All posts by flaneur

Καλοκαιρινή παρένθεση αηδίας.

Συναντάς τούτο εδώ, στον δρόμο, ίσως στο διαδίκτυο, μια τυχαία μέρα, μια τυχαία νύχτα, χαμογελάς, ξυπνάει συνειρμούς ή όχι, το μοιράζεις και το μοιράζεσαι, το αποθηκεύεις, θέλεις να στείλεις τα συγχαρητήρια σου σε όποιον/α το δημιούργησε, θα ήθελες ίσως να ήσουν εσύ αυτός/αυτή που θα το είχε αποτυπώσει στον τοίχο, απέναντι από το μπαλκόνι του ανθρώπου που αγαπάς, να το αντικρύζει κάθε πρωινό που ξυπνάει:

 

tumblr_mrj9yaAbvn1sfsb2uo1_400

 

και λίγο καιρό αργότερα συναντάς και αυτό:

 

10526048_10152552742956108_8554898811355865220_n

 

. Σιχαμένοι διαφημιστές, έμποροι του πολύχρωμου τίποτα, στείροι και άγευστοι, κλέφτες και χειραγωγοί των πιο ταπεινών ενστίκτων, μην τολμήσετε να μολύνετε ξανά με τα βρωμόχερα σας τις εμπνεύσεις μας.

 

 

 

.αηδία.

Εμένα η πατρίδα μου δεν χωράει πατριώτες

 
.
Εμένα η πατρίδα μου
έχει χίλια και ένα
διαφορετικά ονόματα
αλλάζουν κάθε λεπτό που περνάει
ο καθένας την καλεί
σαν τον αγαπημένο του
σαν την αγαπημένη του
σαν το δίστιχο που διάβασε χθες
και σιγομουρμουρίζει πριν κοιμηθεί
σαν την πρώτη λέξη που έμαθε ποτέ
και σαν αυτή που θα βγει από μέσα του
μαζί με την τελευταία του πνοή.
 
Εμένα η πατρίδα μου
έχει χίλιες και μια
διαφορετικές σημαίες να υψώνει
πότε μαύρες,
σαν τη νύχτα που μας κρατάει συντροφιά
πότε πειρατικές
πότε φτιαγμένες από κουρέλια
και απλωμένα τραπεζομάντιλα
κάποιες φορές κόκκινες σαν το αίμα
και κάποιες άλλες πολύχρωμες
μ' όλα τα χρώματα
του ουράνιου τόξου.
 
Εμένα η πατρίδα μου
μιλάει σε χίλιες και μια
διαφορετικές γλώσσες
άλλες γνωστές κι άλλες άγνωστες
που τις σκαρφίζεσαι τη στιγμή εκείνη
μα ο καθένας ξέρει να αναγνωρίζει
και να συλλαβίζει
κάποιες βασικές λέξεις
όπως “ελευθερία” και “τρυφερότητα”
αλληλεγγύη” και “αξιοπρέπεια”
συγνώμη”
και “σ'αγαπώ”.
 
Εμένα η πατρίδα μου
αντηχεί
με χιλιάδες μουσικές και χιλιάδες φωνές
σαν χάλκινα απ' τις κοιλάδες των βαλκανίων
σαν τσιγγάνικα βιολιά
και σαν πλανόδιες λατέρνες
σαν ανατολίτικο ούτι
σαν ηλεκτρικές κιθάρες
και σαν συνθεσάιζερ σε κακοφωτισμένο υπόγειο
σαν παιδικά γέλια
σαν σιωπηλή προσευχή
και σαν τα βογγητά μιας ερωτικής πράξης.
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν χωράει σε κανέναν χάρτη
απλώνεται ως τα πέρατα της γης
δεν χαράσσει σύνορα
δεν υψώνει τείχη, δεν χτίζει ναούς
μήτε μαρμάρινα κοιμητήρια
μοναχά μονοπάτια για να βαδίζεις
πλακόστρωτα για να ξαποστάσεις
σταυροδρόμια για να χάνεσαι
και λιμάνια με χαρωπούς ναύτες
μυρωδιά μπαχαρικών
και αλμύρας.
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν επιδίωξε ποτέ της
την υπακοή ή τον θάνατο
δεν συντρόφευσε ποτέ της
την θρησκεία
και την οικογένεια
και δεν αναφέρθηκε ποτέ της
σε λογύδρια δημαγωγών
πολεμικά ανακοινωθέντα
καλέσματα μίσους
προεκλογικές ομιλίες
και επικλήσεις εθνικής ενότητας.
 
Εμένα η πατρίδα μου
έχει σβήσει απ' τα βιβλία ιστορίας της
τους πρωθυπουργούς και τους ήρωες
τους βασιλιάδες και τους αρχιεπισκόπους
τους στρατηγούς και τους κατακτητές
τους σοβαρούς και τους διάσημους
μοναχά δοξάζει
τους ποιητές και τις εργάτριες
τους ζητιάνους και τις μητέρες
τους γητευτές και τα αδέσποτα γατιά
τους ερωτευμένους
και τους ανώνυμους νεκρούς της.
 
Εμένα η πατρίδα μου
είναι οι ζωές που ζήσαμε
και οι άνθρωποι που αγαπήσαμε
είναι οι λόφοι που ξαπλώσαμε
κάποια ανοιξιάτικα απογεύματα
και τα μέρη που ταξιδέψαμε
είναι τα ξημερώματα και τα δειλινά
και η γωνία που σε γνώρισα
είναι τα φαγητά που θυμίζουν τη μητέρα μου
και τα σοκάκια που παίζαμε παιδιά
είναι οι αγώνες που δώσαμε
και όσοι βρεθήκαμε δίπλα δίπλα στους δρόμους.
 
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν χωράει πατριώτες.
.
 
Aernout Overbeeke 1 (ed)
 

Χανγκόβερ εγγράφως

 
 
.
Η ποίησις
αγαπητέ μου
είναι σαν ένα αξιοπρεπές σκατομεθύσι
 
Μισό βήμα
προς μια διπλανή
πραγματικότητα
και μια καλή ευκαρία
να σπάσεις
μια αμήχανη σιωπή
 
Σε επισκέπτεται συνήθως
τις πρώτες πρωινές ώρες
παρακινούμενη
από έρωτα
επιθυμία
ή απογοήτευση
 
Γεννάει
βλέμμα απλανές
γλώσσα ανεξέλεγκτη
και εικόνες
παραμορφωμένες
 
Μιλάει
με
παύσεις
και υποννοούμενα
μεταφορές
και ειλικρίνεια
εικόνες
και εξομολογήσεις
 
Σε εκθέτει
και φέρνει ανθρώπους
αγνώστους
-στιγμιαία-
πιο κοντά
 
Συμπιέζει τις σκέψεις σου
σε κάτι τόσο ξεκάθαρο για σένα
μα τόσο ακατανόητο για τους άλλους
 
Καταλήγει
σε φωνακλάδικα τραγούδια
ή ψίθυρους κάτω απ' τα σκεπάσματα
 
Στριφογυρίζει μέσα σου
βασανιστικά
ώσπου να κοντοσταθείς κάπου
και να την ξεράσεις
με ανακούφιση
 
σε έναν λευκό τοίχο
ένα λευκό χαρτί
μια λευκή λεκάνη
 
 
Γιατί το παν είναι να μιλάμε
και να λερώνουμε πράγματα
 
 
10009287_738557316189570_1912252932_n

μικρό-ουτοπίες

Εγώ σου μιλάω

για έμφυλες ταυτότητες

κι εσύ μας σκέφτεσαι να πηδιόμαστε στις βρώμικες τουαλέτες κάποιου μπαρ.

Εσύ μου μιλάς

για ταξικό ανταγωνισμό

κι εγώ μας σκέφτομαι με κρασί και ποίηση, σε κάποιο φθινοπωρινό ταξίδι.

Και σαν τελειώσει η κουβέντα, και δεν έχουμε κάνει τίποτα απ' τα παραπάνω

θα ξαπλώσουμε

και θα βάλουμε το τελευταίο επεισόδιο Game of thrones

πριν μας πάρει ο ύπνος.

