Tag Archives: τέχνη

Πόσο μ@λ@κες είστε ρε εθελοντές?

Μια πρόχειρη απάντηση σε αυτή την αηδία που δημοσιεύτηκε σήμερα στην Parallaxi Magazine.

 

Είναι θέμα Κρίσης, είναι θέμα Παιδείας, είναι πρωτίστως θέμα αποκλεισμού και συμμετοχής στον κοινό χώρο, είναι θέμα κουλτούρας από τα κάτω και στάσης ζωής, είναι όλα αυτά μαζί και ακόμα παραπάνω. Είναι και θέμα υποκειμένων. Που μεγαλώνουν σε μια χώρα που διαπαιδαγωγεί τα παιδιά σε ένα απάνθρωπο περιβάλλον, που σπαταλάει το χρόνο και τη ζωή τους σε καταναγκασμούς και πειθαρχήσεις, πάντα με λάθος επιλογές. Πουθενά στον «πολιτισμένο» κόσμο δεν συμβαίνει τη μια μέρα μια εθελοντική ομάδα της πόλης – που κάνει τη βρώμικη δουλειά που θα έπρεπε να κάνει ο δήμος αντί να απολύει τα συνεργεία καθαρισμού του – να γυαλίζει με τα χέρια της τις μαρμάρινες επιφάνειες της νέας Παραλίας που κόστισε μια περιουσία (την ίδια περιουσία που θα μπορούσε να διατεθεί στα εν λόγω συνεργεία καθαρισμού ή σε άλλες πιο επείγουσες ανάγκες) και μετάτρεψε την παραλιακή σε ένα γκρίζο αποστειρωμένο περιβάλλον – και πριν προλάβουν να στεγνώσουν τα καθαριστικά, ω θεοί! ένας ή πολλοί να ξαναγράφουν τον ίδιο τοίχο βρίζοντας τους Los Lampicos που καθάρισαν.


Ο κύριος λόγος που το κάνουν είναι διότι απλούστατα το γκραφίτι είναι – ευτυχώς – ακόμη παράνομο και ως εκ τούτου φέρει ακόμη μια μορφή άρνησης – σε αντίθεση φυσικά με την “Street Art”, τις γκαλερί και τους χορηγούς της, που τόσο λατρεύουν και εκθειάζουν τα σχετικά Free Press. Στο γκραφίτι ισχύει ακόμη η νομοθεσία περί «Πρόκλησης φθοράς σε δημόσια περιουσία», με ποινές που αντιστοιχούν στα κέφια των μπάτσων που θα σε πιάσουν. Φυσικά το χέρι αυτού που βανδαλίζει δημιουργικά το δημόσιο χώρο, είναι ένα χέρι που παλεύει ενστικτωδώς να διαφύγει από ένα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον, ένα σχολείο – εργοστάσιο, μια πολιτεία που δίνει προτεραιότητα στους θυσαυρούς της σε σχέση με τους ίδιους της τους πολίτες.


Ακόμα και έτσι όμως η ίδια η δημιουργός, γιατί περί δημιουργίας πρόκειται, όχι μόνο αφήνει ένα σημάδι της στο αστικό σύμπλεγμα που κατ’ευφημισμόν αποκαλούμε «πόλη», αλλά και απαξιώνει κοροϊδεύοντας τη δουλειά κάποιων βλαμμένων εθελοντών που αγαπούν να ζουν σε ένα περιβάλλον εξευγενισμένο, ανθρώπινο, καθαρό και στείρο: είναι ένας άνθρωπος που κατά βάθος είναι αποφασισμένος εχθρός της πόλης και της προκοπής. Ο τύπος (ή τύπισσα) που πάτησε μέσα στο νερό για να πατήσει αυτό το σιχαμένο μονότονο γκρι-της-ώχρας που έχει κολλήσει στους τοίχους και τους εγκεφάλους μας, αξίζει ένα μικρό εύγε. Γιατί άραγε να μην το εφαρμόσουν και όλοι εκείνοι που περνάνε καθημερινά από τους ίδιους τοίχους, περιστρέφονται γύρω από τα ίδια τοπία, ανταλλάσουν τα ίδια βιαστικά «τι λέει?», προσπερνάνε τους ίδιους αστέγους, σταματάνε τα ίδια φανάρια? Γιατί η αδιαφορία είναι τρόπος ζωής.


