Tag Archives: εξέγερση
τίποτα λιγότερο
Θα έρθει κάποτε η στιγμή
να διεκδικήσουμε
όλο το χρόνο του κόσμου
για να τον σπαταλήσουμε ευγενικά
κάνοντας όλα εκείνα τα μικρά τίποτα
που τόσο μας λείπουν.
τέχνη είναι /
Όσο μας μιλάτε για θεούς, τόσο θα μας πιάνουν τα διαόλια μας – κείμενο αλληλεγγύης στους 5 φοιτητές από Αγία Παρασκευή
Πόσο μ@λ@κες είστε ρε εθελοντές?
Μια πρόχειρη απάντηση σε αυτή την αηδία που δημοσιεύτηκε σήμερα στην Parallaxi Magazine.
Είναι θέμα Κρίσης, είναι θέμα Παιδείας, είναι πρωτίστως θέμα αποκλεισμού και συμμετοχής στον κοινό χώρο, είναι θέμα κουλτούρας από τα κάτω και στάσης ζωής, είναι όλα αυτά μαζί και ακόμα παραπάνω. Είναι και θέμα υποκειμένων. Που μεγαλώνουν σε μια χώρα που διαπαιδαγωγεί τα παιδιά σε ένα απάνθρωπο περιβάλλον, που σπαταλάει το χρόνο και τη ζωή τους σε καταναγκασμούς και πειθαρχήσεις, πάντα με λάθος επιλογές. Πουθενά στον «πολιτισμένο» κόσμο δεν συμβαίνει τη μια μέρα μια εθελοντική ομάδα της πόλης – που κάνει τη βρώμικη δουλειά που θα έπρεπε να κάνει ο δήμος αντί να απολύει τα συνεργεία καθαρισμού του – να γυαλίζει με τα χέρια της τις μαρμάρινες επιφάνειες της νέας Παραλίας που κόστισε μια περιουσία (την ίδια περιουσία που θα μπορούσε να διατεθεί στα εν λόγω συνεργεία καθαρισμού ή σε άλλες πιο επείγουσες ανάγκες) και μετάτρεψε την παραλιακή σε ένα γκρίζο αποστειρωμένο περιβάλλον – και πριν προλάβουν να στεγνώσουν τα καθαριστικά, ω θεοί! ένας ή πολλοί να ξαναγράφουν τον ίδιο τοίχο βρίζοντας τους Los Lampicos που καθάρισαν.
Ο κύριος λόγος που το κάνουν είναι διότι απλούστατα το γκραφίτι είναι – ευτυχώς – ακόμη παράνομο και ως εκ τούτου φέρει ακόμη μια μορφή άρνησης – σε αντίθεση φυσικά με την “Street Art”, τις γκαλερί και τους χορηγούς της, που τόσο λατρεύουν και εκθειάζουν τα σχετικά Free Press. Στο γκραφίτι ισχύει ακόμη η νομοθεσία περί «Πρόκλησης φθοράς σε δημόσια περιουσία», με ποινές που αντιστοιχούν στα κέφια των μπάτσων που θα σε πιάσουν. Φυσικά το χέρι αυτού που βανδαλίζει δημιουργικά το δημόσιο χώρο, είναι ένα χέρι που παλεύει ενστικτωδώς να διαφύγει από ένα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον, ένα σχολείο – εργοστάσιο, μια πολιτεία που δίνει προτεραιότητα στους θυσαυρούς της σε σχέση με τους ίδιους της τους πολίτες.