Έχουμε και δουλειές αύριο…

 

rodney-smith15

Mισό λεπτό, κάτι γράφω.

~

Άρχισα να συλλέγω λεπτά

από μικρό παιδί. Γιατί όχι άλλωστε? Άλλοι συλλέγουν πεταλούδες, κοχύλια, έργα τέχνης

παλιά κόμιξ

εγώ συλλέγω λεπτά.

Θλιμμένα, ψυχοφθόρα, μίζερα, νεκρά λεπτά.

~

Το πάθος μου γεννήθηκε στο σχολείο.

Τα πρώτα κομμάτια της συλλογής μου, εκεί τα απέκτησα.

Εκείνα τα ατελείωτα λεπτά, λίγο πριν το κουδούνι σημάνει για διάλειμμα.

Ένα ένα. Προσεκτικά.

~

Καμιά φορά, που ο διπλανός μου αφοσιώνοταν στο μάθημα

μέχρι το τελευταίο λεπτό

έκλεβα και τα δικά του.

~

Στην αρχή, τα κρατούσα στις τσέπες της φόρμας μου,

μα χανόντουσαν καθώς παίζαμε μπάλα στην αυλή.

Ούτε που καταλαβαίνεις πως χάνεται ο χρόνος όταν παίζεις.

Και που να τρέχεις να τα μαζεύεις…

(ειδικά αν είσαι τερματοφύλακας)

~

Αργότερα, ξεκίνησα να τα φυλάω σε μια παλιά μου κασετίνα

που είχε απ' έξω μια ζωγραφιά με τους πάουερ ρέιτζερς να πολεμάνε έναν κακό.

~

Όσο μεγάλωνα, η συλλογή μου πλούτιζε.

Ανακάλυψα κάποιες βασικές αρχές ενός συλλέκτη.

Παραδείγματος χάριν: να αποζητάς την ποιότητα, όχι την ποσότητα.

~

Το πάθος μου, έμεινε για πάντοτε κρυφό απ' όλους. Ήμουν, άλλωστε, πολύ προσεκτικός.

~

Το να είσαι μεγάλος, ανοίγει συναρπαστικούς νέους ορίζοντες

για να ικανοποιήσει κανείς την εν λόγω δραστηριότητα.

Άρχισα να μαζεύω τα γκρίζα λεπτά που κυλούσαν στα κόκκινα φανάρια, τις ουρές, τη σκοπιά, τις αίθουσες αναμονής, τις αϋπνίες, τους αυτόματους τηλεφωνητές.

Τα λεπτά που αργούσα στη δουλειά, και τα ατελείωτα μέχρι να σχολάσω.

Κάθε ανούσιο λεπτό μπροστά στον καθρέφτη

έως ότου γίνω ευπρεπής, και ευπαρουσίαστος.

Κάθε αναμονή

κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι

και κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι του γείτονα.

~

Όλα τα “περιμένετε ένα λεπτό, σας παρακαλώ”

που εκφέρονται από ένα ανέκφραστο πρόσωπο.

“Το αφεντικό θα σας δει σε ένα λεπτό”.

“Ο γιατρός θα σας δει σε ένα λεπτό”.

“Μισό λεπτό, και θα σας εξυπηρετήσουμε”.

“Επιστρέφω σε ένα λεπτό”.

~

Τα φυλούσα πλέον σε βαζάκια, με μια ετικέτα έξω απ' το καθένα

διαφορετικό

ανά χρονολογία, ανά τύπο, ανά μέγεθος, ανά σημαντικότητα.

Σημείωνα στις ετικέτες λέξεις φαινομενικά παράλογες

όπως: “Ρομπέν των δασών”. ή, “Η αιωνιότητα”. ή, σε ένα μικροσκοπικό, “Φρύνοι”.

Μοναχά εγώ ήξερα τι σημαίνει το καθένα.

~

Μαζί σου, η συλλογή μου εμπλουτίστηκε με ένα νέο βαζάκι.

Εκείνο με το πράσινο καπάκι. Που σε παρακάλεσα να μην ανοίξεις ποτέ.

Δεν ξέρεις τι θα ξεπηδήσει από μέσα. Με τέτοια πράγματα, καλό είναι να φυλάγεσαι άλλωστε…

~

Εκεί, τοποθέτησα όλα τα δικά σου λεπτά.

Εκείνα τα βιαστικά, που ήθελα να ξαπλώσω δίπλα σου, λίγο ακόμη

μα έπρεπε να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για τη δουλειά.

Τα ατελείωτα λεπτά που περίμενα να μου απαντήσεις σε κάποιο μήνυμα

και

τα λεπτά που τελείωναν στην κάρτα, και δεν μπορούσα να σου μιλήσω άλλο.

(δεν είχα και φράγκα να βάλω άλλη).

Και

τα δέκα λεπτά που σε περίμενα

στο πρώτο μας ραντεβού.

Το καλύτερο κομμάτι της συλλογής.

~

Τα τελευταία χρόνια, την διεύρυνα ακόμη περισσότερο.

Τεχνολογία, σου λέει.

Μαζεύω με αφοσίωση λεπτά από την τηλεόραση

και το διαδίκτυο.

Κάθε φορά που παρακολουθώ στις ειδήσεις

“τις συναρπαστικές εξελίξεις

λεπτό προς λεπτό”

θάνατοι, καταστροφές, αστυνομικές επιχειρήσεις,

συλλήψεις, αυτοκτονίες,

γέννησε η Μενεγάκη.

Χαμός.

Μπήκε γκολ στο τελευταίο λεπτό.

Κι εκεί που περιμένω να τελειώσει η γαμοδιαφήμιση τους στο youtube

“Μη χάνεις λεπτό”. “Βλέπεις διαφορά, απ' το πρώτο κιόλας λεπτό”

“Απέκτησε λεπτή σιλουέτα στο λεπτό”.

(και γαμώ τα λογοπαίγνια).

~

Μαζεύονται, που λες, αυτά τα λεπτά.

Αργά, αλλά με αγάπη

και αφοσίωση.

Και κάποια στιγμή, τα λεπτά αυτά

θα γίνουν ώρα.

~

Θα είναι η ώρα

που θα τους πάρει ο διάολος.

 

529888_3227579762463_1358268552_n

 

Ζήτω το παγκόσμιο φρικαριάτο /

/

/           /

//

κανείς, αργότερα, δεν κατάφερε να εντοπίσει την αρχική πηγή /

γιατί τούτη τη φορά, δεν είχε χρειαστεί / καμία επαναστατική πρωτοπορία / κανένα κάλεσμα /

ούτε υπογραφές, διαθεσιμότητες, οργάνωση, αφίσες, δρομολόγιο, πρόγραμμα /

καμία διαδικτυακή πρόσκληση, να πατήσεις “θα πάω” ελαφρά τη καρδία και να σου το θυμίσει το μηχάνημα δέκα λεπτά πριν, ότι να, κοίτα, αυτό που είπες πως θα πας, συντελείται τώρα δα, και εσύ λείπεις, και που χρόνος να μαζέψεις τα τσιγάρα και τα κλειδιά, να κάνεις ένα μπάνιο στα γρήγορα, να φορέσεις τα μαύρα, να αποφύγεις τον διαχειριστή, να κατέβεις τα σκαλιά τρέχοντας /

/                                     /

λένε πως διαδόθηκε με τον άνεμο /

με το άγγιγμα /

σαν φήμη /

σαν ψίθυροι /

σαν υπονοούμενα /

πως ήταν κρυμμένο μήνυμα ανάμεσα σε διαφημιστικά σποτ και σελίδες βιβλίων /

πως κάποιοι, σε κάποιο σκιερό υπόγειο, το σχεδίαζαν για χρόνια /

ή πως το οραματίστηκε ένα ζευγάρι μόλις το προηγούμενο βράδυ, καθώς έκαναν έρωτα /