Κάθε μέρα site, προφίλ στο fb, δημοσιεύσεις ανθρώπων που προφανώς δεν μπορούν να προσαρμοστούν σ’ αυτή την καθημερινότητα και απαξιώνουν το υπάρχον, επιζητώντας κάτι άλλο. Τολμάνε να απαξιώνουν (τι θράσος) την τοποθέτηση των στίχων ενός επαναστάτη ποιητή (που φυλακίστηκε επί εμφυλίου και γλίτωσε παρά τρίχα το απόσπασμα) στα αστικά του ΟΑΣΘ, ενός «δημόσιου» οργανισμού που μόλις λίγο καιρό πριν φόρτωσε με 22 μήνες φυλάκιση έναν άνεργο που μπήκε χωρίς εισητήριο – μέχρι και μια ακόμη τζούρα εξευγενισμού της πόλης. Άνθρωποι που δημουργούν μικρές καθημερινές αρνήσεις και παράλληλα καλούν σε καταστροφή όσων δημιουργεί το κεφάλαιο και η κανονικότητα. Στο όνομα μιας εξέγερσης που διαδραματίζεται καθημερινά, πολύ μακριά από τα μάτια και τις αντιλήψεις της κάθε Free Press. Πρόκειται για έναν πόλεμο που έχει ξεκινήσει εδώ και αιώνες και λέγεται ταξικός. Όλοι εμείς που αγανακτούμε για τα εγκλήματα της Δύσης στη Συρία και την αντιμεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους ας συμβάλουμε λίγο στην καταστροφή αυτού του γερασμένου κόσμου. Κι ας ξεκινήσουμε απλά: μ’ ένα γκραφίτι, μ’ ένα σύνθημα στον τοίχο, μ΄ένα κείμενο και μια σφαλιάρα στους εθελοντές.

καθαροι τοιχοι

 

Εμένα η πατρίδα μου δεν χωράει πατριώτες

 
.
Εμένα η πατρίδα μου
έχει χίλια και ένα
διαφορετικά ονόματα
αλλάζουν κάθε λεπτό που περνάει
ο καθένας την καλεί
σαν τον αγαπημένο του
σαν την αγαπημένη του
σαν το δίστιχο που διάβασε χθες
και σιγομουρμουρίζει πριν κοιμηθεί
σαν την πρώτη λέξη που έμαθε ποτέ
και σαν αυτή που θα βγει από μέσα του
μαζί με την τελευταία του πνοή.
 
Εμένα η πατρίδα μου
έχει χίλιες και μια
διαφορετικές σημαίες να υψώνει
πότε μαύρες,
σαν τη νύχτα που μας κρατάει συντροφιά
πότε πειρατικές
πότε φτιαγμένες από κουρέλια
και απλωμένα τραπεζομάντιλα
κάποιες φορές κόκκινες σαν το αίμα
και κάποιες άλλες πολύχρωμες
μ' όλα τα χρώματα
του ουράνιου τόξου.
 
Εμένα η πατρίδα μου
μιλάει σε χίλιες και μια
διαφορετικές γλώσσες
άλλες γνωστές κι άλλες άγνωστες
που τις σκαρφίζεσαι τη στιγμή εκείνη
μα ο καθένας ξέρει να αναγνωρίζει
και να συλλαβίζει
κάποιες βασικές λέξεις
όπως “ελευθερία” και “τρυφερότητα”
αλληλεγγύη” και “αξιοπρέπεια”
συγνώμη”
και “σ'αγαπώ”.
 
Εμένα η πατρίδα μου
αντηχεί
με χιλιάδες μουσικές και χιλιάδες φωνές
σαν χάλκινα απ' τις κοιλάδες των βαλκανίων
σαν τσιγγάνικα βιολιά
και σαν πλανόδιες λατέρνες
σαν ανατολίτικο ούτι
σαν ηλεκτρικές κιθάρες
και σαν συνθεσάιζερ σε κακοφωτισμένο υπόγειο
σαν παιδικά γέλια
σαν σιωπηλή προσευχή
και σαν τα βογγητά μιας ερωτικής πράξης.
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν χωράει σε κανέναν χάρτη
απλώνεται ως τα πέρατα της γης
δεν χαράσσει σύνορα
δεν υψώνει τείχη, δεν χτίζει ναούς
μήτε μαρμάρινα κοιμητήρια
μοναχά μονοπάτια για να βαδίζεις
πλακόστρωτα για να ξαποστάσεις
σταυροδρόμια για να χάνεσαι
και λιμάνια με χαρωπούς ναύτες
μυρωδιά μπαχαρικών
και αλμύρας.
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν επιδίωξε ποτέ της
την υπακοή ή τον θάνατο
δεν συντρόφευσε ποτέ της
την θρησκεία
και την οικογένεια
και δεν αναφέρθηκε ποτέ της
σε λογύδρια δημαγωγών
πολεμικά ανακοινωθέντα
καλέσματα μίσους
προεκλογικές ομιλίες
και επικλήσεις εθνικής ενότητας.
 
Εμένα η πατρίδα μου
έχει σβήσει απ' τα βιβλία ιστορίας της
τους πρωθυπουργούς και τους ήρωες
τους βασιλιάδες και τους αρχιεπισκόπους
τους στρατηγούς και τους κατακτητές
τους σοβαρούς και τους διάσημους
μοναχά δοξάζει
τους ποιητές και τις εργάτριες
τους ζητιάνους και τις μητέρες
τους γητευτές και τα αδέσποτα γατιά
τους ερωτευμένους
και τους ανώνυμους νεκρούς της.
 
Εμένα η πατρίδα μου
είναι οι ζωές που ζήσαμε
και οι άνθρωποι που αγαπήσαμε
είναι οι λόφοι που ξαπλώσαμε
κάποια ανοιξιάτικα απογεύματα
και τα μέρη που ταξιδέψαμε
είναι τα ξημερώματα και τα δειλινά
και η γωνία που σε γνώρισα
είναι τα φαγητά που θυμίζουν τη μητέρα μου
και τα σοκάκια που παίζαμε παιδιά
είναι οι αγώνες που δώσαμε
και όσοι βρεθήκαμε δίπλα δίπλα στους δρόμους.
 
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν χωράει πατριώτες.
.
 
Aernout Overbeeke 1 (ed)
 

Χανγκόβερ εγγράφως

 
 
.
Η ποίησις
αγαπητέ μου
είναι σαν ένα αξιοπρεπές σκατομεθύσι
 
Μισό βήμα
προς μια διπλανή
πραγματικότητα
και μια καλή ευκαρία
να σπάσεις
μια αμήχανη σιωπή
 
Σε επισκέπτεται συνήθως
τις πρώτες πρωινές ώρες
παρακινούμενη
από έρωτα
επιθυμία
ή απογοήτευση
 
Γεννάει
βλέμμα απλανές
γλώσσα ανεξέλεγκτη
και εικόνες
παραμορφωμένες
 
Μιλάει
με
παύσεις
και υποννοούμενα
μεταφορές
και ειλικρίνεια
εικόνες
και εξομολογήσεις
 
Σε εκθέτει
και φέρνει ανθρώπους
αγνώστους
-στιγμιαία-
πιο κοντά
 
Συμπιέζει τις σκέψεις σου
σε κάτι τόσο ξεκάθαρο για σένα
μα τόσο ακατανόητο για τους άλλους
 
Καταλήγει
σε φωνακλάδικα τραγούδια
ή ψίθυρους κάτω απ' τα σκεπάσματα
 
Στριφογυρίζει μέσα σου
βασανιστικά
ώσπου να κοντοσταθείς κάπου
και να την ξεράσεις
με ανακούφιση
 
σε έναν λευκό τοίχο
ένα λευκό χαρτί
μια λευκή λεκάνη
 
 
Γιατί το παν είναι να μιλάμε
και να λερώνουμε πράγματα
 
 
10009287_738557316189570_1912252932_n

μικρό-ουτοπίες

Εγώ σου μιλάω

για έμφυλες ταυτότητες

κι εσύ μας σκέφτεσαι να πηδιόμαστε στις βρώμικες τουαλέτες κάποιου μπαρ.

Εσύ μου μιλάς

για ταξικό ανταγωνισμό

κι εγώ μας σκέφτομαι με κρασί και ποίηση, σε κάποιο φθινοπωρινό ταξίδι.

Και σαν τελειώσει η κουβέντα, και δεν έχουμε κάνει τίποτα απ' τα παραπάνω

θα ξαπλώσουμε

και θα βάλουμε το τελευταίο επεισόδιο Game of thrones

πριν μας πάρει ο ύπνος.

Έχουμε και δουλειές αύριο…

 

rodney-smith15

Mισό λεπτό, κάτι γράφω.

