Category Archives: Διηγήσεις

Δίχως νόημα

 
 
Η εικόνα ενός σκαθαριού
να αγωνίζεται
με το μάταιο πείσμα που χαρακτηρίζει την ράτσα του
να σκαρφαλώσει έναν λευκό τοίχο
στην πίσω δεξιά γωνία ενός ακάλυπτου
 
-μια διαδρομή δίχως συγκεκριμένο προορισμό
γεμάτη πτώσεις
σπειροειδείς περιστροφές
και επανεκκινήσεις
κενή νοήματος-
 
η σισύφια αυτή διαδρομή
θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί
ως αναλογία
σχεδόν για το οτιδήποτε
– από τις μικρές ερωτικές μας απογοητεύσεις
μέχρι την πορεία της ανθρωπότητας-
 
Σκεφτόμουν
πως από δω και στο εξής
η παραπάνω μεταφορά θα αποτελούσε
πνευματική μου ιδιοκτησία
και οποιαδηποτε μελλοντική της χρήση
σε ποιήμα, φιλοσοφικό δοκίμιο
ή μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας
θα διώκονταν ποινικά.
 
Αλλά πολύ φοβάμαι πως
η δικαστική διαμάχη που θα ακολουθούσε
θα ήταν σχεδόν τόσο ανούσια
όσο η διαδρομη ενός σκαθαριού
καθώς σκαρφαλώνει σε ένα λευκό τοίχο.
 
tumblr_nu7l4e6nKk1rpgpe2o1_1280

Ποτέ δεν ξέρεις που θα χρειαστεί ένας δεύτερος αναπτήρας.

 

.

Που λες,
σήμερα βγήκα στην αγορά
και μου πήρα
ένα δεύτερο αναπτήρα
(πράσινο)
κι ένα καινούριο σημειωματάριο.
Έχει όμορφες, σκληρές σελίδες,
κάπως ωχρές.
 
Αποφάσισα
να καταγράψω
τα κενά που αφήνουμε
για να δω πως θα τα γεμίσω.
 
Σημειώνω:
Ένα. Χρόνος.
Πολύς κενός χρόνος.
 
Ξέρω πως θα τον γεμίσω-
θα βρω ένα σημειωματάριο
με σκληρές σελίδες (κάπως ωχρές)
και θα καταγράψω
τα κενά που αφήνουμε
για να δω πως θα τα γεμίσω.
 
Σημειώνω:
Ένα. Χρόνος.
Πολύς κενός χρόνος.
Ξέρω πως θα τον γεμίσω.
Με επαναλήψεις.

Δύο. Μέσα μας. Κενοί. Κούφιοι.
Γάμησε τα.
 
Τρία. Αριθμοί.
Χάνω το μέτρημα.
Κάπου χάθηκε το τέσσερα.
Έψαξα όλο το σπίτι.
Άνω κάτω το έκανα. Μάταια.
Βρήκα όμως ένα μπλουζάκι σου κάτω απ' τον καναπέ.
Εκείνο το γκρι, που έπαψες να φοράς.
 
Πέντε. Αυτολογοκρίνομαι.
Να το θέσουμε ως:
"μια απουσία κάτω απ' τα σκεπάσματα
/και κάθε ξύπνημα
να υστερεί ποιοτικά
του προηγουμένου".
Ανεκτό ακούγεται,
νομίζω πως θα το αφήσω έτσι.
 
Έξι. Λέξεις.
Είπαμε
πως οι λέξεις φαντάζουν άδειες
αλλά αυτή η σιωπή στο σαλόνι
δεν παλεύεται
όση μουσική κι αν βάλω.
 
Εφτά.
Λέω από μέσα μου:
Τουλάχιστον,
περισσεύει λίγος χώρος
στην τσέπη του μπουφάν μου
-εκεί που πριν είχα τα κλειδιά σου-
για να βάλω, ας πούμε,
ένα δεύτερο αναπτήρα.
Ποτέ δεν ξέρεις
που θα χρειαστεί
ένας δεύτερος αναπτήρας.
Και κλείνω το σημειωματάριο.
 