ή πως βγήκε αυθόρμητα, όπως όλα τα μεγάλα όμορφα πράγματα /

/ /

όπως και να' χει, έγινε /

να, κοίτα /

έπαψαν πια να κρύβονται /

πλημμύρισαν τους δρόμους, κραυγές και σώματα /

φωνές ντροπαλές, βραχνές, μουσικές, ακατάπαυστες, βαθιές /

σαν πλήθος ήταν /

ή μάλλον, σαν πληθωρική στρατιά, με την διάταξη τους επιμελώς ατημέλητη, λες κι ένας συλλογικός νους να τους τοποθέτησε φαινομενικά τυχαία, ώστε να σχηματίζουν ένα σχέδιο, μια αισθητική τελειότητα, ένα μαθηματικό παράδοξο, ένας εδώ, δυο παραδίπλα, τρεις σ' αυτή την πλευρά, άλλοι τρεις παραπέρα, θα στέκεστε κάπως έτσι, θα φορέσετε το εμπριμέ φουλάρι σας, κυρία μου μη σηκώνετε τόσο το χέρι σας, χαμογελάτε, συνεχίστε, σας παρακαλώ μη σπρώχνεστε, έρχονται κι άλλοι, υπάρχει τόσο μίσος ακόμη, και τόσα γέλια, ο δρόμος αυτός φαίνεται μας χωράει όλους, χωράει μια εξέγερση /

/                                  //

ήταν όλοι τους εκεί /

/

οι ερωτευμένοι, οι μεθυσμένοι, οι ξένοι, οι πληγωμένοι, οι μόνοι, οι απεγνωσμένοι, οι ανικανοποίητοι, οι διχασμένοι, οι παράξενοι, οι απογοητευμένοι, οι φοβισμένοι, οι απλησίαστοι /

//

ήταν όλοι όσοι προσπάθησαν, τουλάχιστον μια φορά, να αυτοκτονήσουν, μα δίστασαν λίγο πριν το τέλος γιατί δεν ήξεραν τι να γράψουν στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα / τι να πρωτοπεί κανείς / αντάλλασσαν όμως τις εμπειρίες τους πάνω στην πρακτική, κατά βάθος είναι και ζήτημα καλαισθησίας, η τελευταία πινελιά ενός καλλιτέχνη, ποιός άραγε ανάμεσα μας μπορεί να κρίνει αν η εκπυρσοκρότηση ενός πιστολιού είναι γοητευτικότερη ή δημιουργικότερη από μια σιωπηλή λεπίδα, από ένα μπουκαλάκι υπνωτικά, από μια βουτιά στο κενό /

/

ήταν όλες αυτές οι παράξενες φιγούρες, κάπως σκυφτές και φοβισμένες, που τους πετυχαίνεις συνήθως σε γυράδικα και πιτσαρίες τις νύχτες να αναζητούν λίγη συντροφιά / να αναζητούν ο ένας τον άλλο / τη δική τους μυστική πιάτσα / να ανταλλάσουν ανακουφιστικές κοινοτυπίες / να κάθονται, κάθε βράδυ, οι ίδιοι κάπως λευκοί άνθρωποι, στις ίδιες λευκές καρέκλες, κάτω από το ίδιο λευκό φως / μπροστά μια βιτρίνα με πίτσες, δυο ευρώ το κομμάτι / και να παρακολουθούν με μια υποψία ζήλιας τους πελάτες να μπαινοβγαίνουν στη σειρά / άρτος και θεάματα /

/                                            /

ήταν όλοι οι ψυχαναγκαστικοί, που τοποθετούν πάντοτε τα φλιτζάνια κατά σειρά ύψους, τις παντόφλες στην ίδια γωνία του σπιτιού, το κόκκινο πουλόβερ μαζί με τη μαύρη βερμούδα, τους συγγραφείς κατά επώνυμο / όλα βγάζουν νόημα τελικά / ας μη ξεχνάμε κι αυτούς που θα διαβάσουν τούτο το κείμενο, κι έπειτα θα σταθούν να μετρήσουν τις κατηγορίες να κοιτάξουν αν βγαίνει ζυγός αριθμός, αν είναι ας πούμε όλα τακτοποιημένα, υπολογισμένα / κατά βάθος νομίζω θα ήθελαν να είναι αράχνες, η ζωή τους να περιστρέφεται γύρω από την απόλυτη συμμετρία ενός καλοφτιαγμένου ιστού /

/

ήταν κι αυτοί που επέλεξαν να χάσουν τον εαυτό τους πάνω σε μια μπάρα / στον πάτο ενός ποτηριού / μέσα σε μια συνεχόμενη νύχτα / ένας εξέχων λογοτεχνικός τρόπος να χάσεις τον εαυτό σου, όπως διατείνονται οι ίδιοι / μα είναι διπλά τραγικοί / ένα γιατί χάθηκαν, το προφανές, ας μην επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα / και δυο γιατί / ας σημειωθεί / η αυτοκαταστροφή τους πάσχει από ολοκληρωτική έλλειψη πρωτοτυπίας / τόσο μπανάλ, χρυσό μου / τόσο προφανές / ένα πρόχειρο κολάζ όλων των στίχων που βρίσκει κανείς σε ποιητικές συλλογές / απ' τους ρομαντικούς ως τους μπήτνικ / ανεκπλήρωτοι έρωτες και μπλαμπλαμπλα / εφηβικά ινδάλματα, ροκ σταρς να αργοπεθαίνουν πίσω απ' τη σκηνή, ευκολοχώνευτη τραγικότητα / ο μπάρμαν ξέρει, κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά, γεμίζει ξανά το ποτήρι / απαιτείται μια ιδιοφυία για να γεννήσει έναν πραγματικά ξεχωριστό τρόπο αυτοκαταστροφής /

/  /

ήταν αυτοί που, καθώς περπατάνε στο δρόμο, μονολογούν / ή μιλάνε σε κάποιον φανταστικό φίλο, κάποιον παλιό συγγενή, κάποιον αόρατο συνομιλητή, κάποιον νεκρό αγαπημένο / τραγουδάνε τσιγγάνικα τραγούδια / απαγγέλλουν ποίηση / σιγοσφυρίζουν σκοπούς από διαφημίσεις του ραδιοφώνου / ή ρίχνουν κατάρες στους περαστικούς / ίσως και να πιάνουν αυτές οι κατάρες, ποιος ξέρει, ίσως γι’ αυτό οι άνθρωποι να σκοντάφτουν στο πλακόστρωτο / είναι να μη σου τύχει /

/                                                                                           /

ήταν και όλες αυτές οι γιαγιάδες που αρνήθηκαν τον θάνατο / αρνήθηκαν τη μοναξιά / αρνήθηκαν τα πλήθη / αρνήθηκαν και το γηροκομείο, που τόσο απλόχερα τους προσέφερε σαν εναλλακτική ο καλός εγγονός, θα είσαι καλύτερα εκεί, με ανθρώπους της ηλικίας σου, κάποιος να σε προσέχει, αν πάθεις τίποτα, κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει / ζουν ακόμη σε εκείνη τη μονοκατοικία στο τέλος του δρόμου, παρέα με μια στρατιά από γάτες / η γιαγιά δεν έχει όνομα για τις γάτες, οι γάτες έχουν όνομα για τη γιαγιά μα δεν της το λένε ποτέ, την φωνάζουν απλά η καλή κυρία, με τον δικό τους γατίσιο τρόπο, και όλοι είναι κατά γενική ομολογία ευτυχισμένοι, όσο υπάρχει γάλα /

/

ήταν όλοι τους εκεί /

/                      /   /

οι μελαγχολικοί, οι τρομαγμένοι, οι παράλογοι, οι υποχόνδριοι, οι εθισμένοι, οι θλιμμένοι, οι δυσλεξικοί, οι σιωπηλοί, οι περίεργοι, οι παθιασμένοι, οι ατελείς, οι κομπλεξικοί /

/                                                                                      /

