Lost Bodies/Ιλισός

Δευτέρα βράδυ,

στο στέκι στο βιολογικό, λίγο πριν βγουν οι MATE

μεθυσμένοι και χαμένοι ανάμεσα σε φιγούρες

να οραματιζόμαστε πάνω στο project Tlon

και ειπώνεται το κομμάτι αυτό σαν πρόταση

από τον Ο. και τον Β.

περιέργως ταιριαστό με όλα.

 [youtube]https://www.youtube.com/watch?v=CaA7bn3g9L8[/youtube]

 

 

Ήταν εντελώς στ’αρχίδια μου αν αυτό το ποτάμι λεγόταν Ιλισός.

Αυτό που είχε σημασία,

ήταν ότι ήταν το μοναδικό μέρος που μπορούσα να χωθώ

για να ξεφύγω από τους μπάτσους.

Μπήκα από την είσοδο στην Καλλιθέα

και άρχισα να τρέχω

μέσα στο στεγασμένο, τσιμεντωμένο ποτάμι,

ώσπου έτρεχα στο απόλυτο σκοτάδι

χωρίς να βλέπω εντελώς τίποτα πίσω μου,

τίποτα εντελώς μπροστά μου,

ώσπου βρέθηκα με τα μούτρα μέσα στα βρωμόνερα,

τις αποχετεύσεις και τα βιομηχανικά λύματα,

και η γλώσσα μου βούτηξε στα κάτουρα των ποντικιών.

~

Ξαφνικά το άγχος και η αγωνία μου έφυγαν

και αφέθηκα να βυθίζομαι ήρεμα και παράλογα

με το χρώμα του νερού να ξανοίγει γύρω μου,

σε ένα μπλε, μωβ, γαλάζιο,

που εναλλάσσονταν με μια θύελλα από φως,

που δημιουργούσε όγκο, βάθος

και κουρτίνες από φως, σαν τροπική καταιγίδα.

Τότε κατάλαβα ότι κινούμαι με μεγάλη άνεση,

κουνώντας μόνο το κουτσό μου πόδι.

Παρ’όλα αυτά, γλιστρούσα όμορφα.

Βαθιά και μακριά, έβλεπα τα πάντα,

όμως κοντά, ήταν όλα θαμπά, φλουταρισμένα.

Προσπάθησα να ενώσω τα χέρια μου σα γυαλιά,

για να δω καλύτερα.

Σιγά σιγά, άρχισα να ξεχωρίζω τις ραφές από τη μπλούζα της,

που ταξίδευαν το κορμί της σαν ξερολιθιά.

Γύρισε και μου άστραψε ένα χάδι με την ανάποδη του χεριού της,

κι έτσι γύρισα το βλέμμα μου

και κατάλαβα,

ότι όλοι εκεί ήταν σ’έναν άλλο κόσμο απ’αυτόν που ξέραμε.

Εκεί δεν υπήρχε άγχος για τίποτα.

Οι άνθρωποι, δεν χωρίζονταν σε φυλές, σε πλούσιους και φτωχούς,

όλοι αισθάνονταν, χαίρονταν.

Κανείς δεν κατείχε.

Κανείς δεν ήθελε, γιατί είχε.

Είδα όλα τα σπάνια σιντί που έψαχνα, μπροστά μου,

αλλά δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να πάρω ούτε ένα.

~

Ολόγυρα είχε εξαιρετικές ζωγραφιές,

που άλλαζαν συνέχεια, ανάλογα με ποιό τρόπο τις έβλεπες.

Όταν πείναγες, έφτανε να κοιτάξεις δεξιά αριστερά

και είχε τραπέζια με βουνά

από κανελόνια με κιμά σαλτσαρωτά

και σουβλάκια τυλιχτά τριών λογιών:

ένα με πλημμυρισμένο τραγανιστό πικάντικο γύρο,

το άλλο με πανσέτα

και το τρίτο, δεν υπήρχε – ήταν απλώς το τρίτο.

Λίγο πιο κάτω, υπήρχαν ταψιά με μουσταλευριά,

με μπόλικη κανέλα και ένα δάχτυλο καρύδι από πάνω.

Η ηλικία, ήταν αυτή, ή απλά δεν ήταν.

Εκεί δεν υπήρχαν νυστέρια έτοιμα να επιτεθούν στις ρυτίδες,

εκεί δεν υπήρχε καμία απειλή.

Όλα ήταν αλήθεια, κι όλα ήταν ψέμα.

Σαν κοίταζες μέσα στα μεγάλα κομμάτια από κεχριμπάρι

αναγνώριζες αγαπητά πρόσωπα που ήταν έτοιμα να συζητήσουν μαζί σου.

Το άλσος,

το νερό,

το νερό…

και η μουσική.

Που εκεί τη μετέφερε ο ένας στον άλλο, με ένα άγγιγμα και ένα βλέμμα.

Αυτό ήταν και το μόνο που έφερα πίσω μαζί μου,

τη μουσική.

Για να με πιστέψετε,

αλλά για να δείτε κι εσείς τη μαγεία και την πληρότητα

που ζούσαν εκεί.

Και φυσικά για να με πιστέψετε.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *