με υποψία φαλάκρας /

και υποψία χαμόγελου /

κοντούλα θα την έλεγες την άλλη, στα αριστερά, φορούσε ένα λίγο παράξενο καπέλο με ένα μπουκέτο λουλούδια καρφιτσωμένο πάνω του /

και κούτσαινε λιγάκι /

κρατούσαν ένα τεράστιο πανό /

που έγραφε, με γράμματα όμορφα, ακριβή, καθαρά /

Υγιείς και κανονικοί /

στου πηγαδιού τον πάτο /

ζήτω το παγκόσμιο /

φρικαριάτο /

έτσι ακριβώς, ακόμα και τις καθέτους είχε στο τέλος κάθε σειράς /

//

και πέντε μέτρα πίσω, ίσως λιγότερο ίσως περισσότερο / προχωρούσε ένας γέρος /

φορούσε όλα αυτά που φοράνε συνήθως οι γέροι, και βάδιζε σαν ένας τέτοιος /

τίποτα το παράξενο ως εδώ λοιπόν /

και μουρμούριζε μοναχός του /

/             /

εγώ, έλεγε, γεννήθηκα στην σπιναλόγκα /

και τούτη εδώ, έκανε, δείχνοντας το πλήθος /

θα είναι η εκδίκηση μου /

 

549344_10151462652160370_543395369_23789996_1513284673_n