Ακόμα και έτσι όμως η ίδια η δημιουργός, γιατί περί δημιουργίας πρόκειται, όχι μόνο αφήνει ένα σημάδι της στο αστικό σύμπλεγμα που κατ’ευφημισμόν αποκαλούμε «πόλη», αλλά και απαξιώνει κοροϊδεύοντας τη δουλειά κάποιων βλαμμένων εθελοντών που αγαπούν να ζουν σε ένα περιβάλλον εξευγενισμένο, ανθρώπινο, καθαρό και στείρο: είναι ένας άνθρωπος που κατά βάθος είναι αποφασισμένος εχθρός της πόλης και της προκοπής. Ο τύπος (ή τύπισσα) που πάτησε μέσα στο νερό για να πατήσει αυτό το σιχαμένο μονότονο γκρι-της-ώχρας που έχει κολλήσει στους τοίχους και τους εγκεφάλους μας, αξίζει ένα μικρό εύγε. Γιατί άραγε να μην το εφαρμόσουν και όλοι εκείνοι που περνάνε καθημερινά από τους ίδιους τοίχους, περιστρέφονται γύρω από τα ίδια τοπία, ανταλλάσουν τα ίδια βιαστικά «τι λέει?», προσπερνάνε τους ίδιους αστέγους, σταματάνε τα ίδια φανάρια? Γιατί η αδιαφορία είναι τρόπος ζωής.
Κάθε μέρα site, προφίλ στο fb, δημοσιεύσεις ανθρώπων που προφανώς δεν μπορούν να προσαρμοστούν σ’ αυτή την καθημερινότητα και απαξιώνουν το υπάρχον, επιζητώντας κάτι άλλο. Τολμάνε να απαξιώνουν (τι θράσος) την τοποθέτηση των στίχων ενός επαναστάτη ποιητή (που φυλακίστηκε επί εμφυλίου και γλίτωσε παρά τρίχα το απόσπασμα) στα αστικά του ΟΑΣΘ, ενός «δημόσιου» οργανισμού που μόλις λίγο καιρό πριν φόρτωσε με 22 μήνες φυλάκιση έναν άνεργο που μπήκε χωρίς εισητήριο – μέχρι και μια ακόμη τζούρα εξευγενισμού της πόλης. Άνθρωποι που δημουργούν μικρές καθημερινές αρνήσεις και παράλληλα καλούν σε καταστροφή όσων δημιουργεί το κεφάλαιο και η κανονικότητα. Στο όνομα μιας εξέγερσης που διαδραματίζεται καθημερινά, πολύ μακριά από τα μάτια και τις αντιλήψεις της κάθε Free Press. Πρόκειται για έναν πόλεμο που έχει ξεκινήσει εδώ και αιώνες και λέγεται ταξικός. Όλοι εμείς που αγανακτούμε για τα εγκλήματα της Δύσης στη Συρία και την αντιμεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους ας συμβάλουμε λίγο στην καταστροφή αυτού του γερασμένου κόσμου. Κι ας ξεκινήσουμε απλά: μ’ ένα γκραφίτι, μ’ ένα σύνθημα στον τοίχο, μ΄ένα κείμενο και μια σφαλιάρα στους εθελοντές.
Μετράμε, μετράμε, μετράμε
[Κείμενο της συλλογικότητας Ινσανυτέ για την απεργία πείνας του Ν. Ρωμανού]
Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε καιρό τώρα
Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε σπαταλημένα πρωινά σε αποπνικτικά γραφεία
Μετράμε ζόρικα ξυπνήματα και νεκρές διαδρομές
Μετράμε ανεξόφλητα χρέη, μετράμε ξοφλημένους ανθρώπους
Μετράμε αναμονές όλο άγχος και καβάτζες που λιγοστεύουν
Μετράμε ανούσιες νύχτες και χαμένες μέρες
Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε δολοφονημένους μετανάστες, μετράμε βιασμένες μετανάστριες
Μετράμε φράχτες και σύρματα, μετράμε αιχμάλωτα αδέλφια
Μετράμε άνεργες και άστεγους, μετράμε αυτόχειρες και επισφαλείς
Μετράμε ομοφοβικές επιθέσεις, μετράμε ρατσιστικά πογκρόμ
Μετράμε θύματα ενός – όσο και να μετράμε – ατελείωτου πολέμου.
Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε λευκούς τοίχους, σιωπή και αδράνεια
Μετράμε πολύχρωμες οθόνες, βιτρίνες και υποσχέσεις
Μετράμε δρόμους και στενά, αποστάσεις και προορισμούς
Μετράμε φόβους, μετράμε ανασφάλειες
Μετράμε τα σκυλιά να ζυγώνουν
Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε φίλους και συντρόφισσες
Μετράμε πρόσωπα νέα και πρόσωπα παλιά
Μετράμε χαμόγελα και εμπιστοσύνες, μετράμε πέτρες και χέρια που σφίγγονται
Μετράμε ανάσες, μετράμε βήματα
Μετράμε τα λόγια μας,
– όχι επειδή μας τελείωσαν, μα γιατί οι καιροί επιβάλλουν πράξεις
Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε χτύπους καρδιάς ανά λεπτό
Μετράμε μέρες
– ευθέως και αντιστρόφως
Μετράμε, μετράμε, μετράμε
Μετράμε καιρό τώρα
Και σαν σταματήσουμε, θα καθήσουμε να κάνουμε μια σούμα,
Να βγάλουμε τον λογαριασμό.
Και κάποιοι, θα πρέπει να τον πληρώσετε…
Αλληλεγγύη στον Νίκο Ρωμανό
Σχεδιαστική απόπειρα #1
Εμένα η πατρίδα μου δεν χωράει πατριώτες
Mισό λεπτό, κάτι γράφω.
~
Άρχισα να συλλέγω λεπτά
από μικρό παιδί. Γιατί όχι άλλωστε? Άλλοι συλλέγουν πεταλούδες, κοχύλια, έργα τέχνης
παλιά κόμιξ
εγώ συλλέγω λεπτά.
Θλιμμένα, ψυχοφθόρα, μίζερα, νεκρά λεπτά.
~
Το πάθος μου γεννήθηκε στο σχολείο.
Τα πρώτα κομμάτια της συλλογής μου, εκεί τα απέκτησα.
Εκείνα τα ατελείωτα λεπτά, λίγο πριν το κουδούνι σημάνει για διάλειμμα.
Ένα ένα. Προσεκτικά.
~
Καμιά φορά, που ο διπλανός μου αφοσιώνοταν στο μάθημα
μέχρι το τελευταίο λεπτό
έκλεβα και τα δικά του.
~
Στην αρχή, τα κρατούσα στις τσέπες της φόρμας μου,
μα χανόντουσαν καθώς παίζαμε μπάλα στην αυλή.
Ούτε που καταλαβαίνεις πως χάνεται ο χρόνος όταν παίζεις.
Και που να τρέχεις να τα μαζεύεις…
(ειδικά αν είσαι τερματοφύλακας)
~
Αργότερα, ξεκίνησα να τα φυλάω σε μια παλιά μου κασετίνα
που είχε απ' έξω μια ζωγραφιά με τους πάουερ ρέιτζερς να πολεμάνε έναν κακό.
~
Όσο μεγάλωνα, η συλλογή μου πλούτιζε.
Ανακάλυψα κάποιες βασικές αρχές ενός συλλέκτη.
Παραδείγματος χάριν: να αποζητάς την ποιότητα, όχι την ποσότητα.
~
Το πάθος μου, έμεινε για πάντοτε κρυφό απ' όλους. Ήμουν, άλλωστε, πολύ προσεκτικός.
~
Το να είσαι μεγάλος, ανοίγει συναρπαστικούς νέους ορίζοντες
για να ικανοποιήσει κανείς την εν λόγω δραστηριότητα.
Άρχισα να μαζεύω τα γκρίζα λεπτά που κυλούσαν στα κόκκινα φανάρια, τις ουρές, τη σκοπιά, τις αίθουσες αναμονής, τις αϋπνίες, τους αυτόματους τηλεφωνητές.
Τα λεπτά που αργούσα στη δουλειά, και τα ατελείωτα μέχρι να σχολάσω.
Κάθε ανούσιο λεπτό μπροστά στον καθρέφτη
έως ότου γίνω ευπρεπής, και ευπαρουσίαστος.
Κάθε αναμονή
κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι
και κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι του γείτονα.
