“Λόλα, να ένα μήλο”
είπε το φίδι
.
η Λόλα πήρε στα χέρια της το μήλο
και κίνησε να βρει τον Μίμη
.
άφησαν το τόπι σε μια γωνία
και κρύφτηκαν στην πίσω αυλή του σχολείου
.
δάγκωναν αχόρταγα
μια μπουκιά ο ένας, μια μπουκιά ο άλλος
.
τα υγρά του, κύλησαν στο σαγόνι του Μίμη
λέρωσαν το πουά φορεματάκι της Λόλας
.
φιλήθηκαν,
με ένα μικρό κομματάκι μήλο να παίζει στις γλώσσες τους
.
η Λόλα έβγαλε την ποδιά της
ο Μίμης έκανε το ίδιο
.
μπήκε μέσα της, γελώντας
με όλη την αθωότητα ενός παιδιού
.
ο φύλακας του σχολείου
άκουσε τις φωνές και τα γέλια τους
.
τους οδήγησε στον διευθυντή
που θεωρούσε τον εαυτό του αυστηρό, μα δίκαιο
.
“δεν έπρεπε να δαγκώσετε το μήλο”, τους επίπληξε
“είστε μικροί ακόμη, για μια γνώση τόσο μεγάλη”
.
τους έδιωξαν από το σχολείο
δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ
.
η Λόλα δουλεύει στο δημόσιο
το θυμάται σαν αστείο
.
ο Μίμης τριγυρίζει με σπρέι τα βράδια
και γράφει στους τοίχους
.
οι παιδικοί μας έρωτες
είναι η πρώτη μας μεγάλη αμαρτία".
.