ήταν κι όσοι και όσες δεν ένιωσαν ποτέ άνετα με το σώμα τους / γιατί το σώμα τους επέλεξε αυτοβούλως να μη νιώσει ποτέ άνετα με τα πρότυπα ομορφιάς / οι γιατροί, λέει, έβαλαν τα δυνατά τους / νυστέρια, δίαιτες, χαπάκια, κρέμες, βοτάνια / κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό / η κατάσταση σας είναι ανίατη / φοβάμαι πως θα παραμείνετε χοντρούλα, μπάζο, σκιάχτρο, σπυριάρης, φρικιό / είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ανθρώπινη εφευρετικότητα όταν καλείται να δημιουργήσει λέξεις που πληγώνουν / τη μέρα τούτη όμως αυτές οι λέξεις απαγορεύονταν / ήταν απλά όλες και όλοι τους όμορφοι /

//

ήταν και κάτι τύποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο να γράφουν / και γράφουν / και γράφουν / σιωπηλά και ασταμάτητα / γράφουν για τα αγόρια που κατέβηκαν από τα άστρα / για έρωτες που ποτέ δεν έζησαν / για το θεό, το νόημα της ζωής, τις ψυχές, τα σύννεφα / για το θάνατο και την αρρώστια και την αποτυχία του να είσαι άνθρωπος / για τον ιδρώτα, το αίμα, τη σκόνη, τα δάκρυα / γράφουν / δίχως σκοπό / γεμίζουν σελίδες επί σελίδων / και δεν τα έχουν δείξει ποτέ σε κανέναν / ίσως να μην έχουν σε ποιόν να τα δείξουν / ίσως να μην υπάρχει κανένας να τα δείξουν / η μητέρα τους, στο δίπλα δωμάτιο, βήχει πάλι, έχει τις δικές της σκοτούρες / οι συνάδελφοι το πρωί στη δουλειά, τους κοιτάνε λίγο περίεργα / δεν θα τα δείξουν ποτέ σε κανέναν / κανείς δεν θα καταλάβει / μόνο τα αγόρια που κατέβηκαν απ' τα άστρα, λέει, τους καταλαβαίνουν /

/

ήταν αυτοί που δεν έχουν προσαρμοστεί ακόμα στο πρωινό ξύπνημα / που ονειρεύονται τη μέρα που κανείς δεν θα τους διακόψει το όνειρο / τη μέρα που τα ξυπνητήρια θα απαγορευτούν / τη μέρα που η εργασία θα απαγορευτεί / τη μέρα που οι Δευτέρες θα απαγορευτούν / ήρθαν κάπως αργοπορημένοι αυτοί, μα πρόφτασαν πάνω στο καλό, δεν έχασαν το καλύτερο δηλαδή, άλλωστε όπως λέει και η λαϊκή σοφία, όποιος βιάζεται σκοντάφτει /

/                          /

ήταν όσοι κάνουν αυτές τις παράξενες συλλογές / αφιερώνουν μια ζωή σ' αυτό, και πάλι ίσως δεν αρκεί μια ολάκερη ζωή / είναι ατελείωτα / πορσελάνινες κούκλες, γραμματόσημα, παλιά παιχνίδια, σπιρτόκουτα / γεμίζει το σπίτι, δεν αρκεί ένα ολάκερο σπίτι / γεμίζει το μυαλό με πορσελάνινες κούκλες, αρχίζουν φαντάζουν ζωντανές, αλλάζουν θέση τα βράδια, ψιθυρίζουν στα αυτιά τους όταν κοιμούνται, ζητάνε κι άλλο χώρο, κι άλλο χρόνο, δεν αρκεί / έχουν μονάχα ένα σπίτι να δώσουν, μια ζωή, ένα μυαλό / που χρόνος για άλλα πράγματα / κατέβηκαν στο δρόμο σήμερα με τύψεις, ακούνε τις κούκλες τους να τους καλούν, να παραπονιούνται, τις εγκατέλειψαν, ποιός ξέρει τι μπορεί να συμβεί όσο λείπουν / κάποιοι έφεραν την διαλεχτή τους μαζί τους / την κρατούσαν σφιχτά στην τσέπη, σαν φυλαχτό /

/

ήταν κι όλοι αυτοί που, μια ζωή, βάδιζαν δίπλα στον αγαπημένο τους, την αγαπημένη τους, και δεν τολμούσαν να του κρατάνε το χέρι, της / αγοράκι με αγοράκι, κοριτσάκι με κοριτσάκι, όλοι οι πιθανοί συνδιασμοί θα μπορούσαν να υπάρξουν ως εφικτοί / έρως κρυμμένος / φόβος / μα τι θα πει ο κόσμος / τώρα ήταν εδώ, δεν κρατούσαν απλά τα χέρια, πηδιόντουσαν στη μέση του πλήθους, μια γυμνή και υγρή χορογραφία / ξημέρωσε επιτέλους η μέρα όπου αναγκάστηκαν να κρυφτούν αυτοί οι “άλλοι” / να κρυφοκοιτάζουν από τα παράθυρα του σαλονιού, πίσω απ' τις δαντελωτές κουρτίνες / με μια σταγόνα θυμού, και δυο τζούρες ζήλιας / δε με νοιάζει τι κάνετε στο κρεβάτι σας κύριε μου, εγώ στο δρόμο πηδιέμαι / τέλος /

/                               //

ήταν όλοι τους εκεί /

/

πέντε μέτρα μπροστά, ίσως λιγότερο, ίσως περισσότερο / προπορεύονταν εκείνοι οι δυο /

ξερακιανός ο ένας, στα δεξιά, με ένα αμάνικο γκρι πουλοβεράκι που του έπλεξε κάποτε η γιαγιά του /

με υποψία φαλάκρας /

και υποψία χαμόγελου /

κοντούλα θα την έλεγες την άλλη, στα αριστερά, φορούσε ένα λίγο παράξενο καπέλο με ένα μπουκέτο λουλούδια καρφιτσωμένο πάνω του /

και κούτσαινε λιγάκι /

κρατούσαν ένα τεράστιο πανό /

που έγραφε, με γράμματα όμορφα, ακριβή, καθαρά /

Υγιείς και κανονικοί /

στου πηγαδιού τον πάτο /

ζήτω το παγκόσμιο /

φρικαριάτο /

έτσι ακριβώς, ακόμα και τις καθέτους είχε στο τέλος κάθε σειράς /

//

και πέντε μέτρα πίσω, ίσως λιγότερο ίσως περισσότερο / προχωρούσε ένας γέρος /

φορούσε όλα αυτά που φοράνε συνήθως οι γέροι, και βάδιζε σαν ένας τέτοιος /

τίποτα το παράξενο ως εδώ λοιπόν /

και μουρμούριζε μοναχός του /

/             /

εγώ, έλεγε, γεννήθηκα στην σπιναλόγκα /

και τούτη εδώ, έκανε, δείχνοντας το πλήθος /

θα είναι η εκδίκηση μου /

 

549344_10151462652160370_543395369_23789996_1513284673_n

Αναζητώντας αθώους.

 

~

…που λες, απ' την πρώτη στιγμή που έσκασε η είδηση της δολοφονίας, εδώ και μια βδομάδα τώρα, και έχουν γαμηθεί όλοι να αλληλοκατηγορούνται.

~

Η κυβέρνηση τα ρίχνει στην αριστερά ότι με τις απεργίες και τα συναφή, το τραβάει στα άκρα και να τα αποτελέσματα, η αριστερά τα ρίχνει στην κυβέρνηση και τους εφοπλιστές ότι χρησιμοποιούν την χρυσή αυγή για την βρωμοδουλειά τους, και οι δυό τους τα ρίχνουν στην αστυνομία που τα΄χει τόσα χρόνια πλακάκια με τους χρυσαυγίτες. Η αστυνομία πήγε να τα ρίξει στα γηπεδικά, μα δε της βγήκε, οπότε τώρα πρέπει να βιαστεί να συλλάβει και κάνα φασίστα για τα μάτια του κόσμου, ενώ οι φασίστες από μεριάς τους αδειάζουν ο ένας τον άλλο μπας και τη βγάλουν καθαρή. Η κοινωνία με τη σειρά της, τα ρίχνει στους τετρακόσιους κάτι χιλιάδες ψηφοφόρους της χρυσής αυγής, λες και με παρθενογέννηση ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί μέσα στην προαναφερθείσα κοινωνία που κάτα τ'άλλα είναι αθώα και ξεχειλίζει από δημοκρατικά και αντιρατσιστικά αισθήματα, ενώ οι ψηφοφόροι της το παίζουν ξαφνικά χαζοί και παραπλανημένοι και καλά παιδιά κάτα βάθος, που κάτι η κρίση, κάτι η ανεργία, κάτι τα δύσκολα παιδικά χρόνια, σαν να λέμε δεν είχαν πάρει χαμπάρι μέχρι προχθές ποιόν ψηφίζουν και ποιόν οπλίζουν.

~

Μέσα στις επόμενες μέρες, αναμένουμε την γραμμή του Κκε, που με κάποιο υπερρεαλιστικό άλμα λογικής θα κατηγορεί για μια ακόμη φορά τον Σύριζα, το κύρυγμα του πάτερ Σάββα για το πως το Furby, αυτός ο χνουδωτός διάολος, δαιμονίζει τα παιδάκια και γίνονται χρυσαυγιτάκια, και την τοποθέτηση του Βασίλη Λεβέντη επί του θέματος.

~

Και κάτι μου λέει πως αργά ή γρήγορα, θα τα ρίξουμε όλοι μαζί στο ποτάμι να τα πάρει μακριά και να ξεχαστούνε, μιας και που καμία κοινωνία δεν γουστάρει να ξυπνάει κάθε πρωί και να της θυμίζουν πως έχει τα χέρια της βαμμένα με αίμα. Γιατί όλοι μας κουβαλάμε ένα, μικρότερο ή μεγαλύτερο, μερίδιο ευθύνης σ' αυτή την ιστορία – όσο απεγνωσμένα κι αν προσπαθήσουμε να βγάλουμε την ουρά μας απ' έξω.

 

~

 

Φταις κι εσύ, λοιπόν, πολιτικέ, δήμαρχε, υπουργέ, αστυνομικέ διευθυντή, δημοσιογράφε, τηλεπαρουσιαστή, κάθε απόχρωσης και ιδεολογίας, που συνεχίζεις να αναπαράγεις το παραμυθάκι περί θεωρίας των άκρων, πολέμου συμμοριών και ανεξέλεγκτης βίας που πρέπει όλοι μαζί, σαν καλή και δημοκρατική παρέα που είμαστε, να την καταδικάσουμε, απ' όπου κι αν προέρχεται, βάζοντας έτσι στο ίδιο τσουβάλι ότι σου βρωμάει, ότι προκαλεί ρωγμές στην βιτρίνα της ησυχίας, τάξης και ασφάλειας που κατασκευάζεις με τόση επιμονή, είτε είναι τα νεοναζιστικά σκυλάκια που ξεφεύγουν αραιά και που απ' την επίβλεψη σου και παρεκτρέπονται, είτε είναι ο κόσμος που αγωνίζεται για τη ζωή και την ελευθερία.

~

Φταις κι εσύ, ντόπιο αφεντικό, μικρό ή μεγάλο, που εδώ και μια εικοσαετία πατάς επί πτωμάτων, εκμεταλλευόμενος με παροιμιώδη ασυδοσία και σκληρότητα τους μετανάστες, στα εργοτάξια, στα χωράφια, στα μπουρδέλα, στις οικοδομές, στο δρόμο, με τραμπουκισμούς και απειλές, χέρι χέρι με τη μαφία, χέρι χέρι με την αστυνομία, και τώρα που δεν σου είναι πλέον χρήσιμοι θέλεις κάποιον να βάλει ένα χεράκι, κάποιον να “ξεβρωμίσει τον τόπο” για πάρτη σου, και κάποιον να τρομοκρατήσει και λίγο τους ντόπιους εργάτες μη τολμήσουν να διεκδικήσουν ένα κομμάτι απ' τα αυτονόητα.

~

Φταις κι εσύ, μικρόψυχε και κοντόφθαλμε έλληνα, πατριώτη, ψηφοφόρε, που πλανεύτηκες απ' την υπόσχεση ενός φευγαλέου αμερικάνικου ονείρου, που έκανες τα στραβά μάτια σε όσα συνέβαιναν έξω απ' την πόρτα σου ελπίζοντας πως δεν θα πλησιάσουν ποτέ το σαλόνι σου και την πλάσμα τιβί σου, πως δεν θα σε αγγίξουν ποτέ όλα αυτά, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το trafficking, τα πογκρόμ, τα τάγματα εφόδου, οι απελάσεις, τα ναρκοπέδια, τα ρατσιστικά ανέκδοτα, τα υποτιμητικά βλέμματα στο μετρό, ο θάνατος.

~

Φταις κι εσύ, εργαζόμενε, άνεργε, απολυμένε, επισφαλή, αναλώσιμε, εσύ που σαν η Κρίση σου χτυπήσει την πόρτα και συνειδητοποιήσεις ξαφνικά πως δεν τον βγάζεις το μήνα, αντί να βρεις το θάρρος και την συνείδηση να σηκώσεις επιτέλους κεφάλι και να σταθείς συλλογικά και αποφασισμένα απέναντι στους εργοδότες σου, βρίσκεις και πάλι το εύκολο θύμα να ξεσπάσεις την οργή σου: τους μετανάστες που σου τρώνε τις δουλειές, τις ίδιες δουλειές που μοναχός σου απαξίωσες για να παίξεις λίγο κι εσύ στο πανηγυράκι των βυσμάτων, των δανείων, του χρηματηστηρίου και των αντιπαροχών.

~

Φταις κι εσύ, πασιφιστή και νομοταγή αντιφασίστα, που ενώ αντίκρυζες καθημερινά τον πόλεμο που μαίνεται γύρω σου, συνέχισες να ελπίζεις στις καταγγελίες, στις ειρηνικές διαδηλώσεις, στις σιωπηλές διαμαρτυρίες με αναμμένα κεράκια, στον τηλεοπτικό χρόνο, στην θεσμική απονομιμοποίηση του φασισμού, στα ψηφίσματα των φοιτητικών συλλόγων, στη συλλογή υπογραφών, στις λυκοφιλίες με τον κάθε πεταμένο δεξιό για την δημιουργία πρόσκαιρων αντιφασιστικών μετώπων, συνέχισες να αναμένεις μια ζωή τις δικαστικές αποφάσεις, τις τοποθετήσεις των βουλευτών σου, την τετραετία που θα βγεις κυβέρνηση, το λαικό και μαζικό και οργισμένο κίνημα που θα ξεπηδήσει κάποτε και θα σαρώσει κάποτε τα πάντα στο πέρασμα του, κάποτε.

~

Φταις κι εσύ, αγωνιστή των πλατειών, που μούτζωσες και αγανάκτησες μπροστά στη βουλή με φόντο τις γαλανόλευκες, όλοι οι έλληνες ενωμένοι, αριστεροί και δεξιοί, αφεντικά και εργαζόμενοι, η Σάρα και η Μάρα και το κακό συναπάντημα, στραμμένοι πάντα απέναντι σε κοινούς εχθρούς, τη Μέρκελ, τους Γερμανούς, τους Αμερικάνους, την παγκοσμιοποίηση, την Ε.Ε., το ευρώ, πάντα κάτι εκτός συνόρων, πάντα κάτι εξαιρετικά βολικά μακρινό.

~

Φταις κι εσύ, δημοκράτη, ηθικέ, μόνιμα διαλλακτικέ, τίμιε και φιλήσυχε πολίτη, που μετά απ' όλα αυτά εναποθέτεις ακόμη τις ελπίδεις σου στην δημοκρατία και την δικαιοσύνη, που επέτρεψες στη ρητορική του μίσους να εισβάλλει ανεμπόδιστη στην καθημερινότητα σου για να μην διαταραχθεί η πολυφωνία και η ελευθερία της άποψης, που επέτρεψες στα τάγματα εφόδου να ξεχυθούν ανεμπόδιστα στους δρόμους σου εφόσον τα στήριζαν τόσοι ψηφοφόροι, που νομίζεις πως με λίγη κουβεντούλα και λίγη καλή θέληση και μια γεμάτη κάλπη όλα λύνονται, και πως στην τελική για τους κακούς υπάρχει η αστυνομία και η φυλακή.

~

Φταις κι εσύ, ελληνοκανονικέ τυπικέ οικογενειάρχη, που γαλούχησες τα τέκνα σου με το τρίπτυχο πατρίς θρησκεία οικογένεια, με πειθαρχία, υπακοή, σεβασμό στην εξουσία, κάθε πρωί τον εθνικό ύμνο και κάθε Κυριακή εκκλησία, να τα καμάρωνες στις παρελάσεις και να μην αμελήσεις ποτέ να σημαιοστολίζεις το μπαλκόνι σου σε κάθε εθνική επέτειο και το σπιτικό σου σε κάθε θρησκευτική εορτή.

~

Φταις κι εσύ, γαμιά της γειτονιάς και της διπλανής πόρτας, φορτωμένε αναβολικά και τεστοστερόνη, που πιστεύεις ότι ο στρατός σε κάνει άντρα, το να τσαμπουκαλεύεσαι στους αδύναμους σε κάνει άντρα, το να βιάζεις επί πληρωμή Ρωσίδες σε κάνει άντρα, το να υποτιμάς τους ομοφυλόφιλους, τους ξένους και κάθε τι διαφορετικό, σε κάνει άντρα.

~

Φταις κι εσύ, ανιστόρητε ιστορικέ, πατριδολάγνε, εθνικιστή τηλεπλασιέ, που έμπλεξες τον Σωκράτη με την ορθοδοξία, τον Μεγαλέξανδρο με την άμεση δημοκρατία, την Αθήνα με την Κωνσταντινούπολη (που πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δική σου θα΄ναι), και την μεγάλη ελλάδα με τα μπούτια σου, γιατί ξέρεις κατά βάθος πως λαός χωρίς παρόν και χωρίς μέλλον, δεν μπορεί παρά να επιβιώνει και να αυνανίζεται με τα αποφάγια ενός πλαστού ένδοξου παρελθόντος.

~

Φταις κι εσύ, ουδέτερε και απαθή, που τόσα χρόνια οπλίζεις με την σιωπή σου τον εκφασισμό της ίδιας σου της κοινωνίας, που απαρνήθηκες την πολιτική γιατί νόμιζεις πως πολιτική είναι τα κόμματα, τα ψηφοδέλτια και τα μεγάλα λόγια, η βουλή και τα τηλεπαράθυρα, τα σύμβολα και οι σημαιούλες, κάτι μακρινό και ξένο για να το αφήνεις στα χέρια των ειδικών και να κοιμάσαι ήσυχος, και φρόντισες να παραβλέψεις πως πολιτική είναι και να δρας, να παίρνεις τα πράγματα στα χέρια σου, να σκέφτεσαι, να οργανώνεσαι, να συμμετέχεις, να βρίσκεσαι με τους γύρω σου και να παλεύετε από κοινού για τα προβλήματα σας.

~

Φταις κι εσύ, εναλλακτικέ καλλιτέχνη, διαδικτυακέ ακτιβιστή, blogger, διανοούμενε, πνευματικέ άνθρωπε, που επέλεξες να θρονιάσεις μακριά απ' την κοινωνία και τα κοινότυπα προβλήματα της, να αναπαράγεσαι και αυτοαναπαράγεσαι ατέρμονα επί ματαίω, εκτοξεύοντας από απόσταση ασφαλείας τις προσωπικές αποψάρες σου, τις δημιουργικές σου ανησυχίες, τη διαφορετικότητα σου απ' τους κοινούς θνητούς, τις σημειολογικές σου αναζητήσεις, και περίμενες να πεθάνει ένας άνθρωπος, όχι αναρχικός ή κομμουνιστής, μήτε μετανάστης, μα κάποιος που θα μπορούσε να είσαι εσύ, για να προσγειωθείς επίπονα απ΄το νεφέλωμα της προσωρινής σου θέωσης και να αναγκαστείς επιτέλους να πάρεις θέση.

~

Φταίω κι εγώ, στην τελική, που κάθομαι και γράφω όλα τούτα, αντί να βγώ στον δρόμο και να συναντηθώ επιτέλους με όσους και όσες συνειδητοποιούμε και σηκώνουμε το ίδιο βάρος, το ίδιο μερίδιο ευθύνης, να τα βάλουμε κάτω και να δούμε τι διάολο θα κάνουμε από δω και πέρα…

 

405831_356247967726467_1406280104_n

 

Να ονειρευόμαστε γάτες

Και κάθε νύχτα, κάθονται όλοι τους γύρω απ' τη μπάρα
-οι ίδιοι πάντοτε
όσο κι αν αλλάζουν τα πρόσωπα τους
οι φωνές, ή ο τρόπος που στέκονται στα σκαμπό
είναι πάντοτε οι ίδιοι, δεν με ξεγελάνε-
και συζητάνε για τον έρωτα,
και τι να είναι άραγε τούτο το πράγμα

και μιλάνε για πάθος, για πληγές αναίμακτες
για πίστη και αφοσίωση
λένε για κάποιες φορές που αγγίζουν τον ουρανό
κι άλλες που αγγίζουν τον θάνατο
για πράγματα μεγάλα και τρομαχτικά
λένε, άλλοτε, για όμορφα μάτια
για χάδια και μυρωδιές
για στιγμές σιωπής, με την πόλη να απλώνεται κάτω απ' τα πόδια τους
για καύλες
για όσα έχουν πια παρέλθει

εγώ όμως
δεν ξέρω απ' αυτά
ένα μικρό πράγμα θυμάμαι μονάχα
μια βραδιά που γύριζα σπίτι μεθυσμένος
είδα μια γάτα να περπατάει κάπως αστεία
και είχα έναν άνθρωπο να του γράψω πως,
“να, μόλις είδα μια γάτα να περπατάει κάπως αστεία”
κι αυτός ο άνθρωπος να μην το πάρει ως κάτι αδιάφορο
μήτε ως κάτι παράξενο
μα να έχει τις σωστές λέξεις να απαντήσει
ώστε να γυρίσω σπίτι και να κοιμηθώ ευτυχισμένος
και να ονειρεύομαι γάτες.

29931

Η ΕΡΤ ανήκει στην κοινωνία / και άλλα παιχνίδια με τις λέξεις

Η ΕΡΤ ανήκει στην κοινωνία  / και άλλα παιχνίδια με τις λέξεις

 

Αγαπητέ μου, κύριε δημοσιογράφε

 

   Ξέρω πως οι γραμμές αυτές, σε βρίσκουν σε μια στιγμή θλίψης μα και γιορτής.

   Θλίψης, γιατί ομολογουμένως, δεν μπορώ μήτε να φανταστώ την αίσθηση που αφήνει το να ξυπνάς ένα πρωινό και να σου ανακοινώνουν, με την θρασύτερη φυσικότητα του κόσμου, πως έχεις χάσει τη δουλειά σου. Πως κάποιοι κύριοι θεωρούν ότι τα δέκα, δεκαπέντε χρόνια που μπαινοβγαίνεις στο στούντιο κρίνονται ως αδιάφορα, αμελητέα, πως πρέπει να ξανακάνεις το βιογραφικό σου σαν καλό παιδί και να παρακαλάς να σε προσλάβουν στο επόμενο τους project, που θα είναι πιο αδιάφθορο, δίκαιο, οικονομικό και γαμάτο, λιγότερο εξαρτημένο απ' την εκάστοτε κυβέρνηση και θα έχει ένα όνομα που θυμίζει γιαουρτάκι διαίτης. Και πως θα πρέπει να καθήσεις στ' αυγά σου και να τα δεχτείς αδιαμαρτύρητα όλα τούτα, γιατί με τις επιστρατεύσεις, τις μυνήσεις, τα ΜΑΤ, την ανεργία που καλπάζει και όλα αυτά τα ωραία, δεν σε παίρνει και πολύ να κάνεις τσαμπουκάδες…

   Θλίψης, ναι, μα και γιορτής παράλληλα. Γιατί είναι γιορτή η κάθε στιγμή που οι άνθρωποι στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο, που τα κεφάλια και οι γροθιές υψώνονται, που ξεπερνάμε τους φόβους και την αδράνεια, που συναντιόμαστε στους δρόμους και στις συνελεύσεις, που πληθαίνουμε κάτω απ' τη βροχή, που μοιραζόμαστε αγώνες και επιθυμίες, αρνήσεις, λέξεις και εικόνες.

