Αποχαιρετιστήριο

από το “Επιεικώς Φλέγον”, τεύχος 2

 

Αποχαιρετιστήριο

Έμαθα να εμπιστεύομαι τις λέξεις

– ε, λέξεις…

αυτά τα μικρά, μαύρα σημεία που τοποθετούνται με προσοχή το ένα δίπλα στο άλλο

και δημιουργούν νοήματα –

 

μικρά νοήματα

όπως “θέλεις ένα τοστ?”

μεγάλα νοήματα

όπως “θα σε αγαπώ για πάντα”

 

χαρωπά νοήματα

όπως “ας κάνουμε σήμερα μαζί τούτο κι εκείνο”

θλιμμένα νοήματα

όπως “μη φύγεις” ή “συγγνώμη”

 

μια ζωή χωμένος ανάμεσα σε σελίδες

γεμάτες λέξεις γεμάτες (!)

έμαθα να επικοινωνώ, να διαχειρίζομαι, να παίζω, να δημιουργώ, να καταστρέφω,

να θρυμματίζω, να ψιθυρίζω, να μεταστρέφω, να κρύβω και να φανερώνω

 

εμπιστευόμουν πλήρως όλες αυτές τις μικρές διαολεμένες

ένιωθα δυνατός και πλούσιος και σίγουρος

– τόσο σίγουρος –

η ζωή είναι πιο απλή όταν μετατουσιώνεται σε λέξεις

 

η ουτοπία είναι πιο απλή όταν μεταφράζεται σε θεωρία

ο έρωτας είναι πιο απλός όταν πληκτρολογείται σε sms

η επίθεση είναι πιο απλή όταν διακοσμεί μια αφίσα

το όνειρο είναι πιο απλό όταν γεννάει ένα παραμύθι

 

μα ήρθε εκείνη η στιγμή που οι λέξεις δεν ήταν πια αρκετές

η στιγμή που ένιωθα

να βγαίνουν από μέσα μου

σάπιες και επαναλαμβανόμενες

 

τις είχα ήδη χρησιμοποιήσει όλες

τις σπατάλησα

τις πιο μεγάλες και πιο σημαντικές

για ζητήματα μικρά και ασήμαντα

 

τις πιο σπάνιες

για καθημερινές διαδικασίες

τις πιο τραγικές

για να κάνω τη ρουτίνα μου ευχάριστη

 

τις πιο θαυμαστές, τις πιο καλοδουλεμένες,

τις πιο εξαιρετικές, τις πιο ευανάγνωστες

για να περιγράψω τον μεσημεριανό ύπνο, το πρώτο τσιγάρο της ημέρας,

εκείνο το γελοίο τραγούδι, κάθε τυχαία αγκαλιά

 

και τώρα που τις χρειάζομαι

πιο πολύ από ποτέ γαμώτο

– μάταια ψάχνω στο Αντιλεξικόν, Αθήναι 1988 –

δεν μου έχει απομείνει ούτε μια, ούτε η μικρότερη

 

για να εκφράσω την αδυναμία μου

για να δώσω σ’ αυτό που σφαδάζει μέσα μου

μορφή και σχήμα

μυρωδιά και χρώμα

 

…λίγο πριν το τέλος λοιπόν

κατεφεύγω ξανά σ’ αυτές

για κάτι απλό

αποχαιρετιστήριο

 

μέτρα τις λέξεις σ’ αυτή τη σελίδα

είναι οι τελευταίες

που έχω να προσφέρω

πριν βυθιστώ στη σιωπή.

Prokat Zero prt.2

“Ένα χρόνο πριν, οι καταλήψεις στα λυόμενα της καλών τεχνών κατεδαφίστηκαν με απόφαση της πρυτανείας και με τη συμβολή εισαγγελέα και ΜΑΤ. Ένα χρόνο μετά, άτομα που κινούμασταν σε εκείνους τους χώρους βρεθήκαμε για την πραγμάτωση ενός αυτοοργανωμένου διημέρου στο χώρο αυτό. Το πιο σημαντικό δεν είναι τα κτίρια, αλλά τα άτομα και οι ιδέες που τα αποτελούν.

Θα μας βρίσκουν πάντα μπροστά τους – Οι καταλήψεις θα μείνουν!

