Είναι κάτι βραδιές, που το μόνο που θέλω
είναι να σχεδιάσω έναν χάρτη
Θα διασχίζει την πόλη από άκρη σ’ άκρη
θα σημειώνει τους δρόμους
που αλητεύουν οι ομορφότερες αδέσποτες γάτες
σε ποιούς κήπους φυτρώνουν ακόμη νυχτολούλουδα
σε ποιές γειτονιές οι άνθρωποι μιλάνε αράβικα
και κάθε μπαλκόνι που κάθονται μοναχικές γιαγιάδες
συλλογίζονται το άπειρο
και τους νεκρούς τους.
Είναι κάτι βραδιές, που το μόνο που θέλω
είναι να σχεδιάσω έναν χάρτη
θα διασχίζει την πόλη από άκρη σ’ άκρη
θα ιχνηλατεί τους τοίχους που βανδαλίστηκαν
με τα πιο ευφάνταστα συνθήματα
όλα τα μέρη που, αν και εκπληκτικής ομορφιάς,
δεν έχει φωτογραφηθεί ακόμη κανείς μπροστά τους
και τα πεζούλια που αράζουν οι πιτσιρικάδες μετά το σχολείο
για να μοιαστούν τα πρώτα τους τσιγάρα
και τις πρώτες τους κάβλες.
Είναι κάτι βραδιές, που το μόνο που θέλω
είναι να σχεδιάσω έναν χάρτη
θα διασχίζει την πόλη από άκρη σ’ άκρη
θα ακολουθεί βήμα βήμα τις διαδρομές
ενός παππού χαμένου στον λαβύρινθο της γραφειοκρατίας
από υπηρεσία σε υπηρεσία
ενός ντελιβερά καθώς ξεκλέβει δεκάλεπτα απ’ τις παραγγελίες του
μιας κουκλοποιού που αναζητά την έμπνευση στις φιγούρες των περαστικών
κι εκείνου του ρομά με το ακορντεόν
που μας ξυπνάει τα πρωινά.
Είναι πάλι κάτι βραδιές σαν κι αυτή
που το μόνο που θέλω
είναι να σχεδιάσω ένα χάρτη
Θα διασχίζει το σώμα σου
από άκρη σ’ άκρη –
– αν και, θα μου πεις
σε μερικά πράγματα
καλύτερα είναι να χανόμαστε.
σε μερικά πράγματα
καλύτερα είναι να χανόμαστε.