~

Άρχισα να συλλέγω λεπτά

από μικρό παιδί. Γιατί όχι άλλωστε? Άλλοι συλλέγουν πεταλούδες, κοχύλια, έργα τέχνης

παλιά κόμιξ

εγώ συλλέγω λεπτά.

Θλιμμένα, ψυχοφθόρα, μίζερα, νεκρά λεπτά.

~

Το πάθος μου γεννήθηκε στο σχολείο.

Τα πρώτα κομμάτια της συλλογής μου, εκεί τα απέκτησα.

Εκείνα τα ατελείωτα λεπτά, λίγο πριν το κουδούνι σημάνει για διάλειμμα.

Ένα ένα. Προσεκτικά.

~

Καμιά φορά, που ο διπλανός μου αφοσιώνοταν στο μάθημα

μέχρι το τελευταίο λεπτό

έκλεβα και τα δικά του.

~

Στην αρχή, τα κρατούσα στις τσέπες της φόρμας μου,

μα χανόντουσαν καθώς παίζαμε μπάλα στην αυλή.

Ούτε που καταλαβαίνεις πως χάνεται ο χρόνος όταν παίζεις.

Και που να τρέχεις να τα μαζεύεις…

(ειδικά αν είσαι τερματοφύλακας)

~

Αργότερα, ξεκίνησα να τα φυλάω σε μια παλιά μου κασετίνα

που είχε απ' έξω μια ζωγραφιά με τους πάουερ ρέιτζερς να πολεμάνε έναν κακό.

~

Όσο μεγάλωνα, η συλλογή μου πλούτιζε.

Ανακάλυψα κάποιες βασικές αρχές ενός συλλέκτη.

Παραδείγματος χάριν: να αποζητάς την ποιότητα, όχι την ποσότητα.

~

Το πάθος μου, έμεινε για πάντοτε κρυφό απ' όλους. Ήμουν, άλλωστε, πολύ προσεκτικός.

~

Το να είσαι μεγάλος, ανοίγει συναρπαστικούς νέους ορίζοντες

για να ικανοποιήσει κανείς την εν λόγω δραστηριότητα.

Άρχισα να μαζεύω τα γκρίζα λεπτά που κυλούσαν στα κόκκινα φανάρια, τις ουρές, τη σκοπιά, τις αίθουσες αναμονής, τις αϋπνίες, τους αυτόματους τηλεφωνητές.

Τα λεπτά που αργούσα στη δουλειά, και τα ατελείωτα μέχρι να σχολάσω.

Κάθε ανούσιο λεπτό μπροστά στον καθρέφτη

έως ότου γίνω ευπρεπής, και ευπαρουσίαστος.

Κάθε αναμονή

κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι

και κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι του γείτονα.

~

Όλα τα “περιμένετε ένα λεπτό, σας παρακαλώ”

που εκφέρονται από ένα ανέκφραστο πρόσωπο.

“Το αφεντικό θα σας δει σε ένα λεπτό”.

“Ο γιατρός θα σας δει σε ένα λεπτό”.

“Μισό λεπτό, και θα σας εξυπηρετήσουμε”.

“Επιστρέφω σε ένα λεπτό”.

~

Τα φυλούσα πλέον σε βαζάκια, με μια ετικέτα έξω απ' το καθένα

διαφορετικό

ανά χρονολογία, ανά τύπο, ανά μέγεθος, ανά σημαντικότητα.

Σημείωνα στις ετικέτες λέξεις φαινομενικά παράλογες

όπως: “Ρομπέν των δασών”. ή, “Η αιωνιότητα”. ή, σε ένα μικροσκοπικό, “Φρύνοι”.

Μοναχά εγώ ήξερα τι σημαίνει το καθένα.

~

Μαζί σου, η συλλογή μου εμπλουτίστηκε με ένα νέο βαζάκι.

Εκείνο με το πράσινο καπάκι. Που σε παρακάλεσα να μην ανοίξεις ποτέ.

Δεν ξέρεις τι θα ξεπηδήσει από μέσα. Με τέτοια πράγματα, καλό είναι να φυλάγεσαι άλλωστε…

~

Εκεί, τοποθέτησα όλα τα δικά σου λεπτά.

Εκείνα τα βιαστικά, που ήθελα να ξαπλώσω δίπλα σου, λίγο ακόμη

μα έπρεπε να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για τη δουλειά.

Τα ατελείωτα λεπτά που περίμενα να μου απαντήσεις σε κάποιο μήνυμα

και

τα λεπτά που τελείωναν στην κάρτα, και δεν μπορούσα να σου μιλήσω άλλο.

(δεν είχα και φράγκα να βάλω άλλη).

Και

τα δέκα λεπτά που σε περίμενα

στο πρώτο μας ραντεβού.

Το καλύτερο κομμάτι της συλλογής.

~

Τα τελευταία χρόνια, την διεύρυνα ακόμη περισσότερο.

Τεχνολογία, σου λέει.

Μαζεύω με αφοσίωση λεπτά από την τηλεόραση

και το διαδίκτυο.

Κάθε φορά που παρακολουθώ στις ειδήσεις

“τις συναρπαστικές εξελίξεις

λεπτό προς λεπτό”

θάνατοι, καταστροφές, αστυνομικές επιχειρήσεις,

συλλήψεις, αυτοκτονίες,

γέννησε η Μενεγάκη.

Χαμός.

Μπήκε γκολ στο τελευταίο λεπτό.

Κι εκεί που περιμένω να τελειώσει η γαμοδιαφήμιση τους στο youtube

“Μη χάνεις λεπτό”. “Βλέπεις διαφορά, απ' το πρώτο κιόλας λεπτό”

“Απέκτησε λεπτή σιλουέτα στο λεπτό”.

(και γαμώ τα λογοπαίγνια).

~

Μαζεύονται, που λες, αυτά τα λεπτά.

Αργά, αλλά με αγάπη

και αφοσίωση.

Και κάποια στιγμή, τα λεπτά αυτά

θα γίνουν ώρα.

~

Θα είναι η ώρα

που θα τους πάρει ο διάολος.

 

529888_3227579762463_1358268552_n

 

Lost Bodies/Ιλισός

Δευτέρα βράδυ,

στο στέκι στο βιολογικό, λίγο πριν βγουν οι MATE

μεθυσμένοι και χαμένοι ανάμεσα σε φιγούρες

να οραματιζόμαστε πάνω στο project Tlon

και ειπώνεται το κομμάτι αυτό σαν πρόταση

από τον Ο. και τον Β.

περιέργως ταιριαστό με όλα.

 [youtube]https://www.youtube.com/watch?v=CaA7bn3g9L8[/youtube]

 

 

Ήταν εντελώς στ’αρχίδια μου αν αυτό το ποτάμι λεγόταν Ιλισός.

Αυτό που είχε σημασία,

ήταν ότι ήταν το μοναδικό μέρος που μπορούσα να χωθώ

για να ξεφύγω από τους μπάτσους.

Μπήκα από την είσοδο στην Καλλιθέα

και άρχισα να τρέχω

μέσα στο στεγασμένο, τσιμεντωμένο ποτάμι,

ώσπου έτρεχα στο απόλυτο σκοτάδι

χωρίς να βλέπω εντελώς τίποτα πίσω μου,

τίποτα εντελώς μπροστά μου,

ώσπου βρέθηκα με τα μούτρα μέσα στα βρωμόνερα,

τις αποχετεύσεις και τα βιομηχανικά λύματα,

και η γλώσσα μου βούτηξε στα κάτουρα των ποντικιών.

~

Ξαφνικά το άγχος και η αγωνία μου έφυγαν

και αφέθηκα να βυθίζομαι ήρεμα και παράλογα

με το χρώμα του νερού να ξανοίγει γύρω μου,

σε ένα μπλε, μωβ, γαλάζιο,

που εναλλάσσονταν με μια θύελλα από φως,

που δημιουργούσε όγκο, βάθος

και κουρτίνες από φως, σαν τροπική καταιγίδα.

Τότε κατάλαβα ότι κινούμαι με μεγάλη άνεση,

κουνώντας μόνο το κουτσό μου πόδι.

Παρ’όλα αυτά, γλιστρούσα όμορφα.

Βαθιά και μακριά, έβλεπα τα πάντα,

όμως κοντά, ήταν όλα θαμπά, φλουταρισμένα.

Προσπάθησα να ενώσω τα χέρια μου σα γυαλιά,

για να δω καλύτερα.

Σιγά σιγά, άρχισα να ξεχωρίζω τις ραφές από τη μπλούζα της,

που ταξίδευαν το κορμί της σαν ξερολιθιά.

Γύρισε και μου άστραψε ένα χάδι με την ανάποδη του χεριού της,

κι έτσι γύρισα το βλέμμα μου

και κατάλαβα,

ότι όλοι εκεί ήταν σ’έναν άλλο κόσμο απ’αυτόν που ξέραμε.

Εκεί δεν υπήρχε άγχος για τίποτα.

Οι άνθρωποι, δεν χωρίζονταν σε φυλές, σε πλούσιους και φτωχούς,

όλοι αισθάνονταν, χαίρονταν.

Κανείς δεν κατείχε.

Κανείς δεν ήθελε, γιατί είχε.

Είδα όλα τα σπάνια σιντί που έψαχνα, μπροστά μου,

αλλά δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να πάρω ούτε ένα.

~

Ολόγυρα είχε εξαιρετικές ζωγραφιές,

που άλλαζαν συνέχεια, ανάλογα με ποιό τρόπο τις έβλεπες.

Όταν πείναγες, έφτανε να κοιτάξεις δεξιά αριστερά

και είχε τραπέζια με βουνά

από κανελόνια με κιμά σαλτσαρωτά

και σουβλάκια τυλιχτά τριών λογιών:

ένα με πλημμυρισμένο τραγανιστό πικάντικο γύρο,

το άλλο με πανσέτα

και το τρίτο, δεν υπήρχε – ήταν απλώς το τρίτο.

Λίγο πιο κάτω, υπήρχαν ταψιά με μουσταλευριά,

με μπόλικη κανέλα και ένα δάχτυλο καρύδι από πάνω.

Η ηλικία, ήταν αυτή, ή απλά δεν ήταν.

Εκεί δεν υπήρχαν νυστέρια έτοιμα να επιτεθούν στις ρυτίδες,

εκεί δεν υπήρχε καμία απειλή.

Όλα ήταν αλήθεια, κι όλα ήταν ψέμα.

Σαν κοίταζες μέσα στα μεγάλα κομμάτια από κεχριμπάρι

αναγνώριζες αγαπητά πρόσωπα που ήταν έτοιμα να συζητήσουν μαζί σου.

Το άλσος,

το νερό,

το νερό…

και η μουσική.

Που εκεί τη μετέφερε ο ένας στον άλλο, με ένα άγγιγμα και ένα βλέμμα.

Αυτό ήταν και το μόνο που έφερα πίσω μαζί μου,

τη μουσική.

Για να με πιστέψετε,

αλλά για να δείτε κι εσείς τη μαγεία και την πληρότητα

που ζούσαν εκεί.

Και φυσικά για να με πιστέψετε.

Και είναι δικές σου αυτές οι λέξεις.


-Που είχαμε μείνει?

-Είχαμε μείνει σ' εκείνο το σημείο


που η ίδια κίνηση σου,

ένα χασμουρητό, ή ένας μορφασμός,

φαντάζει δευτέρα πρωί σαν εκνευριστική ρουτίνα

και πέμπτη απόγευμα σαν κάτι το καταπληκτικό!

(ή μήπως είναι το ανάποδο?)


που σχεδιάζω τους χάρτες των καθημερινών μας διαδρομών

πάνω στις φλέβες των ποδιών σου

αναγνωρίζω κάθε στροφή

διακρίνω ξεκάθαρα τα πεζούλια

περνάω προσεκτικά στις διαβάσεις


που το

“Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει πιθανόν το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο

ή βρίσκεται εκτός δικτύου.

Θα ειδοποιηθεί για την κλήση σας μόλις είναι διαθέσιμος

αποτελεί έναν μικρό εφιάλτη


που μπορώ να σου μιλήσω

για πράγματα υγρά και βρώμικα

για την καύλα μου, ας πούμε

ή για τον κώλο σου

χωρίς να ακουστώ γλοιώδης


που σου κρατάω το κεφάλι – προσεκτικά

πάνω απ' τη λεκάνη

για να ξεράσεις

τη μιζέρια όλης της εβδομάδας

μαζί με το αλκοόλ της βραδιάς


που γράφω

και είναι δικές σου αυτές οι λέξεις

ολόδικες σου

κι αν μοιάζουν απαράδεκτα γλυκανάλατες

είναι γιατί δεν υπάρχουν άλλες


-Και μετά?

-Μετά

δεν ξέρω

ας κοιμηθούμε τώρα

και βλέπουμε.

 

484466_432842186761086_517914823_n

Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στο κατηχητικό

 

Λόλα, να ένα μήλο”

είπε το φίδι

.