~
Όλα τα “περιμένετε ένα λεπτό, σας παρακαλώ”
που εκφέρονται από ένα ανέκφραστο πρόσωπο.
“Το αφεντικό θα σας δει σε ένα λεπτό”.
“Ο γιατρός θα σας δει σε ένα λεπτό”.
“Μισό λεπτό, και θα σας εξυπηρετήσουμε”.
“Επιστρέφω σε ένα λεπτό”.
~
Τα φυλούσα πλέον σε βαζάκια, με μια ετικέτα έξω απ' το καθένα
διαφορετικό
ανά χρονολογία, ανά τύπο, ανά μέγεθος, ανά σημαντικότητα.
Σημείωνα στις ετικέτες λέξεις φαινομενικά παράλογες
όπως: “Ρομπέν των δασών”. ή, “Η αιωνιότητα”. ή, σε ένα μικροσκοπικό, “Φρύνοι”.
Μοναχά εγώ ήξερα τι σημαίνει το καθένα.
~
Μαζί σου, η συλλογή μου εμπλουτίστηκε με ένα νέο βαζάκι.
Εκείνο με το πράσινο καπάκι. Που σε παρακάλεσα να μην ανοίξεις ποτέ.
Δεν ξέρεις τι θα ξεπηδήσει από μέσα. Με τέτοια πράγματα, καλό είναι να φυλάγεσαι άλλωστε…
~
Εκεί, τοποθέτησα όλα τα δικά σου λεπτά.
Εκείνα τα βιαστικά, που ήθελα να ξαπλώσω δίπλα σου, λίγο ακόμη
μα έπρεπε να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για τη δουλειά.
Τα ατελείωτα λεπτά που περίμενα να μου απαντήσεις σε κάποιο μήνυμα
και
τα λεπτά που τελείωναν στην κάρτα, και δεν μπορούσα να σου μιλήσω άλλο.
(δεν είχα και φράγκα να βάλω άλλη).
Και
τα δέκα λεπτά που σε περίμενα
στο πρώτο μας ραντεβού.
Το καλύτερο κομμάτι της συλλογής.
~
Τα τελευταία χρόνια, την διεύρυνα ακόμη περισσότερο.
Τεχνολογία, σου λέει.
Μαζεύω με αφοσίωση λεπτά από την τηλεόραση
και το διαδίκτυο.
Κάθε φορά που παρακολουθώ στις ειδήσεις
“τις συναρπαστικές εξελίξεις
λεπτό προς λεπτό”
θάνατοι, καταστροφές, αστυνομικές επιχειρήσεις,
συλλήψεις, αυτοκτονίες,
γέννησε η Μενεγάκη.
Χαμός.
Μπήκε γκολ στο τελευταίο λεπτό.
Κι εκεί που περιμένω να τελειώσει η γαμοδιαφήμιση τους στο youtube
“Μη χάνεις λεπτό”. “Βλέπεις διαφορά, απ' το πρώτο κιόλας λεπτό”
“Απέκτησε λεπτή σιλουέτα στο λεπτό”.
(και γαμώ τα λογοπαίγνια).
~
Μαζεύονται, που λες, αυτά τα λεπτά.
Αργά, αλλά με αγάπη
και αφοσίωση.
Και κάποια στιγμή, τα λεπτά αυτά
θα γίνουν ώρα.
~
Θα είναι η ώρα
που θα τους πάρει ο διάολος.