Dead Notes / Φρικιά του Αμίαντου

 

Κυριακή 10 04 11

 

Άπο τις 16:00

Collective Graffiti – Χαριστικό Παζάρι

Από τις 19:00 Live

13.7 Billion Years Ago [post rock / Θεσ/νίκη]

Meanwhile in Mexico [Surf / Θεσ/νίκη]

Black Trinity [Black Metal / Θεσ/νίκη]

Go Filth Go [D-Beat / Θεσ/νίκη]

Chupa Kavlas [Punk Rock / Θεσ/νίκη]

JB [Stonner Rock – Θεσ/νίκη]

+Bands

Prokat Zero prt.1

“Ένα χρόνο πριν, οι καταλήψεις στα λυόμενα της καλών τεχνών κατεδαφίστηκαν με απόφαση της πρυτανείας και με τη συμβολή εισαγγελέα και ΜΑΤ. Ένα χρόνο μετά, άτομα που κινούμασταν σε εκείνους τους χώρους βρεθήκαμε για την πραγμάτωση ενός αυτοοργανωμένου διημέρου στο χώρο αυτό. Το πιο σημαντικό δεν είναι τα κτίρια, αλλά τα άτομα και οι ιδέες που τα αποτελούν.

Θα μας βρίσκουν πάντα μπροστά τους – Οι καταλήψεις θα μείνουν!

Dead Notes / Φρικιά του Αμίαντου

 

Σάββατο 09 04 11

Άπο τις 16:00

Εικαστικές παρεμβάσεις, ψειριστικό πικ – νικ

Από τις 20:00 Hip Hop Live

Leleprox [Dubstep, DnB, Jungle, 100% Original vinyl mix / Italy]

Cuba Cabbal [20 Years underground rapper / Italy]

Ήρωας και Κίμωνας [Καβάλα]

Fee (ΔΙΑ) [Αθήνα]

Κ.Π.Ρ. [Ξάνθη]

Κοινός θνητός ’06 [Θεσ/νίκη]

Από τις 03:00 Tekno Party

Sonik Fist [Θεσ/νίκη]

One hundredth of a second

Το κακό με το να είσαι σε πολλές mailing lists, είναι ότι γεμίζεις με άπειρα mail που δεν σε αφορούν.

Το καλό είναι όταν κάποιος αποφασίσει να μοιραστεί κάτι σαν το παρακάτω ευρηματικό βίντεο, που σου φτιάχνει απευθείας την βραδιά με έναν απίστευτα καταθλιπτικό τρόπο.

Μια στάλα εικόνες λοιπόν πάνω στην κατάντια της σημερινής “αντικειμενικής” και “αποστασιοποιημένης” τέχνης.

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=oxnBM4IlyP8[/youtube]

Μα…αν είναι δυνατόν!

Σε τι βαθμό λαικισμού και γελοιότητας μπορούν να φτάσουν αυτοί οι τύποι επιτέλους?

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=dxVTW8zC5AQ&feature=player_embedded#at=94[/youtube]

Πέρα απ’ τους εμετικούς στίχους, για το αισθητικό του θέματος και μόνο το τραγούδι αυτό δεν θα έπρεπε να υπάρξει. Ένα παιδάκι δημοτικού κρύβει περισσότερη ποίηση μέσα του από το παραπάνω απαισιούργημα.