   Αυτή την εξαιρετική στιγμή λοιπόν, λυπάμαι, προκαταβολικά, που θα την αμαυρώσω με τον κυνισμό μου. Μα μερικά πράγματα, πρέπει να ειπώνονται στην ώρα τους – ούτε πιο πριν, ούτε πιο μετά.

   Μου ζητάς, λοιπόν, αγαπητέ μου δημοσιογράφε, την αλληλεγγύη μου. Εμένα, και ολάκερης της κοινωνίας.

   Εσύ, που, μη γελιόμαστε, ήξερες τόσα χρόνια τι παίζει.

   Ήξερες για τους αγώνες, τις απολύσεις, τους άνεργους, τους άστεγους, τους αυτόχειρες, για όλα αυτά που ξαφνικά έγιναν και δική σου καθημερινότητα. Ήξερες για τους καθηγητές και τους εργαζόμενους στα ΜΜΜ, ήξερες για την Ιερισσό και τη Μανωλάδα, ήξερες για τα κέντρα κράτησης, τις οροθετικές και τις εκκενώσεις των καταλήψεων. Ήξερες για τους παχουλούς μισθούς, την λογοκρισία, τα χρήματα που πηγαινοερχόντουσαν κάτω απ' τα τραπέζια – ίσως μάλιστα να συμμετείχες κι εσύ σε μερικά απ' αυτά. Ίσως πάλι και όχι. Ήξερες για την Κρίση και ήξερες πως τα αφεντικά μας θα πατήσουν επί πτωμάτων προκειμένου να την βγάλουν καθαρή. Ήξερες, μα δεν μοιραζόσουν.

   Έβλεπες, μα δεν έδειχνες.

   Και δεν έμεινες απλά σιωπηλός. Επέβαλλες τη σιωπή, μια σιωπή εκκωφαντική.

   Και τώρα, ξαφνικά, όλοι αυτοί οι κουστουμαρισμένοι που έβγαζες στο πλατό και τα τηλεπαράθυρα, δεν σε έχουν πια ανάγκη. Και άπο εργοδότες, έγιναν εχθροί (ταξική συνείδηση το λένε αυτό – κάλλιο αργά παρά ποτέ). Και η “αστυνομία που κάνει τη δουλειά της” έγινε “οι μπάτσοι που θα μας την πέσουν τα ξημερώματα”. Και “κέντρο ανομίας” έγινε το στούντιο σου. Και όλοι αυτοί που μέχρι πρότινος φώναζαν “αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι”, όλοι αυτοί που ως σήμερα περιφρονούσες και λοιδωρούσες, τώρα δα, στη στιγμή της μεγάλης σου ανάγκης, ήρθαν και στάθηκαν δίπλα σου. Που, ναι, είναι κάτι όμορφο. Και ελπιδοφόρο.

   Γιατί δείχνει, πως κάποιοι (όχι όλοι, ίσως, μα σίγουρα περισσότεροι απ' ότι χθες), δεν έχουν καταβροχθίσει αμασητί το δόγμα του “διαιρεί και βασίλευε” και πως συνειδητοποιούν πως η ελευθερία και η ευτυχία του καθενός μας, δεν “σταματάει εκεί που αρχίζει του διπλανού”, μα εξαρτάται από την ελευθερία και την ευτυχία του διπλανού. Πως έχουν, υποσυνείδητα έστω, την εικόνα ενός κόσμου στον οποίο όσοι τώρα παίζουν με τις ζωές μας, δεν έχουν θέση. Περισσεύουν. Αυτοί, και οι αποφάσεις τους, οι νόμοι τους, τα φράγκα τους, τα σκυλιά τους, τα ψέμματα τους. 

   Σαν να λέμε, καλή φάση. Κι εγώ μέσα, πάμε.

   Άλλα με στόχο τι, αγαπητέ μου δημοσιογράφε?

   Για αρχή, να ξαναβρεις τη δουλειά σου. Πράγμα που προφανώς, είναι αυτονόητο και αδιαπραγμάτευτο. Γιατί κάτω απ' όλες τις γαρνιτούρες και τους πολιτικαντισμούς, ο αγώνας σου είναι κάτα βάση ένας αγώνας εργατικός. Ένας αγώνας ταξικός.

   Και πέρα απ' αυτό? Άντε, πες επαναπροσλαμβάνεστε όλοι σας, ανοίγει ξανά η ΕΡΤ και η κυβέρνηση τρέχει να μαζεύει τα σπασμένα. Αυτό ήταν όλο? Τόσος ντόρος για να επιστρέψουμε στα ίδια?

   Εδώ είναι που μου λες, “μα η ΕΡΤ ανήκει στην κοινωνία”. Αν είσαι και λίγο πιο ειλικρινής, θα μου πεις “η ΕΡΤ να ανήκει στην κοινωνία”. Αν πάλι είσαι αισιόδοξος, “η ΕΡΤ θα ανήκει στην κοινωνία”. Και πάει λέγοντας…

   Και εδώ, είναι που το παιχνίδι με τις λέξεις αρχίζει λίγο να βρωμάει. Γιατί η “κοινωνία”, αγαπητέ μου δημοσιογράφε, είναι ένα κατασκεύασμα γενικό και αόριστο, που μπορεί να συμπεριλαμβάνει κάθε καρυδιάς καρύδι. Κοινωνία είναι αυτό που μετράνε οι δημοσκοπήσεις και καλωπίζουν τα κανάλια, κοινωνία είναι και αυτοί που σήμερα πλημμυρίζουν τους δρόμους έξω απ' το στούντιο. Κοινωνία είναι όσοι ψηφίζουν ΝΔ, κοινωνία είναι όσοι ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ, κοινωνία είναι και όσοι είπαν “απαγαμηθείτε όλοι σας” και δεν ψηφίζουν τίποτα. Κοινωνία είναι αυτός που άπλωσε χθες την ομπρέλα του για να σε προστατεύσει απ' τη βροχή, κοινωνία είναι και αυτός που τα παρακολουθεί όλα αυτά άπο μια παραλία. Κοινωνία είναι οι χρυσαυγίτες και το καθαρόαιμο φυλετικό τους όραμα, κοινωνία είναι και όσοι μετανάστες δεν ξέρουν γρι ελληνικά και δεν καταλαβαίνουν τι τους αραδιάζεις τόσο καιρό απ' την οθόνη. Στην τελική, την κοινωνική ειρήνη και την θέληση της κοινωνίας θα επικαλεστεί το κάθε καθίκι για να μας γυρίσει σπίτια μας, τον λαό και την κοινωνία θα επικαλεστείς κι εσύ για να μας ξεκουνήσεις σήμερα από εκεί. Πως θα κρίνουμε ποιά είναι πιο κοινωνία απ' την άλλη? Μήπως να τις μετρήσουμε, να δούμε ποιός την έχει μεγαλύτερη?

   Κοινωνία είναι αυτός που σε στηρίζει, κοινωνία είναι κι αυτός που σε χλευάζει.

   Γι' αυτό σου λέω, αγαπητέ μου δημοσιογράφε, μη μου μιλάς για κοινωνίες. Μήτε για την πολυδιαφημισμένη “δημοκρατία” και “πολυφωνία” και “ελευθερία του λόγου”. Γιατί όλοι αυτοί, οι κυβερνώντες, τα αφεντικά, τα ένοπλα τσιράκια και οι απαθείς, που τώρα τριγυρίζουν το πτώμα της ΕΡΤ σαν τις ύαινες, αύριο μεθαύριο θα ξανάρθουν σε σένα να παρακαλέσουν για μια θέση στο πάνελ ή για ένα τρίλεπτο διαφήμισης, απ' αυτές με τις ευτυχισμένες οικογένειες και την ψευδαίσθηση αφθονίας.