η Λόλα πήρε στα χέρια της το μήλο

και κίνησε να βρει τον Μίμη

.

άφησαν το τόπι σε μια γωνία

και κρύφτηκαν στην πίσω αυλή του σχολείου

.

δάγκωναν αχόρταγα

μια μπουκιά ο ένας, μια μπουκιά ο άλλος

.

τα υγρά του, κύλησαν στο σαγόνι του Μίμη

λέρωσαν το πουά φορεματάκι της Λόλας

.

φιλήθηκαν,

με ένα μικρό κομματάκι μήλο να παίζει στις γλώσσες τους

.

η Λόλα έβγαλε την ποδιά της

ο Μίμης έκανε το ίδιο

.

μπήκε μέσα της, γελώντας

με όλη την αθωότητα ενός παιδιού

.

ο φύλακας του σχολείου

άκουσε τις φωνές και τα γέλια τους

.

τους οδήγησε στον διευθυντή

που θεωρούσε τον εαυτό του αυστηρό, μα δίκαιο

.

δεν έπρεπε να δαγκώσετε το μήλο”, τους επίπληξε

είστε μικροί ακόμη, για μια γνώση τόσο μεγάλη”

.

τους έδιωξαν από το σχολείο

δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ

.

η Λόλα δουλεύει στο δημόσιο

το θυμάται σαν αστείο

.

ο Μίμης τριγυρίζει με σπρέι τα βράδια

και γράφει στους τοίχους

.

οι παιδικοί μας έρωτες

είναι η πρώτη μας μεγάλη αμαρτία".

.

ceb1cebdceb1ceb3cebdcf89cf83cf84ceb9cebacebf3

 

Μια άλλη θάλασσα

Μέσα στο πιο χαωμένο μας μεθύσι
εκεί που γελούσαμε
για να διώξουμε το ξημέρωμα μακριά
ήρθα να σταθώ πλάι σου
 
Και σε κοίταζα
κι έβλεπα μια λεπτή αλυσίδα να τυλίγεται απαλά γύρω σου
να σε δένει με άλλους τόπους, άλλους ανθρώπους
άλλες νύχτες και μια άλλη θάλασσα
κι εσύ μου μιλούσες με αγάπη για το εκεί, για το εδώ
και για το ταξίδι ανάμεσα σ'αυτά τα δυο
και ήσουν ο τόπος αυτός, η θάλασσα αυτή
και εγώ ήθελα απλά να ταξιδέψω και να κρυφτώ μέσα σου
 
Και σε άκουγα
κι ανάμεσα στις λέξεις σου ξεχώριζα
τις δυνατές μουσικές δίπλα στα ηχεία
τις κουβέντες γύρω από τον κύκλο μιας συνέλευσης
τον ήχο ενός μπουκαλιού που σπάει
στη σιωπή της νύχτας
το μεταδοτικό γέλιο ενός κοινού γνωστού
και ήθελα να σου ψιθυρίσω
ότι πιο πρόστυχο και πιο γλυκό
μα τελικά μεταμφιέστηκα πίσω από κοινοτυπίες
 
Και σε άγγιζα
κι ένιωθα όλη την απόσταση ανάμεσα μας
όλα τα ιδρωμένα σεντόνια που έχουν κοιμήσει το σώμα σου
όλες τις λέξεις που έχουν γραφτεί για σένα
όλα τα βιαστικά χάδια και τα παγωμένα δάχτυλα
κι όλες σου τις αποχαιρετιστήριες αγκαλιές
και ήθελα να σ'αγκαλιάσω
μα έτρεμα τον αποχαιρετισμό
 
Ούτε καν ε?
Δεν πειράζει.
Άλλωστε κάθε αύριo
όλα ξεχνιούνται
 
comp2

Σκόρδο

 
.Μυρίζεις άνοιξη
και ανθισμένα τριαντάφυλλα
και ο χρόνος δίπλα σου, κυλάει αργά και ευχάριστα
σαν να βαδίζεις αντίθετα στην φορά ενός δροσερού ποταμού
 
μαλακίες
 
μυρίζεις σκόρδο, κρασί και ιδρώτα
και ο χρόνος δίπλα σου
είναι έξι βιαστικές ώρες ύπνου
πριν ξυπνήσουμε για την δουλειά
 
γι’αυτά τα λίγα σ’αγαπάω.
 
Daido Moriyama 6