Ζήτω το παγκόσμιο φρικαριάτο /
/
/ /
//
κανείς, αργότερα, δεν κατάφερε να εντοπίσει την αρχική πηγή /
γιατί τούτη τη φορά, δεν είχε χρειαστεί / καμία επαναστατική πρωτοπορία / κανένα κάλεσμα /
ούτε υπογραφές, διαθεσιμότητες, οργάνωση, αφίσες, δρομολόγιο, πρόγραμμα /
καμία διαδικτυακή πρόσκληση, να πατήσεις “θα πάω” ελαφρά τη καρδία και να σου το θυμίσει το μηχάνημα δέκα λεπτά πριν, ότι να, κοίτα, αυτό που είπες πως θα πας, συντελείται τώρα δα, και εσύ λείπεις, και που χρόνος να μαζέψεις τα τσιγάρα και τα κλειδιά, να κάνεις ένα μπάνιο στα γρήγορα, να φορέσεις τα μαύρα, να αποφύγεις τον διαχειριστή, να κατέβεις τα σκαλιά τρέχοντας /
/ /
λένε πως διαδόθηκε με τον άνεμο /
με το άγγιγμα /
σαν φήμη /
σαν ψίθυροι /
σαν υπονοούμενα /
πως ήταν κρυμμένο μήνυμα ανάμεσα σε διαφημιστικά σποτ και σελίδες βιβλίων /
πως κάποιοι, σε κάποιο σκιερό υπόγειο, το σχεδίαζαν για χρόνια /
ή πως το οραματίστηκε ένα ζευγάρι μόλις το προηγούμενο βράδυ, καθώς έκαναν έρωτα /
ή πως βγήκε αυθόρμητα, όπως όλα τα μεγάλα όμορφα πράγματα /
/ /
όπως και να' χει, έγινε /
να, κοίτα /
έπαψαν πια να κρύβονται /
πλημμύρισαν τους δρόμους, κραυγές και σώματα /
φωνές ντροπαλές, βραχνές, μουσικές, ακατάπαυστες, βαθιές /
σαν πλήθος ήταν /
ή μάλλον, σαν πληθωρική στρατιά, με την διάταξη τους επιμελώς ατημέλητη, λες κι ένας συλλογικός νους να τους τοποθέτησε φαινομενικά τυχαία, ώστε να σχηματίζουν ένα σχέδιο, μια αισθητική τελειότητα, ένα μαθηματικό παράδοξο, ένας εδώ, δυο παραδίπλα, τρεις σ' αυτή την πλευρά, άλλοι τρεις παραπέρα, θα στέκεστε κάπως έτσι, θα φορέσετε το εμπριμέ φουλάρι σας, κυρία μου μη σηκώνετε τόσο το χέρι σας, χαμογελάτε, συνεχίστε, σας παρακαλώ μη σπρώχνεστε, έρχονται κι άλλοι, υπάρχει τόσο μίσος ακόμη, και τόσα γέλια, ο δρόμος αυτός φαίνεται μας χωράει όλους, χωράει μια εξέγερση /
/ //
ήταν όλοι τους εκεί /
/
οι ερωτευμένοι, οι μεθυσμένοι, οι ξένοι, οι πληγωμένοι, οι μόνοι, οι απεγνωσμένοι, οι ανικανοποίητοι, οι διχασμένοι, οι παράξενοι, οι απογοητευμένοι, οι φοβισμένοι, οι απλησίαστοι /
//
ήταν όλοι όσοι προσπάθησαν, τουλάχιστον μια φορά, να αυτοκτονήσουν, μα δίστασαν λίγο πριν το τέλος γιατί δεν ήξεραν τι να γράψουν στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα / τι να πρωτοπεί κανείς / αντάλλασσαν όμως τις εμπειρίες τους πάνω στην πρακτική, κατά βάθος είναι και ζήτημα καλαισθησίας, η τελευταία πινελιά ενός καλλιτέχνη, ποιός άραγε ανάμεσα μας μπορεί να κρίνει αν η εκπυρσοκρότηση ενός πιστολιού είναι γοητευτικότερη ή δημιουργικότερη από μια σιωπηλή λεπίδα, από ένα μπουκαλάκι υπνωτικά, από μια βουτιά στο κενό /
/