Στιγμές στην Πόλη, μέρος 1

…ένα
Θεσσαλονίκη, δυτικά. Μπαίνω σε ταρίφα, να με πετάξει κέντρο. Κλασσική μούρη, λαĩκά τέρμα, το ταξί να μυρίζει σπέρμα.
Λίγο μετά, μαζεύουμε απ’ το δρόμο μια πενηντάρα. Βαμμένο ξανθό μαλλί, γούνα αξίας άγνωστης, η μυρωδιά στον χώρο αλλάζει. Βαρύ άρωμα, γλυκανάλατο, κάπως αηδιαστικό.
Κάπου στην διαδρομή, σταματάμε σε φανάρι. Λίγο πιο δίπλα, κάποιοι σύντροφοι κολλάνε αφίσες – δεν θυμάμαι για ποιό θέμα.
“Τους βλέπεις τους αλήτες!” (η κυράτσα) “το κάνουν για να τους καίνε καλύτερα” (άγνωστο με ποιό τρόπο η αφίσα κάνει τον κάδο πιο εύφλεκτο, αλλά κάτι θα’ ξερε παραπάνω)
Συνεχίζει σε μορφή μονολόγου, αφού ο ταρίφας αρκέστηκε σε μερικά “μμμ” και “χμμμ”. Αρχίζει να μιλάει για τον δεκέμβρη, για τους αλήτες, για τις πορείες, και φτάνει και στην κρίση.
“Ποιά κρίση μας λένε? Ποιά φτώχεια? Εγώ δεν την βλέπω. Εγώ όπου πάω, βλέπω κόσμο να ψωνίζει!” -και πετάει παραδειγματικά μια σειρά από καταστήματα όπου το φτηνότερο εμπόρευμα τους κοστίζει όσο τρια φυσιολογικά μηνιάτικα- “και το καζίνο, όλη μέρα γεμάτο είναι”
Ο μονόλογος συνεχίζει κάπως έτσι, σταματάω να παρακολουθώ, σκέφτομαι τι διάολο θα μπορούσα να της κάνω χωρίς να με κατεβάσει κάτω ο ταρίφας.
Έτσι είναι κυρά μου. Απ’ την στιγμή που η Τάξη σου (με κεφαλαίο ταυ παρακαλώ) έχει ακόμα τα φράγκα της να αγοράζει γούνες και να τα τρώει στο καζίνο, σημαίνει πως ο κόσμος πάει καλά, ε?
Εμ, θα έρθει και ο καιρός σας. Υπομονή…

…δύο
Θεσσαλονίκη, ξανά. Πλατεία ναυαρίνου. Οι δημοτόμπατσοι μόλις έχουν περάσει και έχουν μαζέψει έναν μικροπωλητή που αράζει μπροστά απ’ το βιβλιοπωλείο “Κεντρί”. Έχω μπει να ψάξω για ένα βιβλίο, και ακούω την τύπισα από το διπλανό μαγαζάκι – με χάντρες και λοιπά ethnic μικρομπαρμπαδάκια – να έχει πιάσει κουβεντούλα με τους γύρω.
“Καιρός ήτανε”, ακούω που λέτε. “Πρέπει άμα είναι να τους μαζέψουν όλους σε ένα μέρος, να πουλάνε εκεί την πραμάτεια τους, να μην μας κλέβουν κι εμάς την πελατεία. Όποιος θέλει κινέζικες μαλακίες, να πάει εκεί να τις πάρει.”
Κάπου εκεί με πιάνουν τα διαόλια μου και βγαίνω να την ρωτήσω κατ’ αρχάς πως γίνεται κάποιος που πουλάει πίνακες να κλέβει πελατεία από ένα μαγαζί με χάντρες.
Ακολουθεί ένας αρκετά μακρύς και έντονος διάλογος, με επιχειρήματα τύπου “έτσι όπως αράδιαζε τα πράγματα του έκλεινε τον δρόμο μπροστά από το μαγαζί μου” ή: “έτσι όπως καθόταν με ανοιχτά τα πόδια απέναντι μου έβλεπα τα πάντα (μιλάμε για σόκιν καταστάσεις)” ή: (το καλύτερο όλων) “δεν φορούσε παπούτσια και άπλωνε τα βρωμοπόδια του μπροστά μου”.
Και φυσικά, αν εξηγούσες πως όλα αυτά ακούγονται κάπως (ας πούμε) ρατσιστικά, ξεκινούσε το τροπάρι “εγώ τους αγαπάω τους μαύρους, ποιός είσαι εσύ που θα με πεις και ρατσίστρια, εσύ που με τα λεφτά του μπαμπά έρχεσαι να μου την πεις εμένα που δουλεύω εδώ όλη μέρα για να μου κλέβει την δουλειά αυτός ο μαύρος”
Από ένα σημείο και μετά φυσικά παραιτήθηκα, αφού έριξα τις πρέπουσες χριστοπαναγίες.
Έτσι, μικρομαγαζάτορες. Αυτό είναι το σωστό… Σας έχει χτυπήσει η κρίση στο κόκαλο, και αντί να βγείτε να φάτε τους μεγάλους, ξεσπάτε στους μικρότερους, στο εύκολο θύμα. Ο μικροπωλητής που πουλάει πίνακες στον δρόμο για να βγάλει τρεις κι εξήντα σας φταίει. Αυτός που ρίσκαρε την ζωή του για να έρθει στην “παραδεισένια ελλάδα” και να ακούει τις μαλακίες σας, σας φταίει που δεν έχει δουλειά το μαγαζάκι σας. Αυτός που η φαμίλια και οι φίλοι του παίζει να σαπίζουν τώρα κάπου στον πάτο του αιγαίου, σας φταίει που δεν ντύνεται σωστά μπροστά σας.
Η κυράτσα παραπάνω έχει τουλάχιστον συνείδηση του που ανήκει: στους βολεμένους αυτού του κόσμου. Εσείς έχετε ξεχάσει που και ανήκετε…και μακάρι κάποτε να θυμηθείτε.