   Πέτα τους στα σκουπίδια, αγαπητέ μου δημοσιογράφε. Αυτούς, και ότι πάει να μας αποκοιμήσει ξανά, ότι προσβάλει την αισθητική και την συνείδηση μας: τις φανταχτερές τους διαφημίσεις, τον τελικό της eurovision, την υψηλή τους κουλτούρα, τους εκπροσώπους τους να σαλιαρίζουν στα τηλεπαράθυρα, τις προκάτ ειδήσεις, την ανύψωση του εθνικού φρονήματος, την αηδία της σόουμπιζ, τα λαμόγια και τους μεγαλοδημοσιογράφους ανάμεσα σου, την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση, το ψέμμα.

   Στα σκουπίδια, όλοι.

   Και ας προσπαθήσεις να δημιουργήσεις εκ νέου, κάτι που να είναι ανοιχτό. Όχι στην “κοινωνία”,  μα στους αγώνες. Κάτι που να ανήκει σε όσους είναι τώρα μαζί σου και σε όσους θα έρθουν να σταθούν αργότερα. Σε όσους πολεμάνε για την αξιοπρέπεια και σε όσους πολεμάνε για την ομορφιά. Σε όσους προσφέρουν αλληλεγγύη και σε όσους την έχουν ανάγκη. Σε όσους καταστρέφουν αυτό τον σάπιο κόσμο και σε όσους οικοδομούν τον επόμενο. Στους εργαζόμενους και τους άνεργους, τους επισφαλείς και τους επιστρατευμένους, τους εξεγερμένους στην Τουρκία, την Αίγυπτο, την Συρία, την Αγγλία, τη Σουηδία, τους έγκλειστους στις φυλακές και τους έγκλειστους στα ψυχιατρεία, τους απεργούς και τους μετανάστες, τους αποκλεισμένους και τους καταπιεσμένους, τους καταληψίες φοιτητές, τους ανυπάκουους μαθητές. Σε εμένα που γράφω αυτές τις γραμμές, σε εσένα που τις δέχεσαι.

   Και μοναχά έτσι, ο αγώνας μας θα συνδεθεί – και μοναχά έτσι, ο αγώνας μας θα έχει νόημα.

 

…μέχρι τη μαγική εκείνη ημέρα, που οι τηλεοράσεις θα αποτελούν πια ένα παρελθόν

και υλικό για οδοφράγματα

και για να μάθω τα νέα σου, θα έρχομαι να σε συναντήσω στην πλατεία

κάτω απ' τον πλάτανο.

 

ert3-programma-tweet

Μια, δυο, χιλιάδες Εμμανουέλες

Μια, δυο, χιλιάδες Εμμανουέλες.    

me-exeis-kanei-tarando

Θυμάμαι, πάει κοντά ένας χρόνος πάνω κάτω.

Είμασταν σε ένα αμάξι και τραβούσαμε για βιαστικό μπάνιο στη Χαλκιδική, όταν είχαμε πρωτοδεί εκείνο το τεράστιο πανό.

Καριόλα Εμμανουέλα Αγγουράκη, με έχεις κάνει τάρανδο”.

Και είχαμε γελάσει όλοι – τόσο αστείο, μέσα στην υπερβολή και την γραφικότητα του. Και με τον καιρό, γινόταν όλο και πιο αστείο: συνθήματα σε κάθε τοίχο, πανό, αφίσες, αυτοκόλλητα, σελίδες στο facebook, συνεντεύξεις, ένας ανερχόμενος urban legend “της πόλης μας”, το τελευταίο τονισμένο με μια δόση άπο υποβόσκων τοπικισμό.

Και στην τελική, μάθαμε και ποιά είναι η Εμμανουέλα Αγγουράκη, μάθαμε και ποιός είναι ο τάρανδος, παρακολουθήσαμε και όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της υπόθεσης με την ίδια προσήλωση που ο αφοσιωμένος τηλεθεατής παρακολουθεί ένα απ' τα νυχτερινά σόου της Αννίτας Πάνια. Πριν καν κυκλοφορήσει η περιβόητη συνέντευξη, είχαμε ενημερωθεί άπ' τον “φίλο του φίλου” (την παγκοσμίως εγκυρότερη πηγή πληροφοριών) ότι όλο αυτό είναι και καλά στημένο, συνεννοημένο, μια φτηνή διαφήμιση.

Η καριόλα Εμμανουέλα και ο τάρανδος.

Το κοινό μας αστείο.

Ξέρεις τι όμως? Δεν είναι πια αστείο.

Ποτέ δεν ήταν.

Γιατί όταν ένας άνθρωπος, καταλήγει να έχει τέτοιες επιπτώσεις άπο την επιλογή του ερωτικού του συντρόφου, μια επιλογή που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα και κατοχυρωμένα προσωπική και ελεύθερη, τότε κάτι πάει στραβά. Και με τρομάζει η ευκολία με την οποία μπορείς να κολλήσεις σε κάποιον μια ρετσινιά που θα τον ακολουθεί παντού και πάντα, σε κάθε τοίχο και σε κάθε βλέμμα στο δρόμο. Και με τρομάζει μια κοινωνία που στην καλύτερη σιωπά αδιάφορη, στην χειρότερη οργανώνει την αλληλεγγύη της και εκφράζει την συμπαράσταση της στον “κερατά”.

Γιατί για κάθε έναν ψύχραιμο που θα πει “έλα μωρέ, μια χαζομάρα είναι” θα βρεθούν άλλοι δέκα ηλίθιοι που θα πουν πως “καλά την κάνει την καριόλα, έτσι θέλουν αυτές”. Και ακόμη κι αν παραδεχόμασταν πως το συγκεκριμένο στόρυ ήταν ένα διαφημιστικό κόλπο στο οποίο συναινούν αμοιβαία και οι δυο εμπλεκόμενοι, δεν αναιρεί ότι η κουλτούρα που κρύβεται πίσω του συνιστά μια εκσυγχρονισμένη δημόσια διαπόμπευση, έναν αναίμακτο λιθοβολισμό.

Γιατί σε άλλες κοινωνίες και σε άλλες εποχές, όχι πολύ μακρινές από εμάς, η Εμμανουέλα και η κάθε Εμμανουέλα θα πλήρωνε μια τέτοια επιλογή με τη ζωή και την “τιμή” της. Και αν θέλουμε να πιστεύουμε πως αυτά “απέχουν πολύ απ' την προοδευτική ελλάδα του 21ου αιώνα” και πως “αυτές οι διακρίσεις έχουν πάψει να υφίστανται”, μη χέσω, ας αναλογιστούμε λίγο την κοντινή και οικεία μας πραγματικότητα: την απόσταση ανάμεσα στον “γαμιά” και την “πουτάνα” του σχολείου, τις υποτιμητικές βρισιές που συνοδεύουν κάθε νυχτερινή έξοδο μιας γνήσιας αντροπαρέας, τα μαυρισμένα μάτια που καλύπτονται άπο βιαστικό μέηκ απ και αμήχανη σιωπή το επόμενο πρωινό…

Και στην τελική, γιατί όσο η “καριόλα Εμμανουέλα” στολίζει ανενόχλητα τους τοίχους της πόλης, τόσο νομιμοποιείται το να ακολουθήσει αύριο μεθαύριο και η καριόλα Μαρία, η καριόλα Ελένη, ο καριόλης Κώστας. Εγώ, εσύ, ο καθένας και η καθεμία από εμάς δηλαδή.

Και είμαι απολύτως βέβαιος, πως ο χάχας που σήμερα γελάει βλέποντας το σύνθημα, αύριο δεν θα γελάει καθόλου βλέποντας στη θέση της το δικό του ονοματεπώνυμο.