ήταν όλες αυτές οι παράξενες φιγούρες, κάπως σκυφτές και φοβισμένες, που τους πετυχαίνεις συνήθως σε γυράδικα και πιτσαρίες τις νύχτες να αναζητούν λίγη συντροφιά / να αναζητούν ο ένας τον άλλο / τη δική τους μυστική πιάτσα / να ανταλλάσουν ανακουφιστικές κοινοτυπίες / να κάθονται, κάθε βράδυ, οι ίδιοι κάπως λευκοί άνθρωποι, στις ίδιες λευκές καρέκλες, κάτω από το ίδιο λευκό φως / μπροστά μια βιτρίνα με πίτσες, δυο ευρώ το κομμάτι / και να παρακολουθούν με μια υποψία ζήλιας τους πελάτες να μπαινοβγαίνουν στη σειρά / άρτος και θεάματα /
/ /
ήταν όλοι οι ψυχαναγκαστικοί, που τοποθετούν πάντοτε τα φλιτζάνια κατά σειρά ύψους, τις παντόφλες στην ίδια γωνία του σπιτιού, το κόκκινο πουλόβερ μαζί με τη μαύρη βερμούδα, τους συγγραφείς κατά επώνυμο / όλα βγάζουν νόημα τελικά / ας μη ξεχνάμε κι αυτούς που θα διαβάσουν τούτο το κείμενο, κι έπειτα θα σταθούν να μετρήσουν τις κατηγορίες να κοιτάξουν αν βγαίνει ζυγός αριθμός, αν είναι ας πούμε όλα τακτοποιημένα, υπολογισμένα / κατά βάθος νομίζω θα ήθελαν να είναι αράχνες, η ζωή τους να περιστρέφεται γύρω από την απόλυτη συμμετρία ενός καλοφτιαγμένου ιστού /
/
ήταν κι αυτοί που επέλεξαν να χάσουν τον εαυτό τους πάνω σε μια μπάρα / στον πάτο ενός ποτηριού / μέσα σε μια συνεχόμενη νύχτα / ένας εξέχων λογοτεχνικός τρόπος να χάσεις τον εαυτό σου, όπως διατείνονται οι ίδιοι / μα είναι διπλά τραγικοί / ένα γιατί χάθηκαν, το προφανές, ας μην επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα / και δυο γιατί / ας σημειωθεί / η αυτοκαταστροφή τους πάσχει από ολοκληρωτική έλλειψη πρωτοτυπίας / τόσο μπανάλ, χρυσό μου / τόσο προφανές / ένα πρόχειρο κολάζ όλων των στίχων που βρίσκει κανείς σε ποιητικές συλλογές / απ' τους ρομαντικούς ως τους μπήτνικ / ανεκπλήρωτοι έρωτες και μπλαμπλαμπλα / εφηβικά ινδάλματα, ροκ σταρς να αργοπεθαίνουν πίσω απ' τη σκηνή, ευκολοχώνευτη τραγικότητα / ο μπάρμαν ξέρει, κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά, γεμίζει ξανά το ποτήρι / απαιτείται μια ιδιοφυία για να γεννήσει έναν πραγματικά ξεχωριστό τρόπο αυτοκαταστροφής /
/ /
ήταν αυτοί που, καθώς περπατάνε στο δρόμο, μονολογούν / ή μιλάνε σε κάποιον φανταστικό φίλο, κάποιον παλιό συγγενή, κάποιον αόρατο συνομιλητή, κάποιον νεκρό αγαπημένο / τραγουδάνε τσιγγάνικα τραγούδια / απαγγέλλουν ποίηση / σιγοσφυρίζουν σκοπούς από διαφημίσεις του ραδιοφώνου / ή ρίχνουν κατάρες στους περαστικούς / ίσως και να πιάνουν αυτές οι κατάρες, ποιος ξέρει, ίσως γι’ αυτό οι άνθρωποι να σκοντάφτουν στο πλακόστρωτο / είναι να μη σου τύχει /
/ /