…τρία
Απογευματάκι στην Κασσάνδρου, ψάχνω στα σκουπίδια να βρω κάτι ενδιαφέρον για το σπίτι. Είναι εντυπωσιακό πόσα πράγματα πετάνε οι άνθρωποι… Βρίσκω, λοιπόν, έναν σωρό από μικροπράγματα, πεταμένα απ’ το σπίτι κάποιας γιαγιάς που προφανώς μας άφησε χρόνους και οι συγγενείς δεν κάθησαν να ασχοληθούν και πολύ με την σαβούρα της. Ανάμεσα σε όλα τα κιτς μπιχλιμπίδια, βρίσκω μια υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία – σε σκαλιστό κάδρο παρακαλώ – που δέιχνει μια οικογένεια εποχής. Ξέρετε, από αυτές με τους κύριους με τα καπελάκια και τα παιδάκια με τα παπιγιόν. Σοβαροί – σοβαροί όλοι τους, στημένοι σαν αγάλματα. Εδώ να κάνω μια παρένθεση, για να ομολογήσω πως είμαι από εκείνους τους χλεχλέδες που γεμίζουν το σπίτι τους με παλιά, σκονισμένα αντικείμενα. Ποτέ δεν μπόρεσα να αιτιολογήσω ικανοποιητικά αυτό το φετίχ, υποθέτω απλά πως έχει να κάνει με κάποιο οικογενειακό κατάλοιπο, μια και που αντίστοιχο πάθος είχαν και οι δικοί μου…Παίρνω λοιπόν τον θυσαυρό μου, και τον κορνιζάρω φάτσα κάρτα δίπλα από το κρεβάτι μου. Και φαντάζομαι από μέσα μου πόσες ιστορίες κρύβει αυτή η φωτογραφία, από πόσα χέρια θα έχει περάσει, τι να απέγιναν άραγε οι εικονιζόμενοι και όλα τα σχετικά που σε πιάνουν όταν πέφτει κάτι τέτοιο στα χέρια σου.
Ως εδώ όλα καλά…
Μερικούς μήνες μετά που λέτε, ψάχνω στο google για κάτι αντίστοιχο να βάλω σε ένα κείμενο. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είχα πληκτρολογήσει, “1920 photos” ή κάτι αντίστοιχο, πάντως μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξη μου όταν μέσα στις πρώτες σκάει μύτη και η δική μου. Με λίγο ψάξιμο, ανακαλύπτω πως είναι απλά καρτ ποστάλ, ίσως ούτε καν αυθεντική, αλλά στημένη σε ύφος εποχής. Μια απ’ αυτές που πουλάνε σε κωλομάγαζα τύπου Ρεζέρβα. Και συνειδητοποιώ για μια ακόμη φορά, πως δεν υπάρχει τίποτα πια σ’ αυτό τον γαμημένο κόσμο που να μην είναι φτιαχτό και εμπόρευμα! – ούτε καν οι αναμνήσεις μας… Τώρα, πως βρέθηκε αυτή η μαλακία στο σπίτι της γιαγιάς, δεν ξέρω να σας πω. Δεν θέλω να υποθέσω καν. Για την ιστορία πάντως, η φωτογραφία στέκεται ακόμα δίπλα απ’ το κρεβάτι μου.
Αλλά έχει χάσει πολύ απ’ την γοητεία της…

…από το “Επιεικώς Φλέγον”, τεύχος 1

σημεία