ήταν και όλες αυτές οι γιαγιάδες που αρνήθηκαν τον θάνατο / αρνήθηκαν τη μοναξιά / αρνήθηκαν τα πλήθη / αρνήθηκαν και το γηροκομείο, που τόσο απλόχερα τους προσέφερε σαν εναλλακτική ο καλός εγγονός, θα είσαι καλύτερα εκεί, με ανθρώπους της ηλικίας σου, κάποιος να σε προσέχει, αν πάθεις τίποτα, κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει / ζουν ακόμη σε εκείνη τη μονοκατοικία στο τέλος του δρόμου, παρέα με μια στρατιά από γάτες / η γιαγιά δεν έχει όνομα για τις γάτες, οι γάτες έχουν όνομα για τη γιαγιά μα δεν της το λένε ποτέ, την φωνάζουν απλά η καλή κυρία, με τον δικό τους γατίσιο τρόπο, και όλοι είναι κατά γενική ομολογία ευτυχισμένοι, όσο υπάρχει γάλα /
/
ήταν όλοι τους εκεί /
/ / /
οι μελαγχολικοί, οι τρομαγμένοι, οι παράλογοι, οι υποχόνδριοι, οι εθισμένοι, οι θλιμμένοι, οι δυσλεξικοί, οι σιωπηλοί, οι περίεργοι, οι παθιασμένοι, οι ατελείς, οι κομπλεξικοί /
/ /
ήταν κι όσοι και όσες δεν ένιωσαν ποτέ άνετα με το σώμα τους / γιατί το σώμα τους επέλεξε αυτοβούλως να μη νιώσει ποτέ άνετα με τα πρότυπα ομορφιάς / οι γιατροί, λέει, έβαλαν τα δυνατά τους / νυστέρια, δίαιτες, χαπάκια, κρέμες, βοτάνια / κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό / η κατάσταση σας είναι ανίατη / φοβάμαι πως θα παραμείνετε χοντρούλα, μπάζο, σκιάχτρο, σπυριάρης, φρικιό / είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ανθρώπινη εφευρετικότητα όταν καλείται να δημιουργήσει λέξεις που πληγώνουν / τη μέρα τούτη όμως αυτές οι λέξεις απαγορεύονταν / ήταν απλά όλες και όλοι τους όμορφοι /
//
ήταν και κάτι τύποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο να γράφουν / και γράφουν / και γράφουν / σιωπηλά και ασταμάτητα / γράφουν για τα αγόρια που κατέβηκαν από τα άστρα / για έρωτες που ποτέ δεν έζησαν / για το θεό, το νόημα της ζωής, τις ψυχές, τα σύννεφα / για το θάνατο και την αρρώστια και την αποτυχία του να είσαι άνθρωπος / για τον ιδρώτα, το αίμα, τη σκόνη, τα δάκρυα / γράφουν / δίχως σκοπό / γεμίζουν σελίδες επί σελίδων / και δεν τα έχουν δείξει ποτέ σε κανέναν / ίσως να μην έχουν σε ποιόν να τα δείξουν / ίσως να μην υπάρχει κανένας να τα δείξουν / η μητέρα τους, στο δίπλα δωμάτιο, βήχει πάλι, έχει τις δικές της σκοτούρες / οι συνάδελφοι το πρωί στη δουλειά, τους κοιτάνε λίγο περίεργα / δεν θα τα δείξουν ποτέ σε κανέναν / κανείς δεν θα καταλάβει / μόνο τα αγόρια που κατέβηκαν απ' τα άστρα, λέει, τους καταλαβαίνουν /
/
ήταν αυτοί που δεν έχουν προσαρμοστεί ακόμα στο πρωινό ξύπνημα / που ονειρεύονται τη μέρα που κανείς δεν θα τους διακόψει το όνειρο / τη μέρα που τα ξυπνητήρια θα απαγορευτούν / τη μέρα που η εργασία θα απαγορευτεί / τη μέρα που οι Δευτέρες θα απαγορευτούν / ήρθαν κάπως αργοπορημένοι αυτοί, μα πρόφτασαν πάνω στο καλό, δεν έχασαν το καλύτερο δηλαδή, άλλωστε όπως λέει και η λαϊκή σοφία, όποιος βιάζεται σκοντάφτει /
/ /
ήταν όσοι κάνουν αυτές τις παράξενες συλλογές / αφιερώνουν μια ζωή σ' αυτό, και πάλι ίσως δεν αρκεί μια ολάκερη ζωή / είναι ατελείωτα / πορσελάνινες κούκλες, γραμματόσημα, παλιά παιχνίδια, σπιρτόκουτα / γεμίζει το σπίτι, δεν αρκεί ένα ολάκερο σπίτι / γεμίζει το μυαλό με πορσελάνινες κούκλες, αρχίζουν φαντάζουν ζωντανές, αλλάζουν θέση τα βράδια, ψιθυρίζουν στα αυτιά τους όταν κοιμούνται, ζητάνε κι άλλο χώρο, κι άλλο χρόνο, δεν αρκεί / έχουν μονάχα ένα σπίτι να δώσουν, μια ζωή, ένα μυαλό / που χρόνος για άλλα πράγματα / κατέβηκαν στο δρόμο σήμερα με τύψεις, ακούνε τις κούκλες τους να τους καλούν, να παραπονιούνται, τις εγκατέλειψαν, ποιός ξέρει τι μπορεί να συμβεί όσο λείπουν / κάποιοι έφεραν την διαλεχτή τους μαζί τους / την κρατούσαν σφιχτά στην τσέπη, σαν φυλαχτό /
/
ήταν κι όλοι αυτοί που, μια ζωή, βάδιζαν δίπλα στον αγαπημένο τους, την αγαπημένη τους, και δεν τολμούσαν να του κρατάνε το χέρι, της / αγοράκι με αγοράκι, κοριτσάκι με κοριτσάκι, όλοι οι πιθανοί συνδιασμοί θα μπορούσαν να υπάρξουν ως εφικτοί / έρως κρυμμένος / φόβος / μα τι θα πει ο κόσμος / τώρα ήταν εδώ, δεν κρατούσαν απλά τα χέρια, πηδιόντουσαν στη μέση του πλήθους, μια γυμνή και υγρή χορογραφία / ξημέρωσε επιτέλους η μέρα όπου αναγκάστηκαν να κρυφτούν αυτοί οι “άλλοι” / να κρυφοκοιτάζουν από τα παράθυρα του σαλονιού, πίσω απ' τις δαντελωτές κουρτίνες / με μια σταγόνα θυμού, και δυο τζούρες ζήλιας / δε με νοιάζει τι κάνετε στο κρεβάτι σας κύριε μου, εγώ στο δρόμο πηδιέμαι / τέλος /
/ //
ήταν όλοι τους εκεί /
/
πέντε μέτρα μπροστά, ίσως λιγότερο, ίσως περισσότερο / προπορεύονταν εκείνοι οι δυο /
ξερακιανός ο ένας, στα δεξιά, με ένα αμάνικο γκρι πουλοβεράκι που του έπλεξε κάποτε η γιαγιά του /
με υποψία φαλάκρας /
και υποψία χαμόγελου /
κοντούλα θα την έλεγες την άλλη, στα αριστερά, φορούσε ένα λίγο παράξενο καπέλο με ένα μπουκέτο λουλούδια καρφιτσωμένο πάνω του /
και κούτσαινε λιγάκι /
κρατούσαν ένα τεράστιο πανό /
που έγραφε, με γράμματα όμορφα, ακριβή, καθαρά /
Υγιείς και κανονικοί /
στου πηγαδιού τον πάτο /
ζήτω το παγκόσμιο /
φρικαριάτο /
έτσι ακριβώς, ακόμα και τις καθέτους είχε στο τέλος κάθε σειράς /
//
και πέντε μέτρα πίσω, ίσως λιγότερο ίσως περισσότερο / προχωρούσε ένας γέρος /
φορούσε όλα αυτά που φοράνε συνήθως οι γέροι, και βάδιζε σαν ένας τέτοιος /
τίποτα το παράξενο ως εδώ λοιπόν /
και μουρμούριζε μοναχός του /
/ /
εγώ, έλεγε, γεννήθηκα στην σπιναλόγκα /
και τούτη εδώ, έκανε, δείχνοντας το πλήθος /
θα είναι η εκδίκηση μου /