Και κάτι ακόμα:
φεύγοντας
ο καπνός απ' τα τσιγάρα σου
έχει αφήσει ένα παράξενο σύννεφο
κάνει κύκλους πάνω απ' το κεφάλι μου
και δεν μ'αφήνει να συγκεντρωθώ.
 
Κάνε κάτι.
 
tumblr_nibn84Ry4e1rutx6lo1_500

Βεβιασμένο ντεκαντάνς.

.
Ας το παραδεχτούμε επιτέλους
δίχως
πολιτική ή ερωτική αποσύνθεση
δεν μπορεί να γεννηθεί
αξιοπρεπής ποίηση.
.
Μοναχά
κάτι τυπικές επαναλήψεις,
κάτι σκόρπιοι πλεονασμοί
ένα γενικευμένο ξεπατίκωμα.
-θλιβερή φάση.
.
Γι' αυτό σου λέω, μωρό μου
ας καταστρέψουμε λίγο λίγο
ότι χτίσαμε
με τόσο κόπο
μπας και βγάλουμε κάνα στίχο της προκοπής.
.
523759_10150846738627437_324400020_n

Καλοκαιρινή αναμονή

.
Περιμένοντας να γυρίσεις
φέρνοντας μαζί σου δώρα
ένα σπασμένο κοχύλι, ένα γδαρμένο σώμα
στάζοντας καλοκαίρι και επιθυμία
να σε σηκώσω άγαρμπα
και να σε πετάξω
σε ένα στρώμα απαλό
που τόσο θα σου'χει λείψει.
 
Περιμένοντας να γυρίσεις
μ' ένα βλέμμα αλλιώτικο
να ξεχωρίσω μέσα του την αντανάκλαση των άστρων
που σου κρατούσαν συντροφιά τις νύχτες
και ειδικά εκείνων που, καθώς έπεφταν,
ίσως προσέφερες στο στιγμιαίο πέρασμα τους
το όνομα μου
και μια ευχή που με αφορά.
 
Περιμένοντας να γυρίσεις
να αναζητήσω με τη γλώσσα μου
μια ξένη αλμύρα πάνω σου
μια οικεία γλύκα μέσα σου
ώσπου να γδάρω κάθε σπιθαμή
απ' το δέρμα σου
που ξεφλουδίζει
γεμίζοντας τα σεντόνια με κομμάτια σου.
 
Περιμένοντας να γυρίσεις
να πλαγιάσουμε δίπλα δίπλα
έχουμε να μοιράσουμε
ήλιο και ιδρώτα
να ακουμπήσω το κεφάλι μου στα στήθη σου
και να αφουγκραστώ τους απόηχους
απ' το μουρμουρητό μιας θάλασσας
και τη σιωπή μιας παραλίας.
 
Περιμένοντας να γυρίσεις
κρυμμένοι σ' ένα δωμάτιο σκοτεινό
να απλώσω πάνω σου τα δάχτυλα μου
και στα τυφλά
να αφαιρέσω προσεκτικά απ'τα μαλλιά σου
κάθε κόκκο άμμου
και να τις μετρήσω.
 
Μια για κάθε στιγμή που έλειπες.
 
10520425_1452263658380643_552379340918621322_n

Εμένα η πατρίδα μου δεν χωράει πατριώτες

 
.
Εμένα η πατρίδα μου
έχει χίλια και ένα
διαφορετικά ονόματα
αλλάζουν κάθε λεπτό που περνάει
ο καθένας την καλεί
σαν τον αγαπημένο του
σαν την αγαπημένη του
σαν το δίστιχο που διάβασε χθες
και σιγομουρμουρίζει πριν κοιμηθεί
σαν την πρώτη λέξη που έμαθε ποτέ
και σαν αυτή που θα βγει από μέσα του
μαζί με την τελευταία του πνοή.
 
Εμένα η πατρίδα μου
έχει χίλιες και μια
διαφορετικές σημαίες να υψώνει
πότε μαύρες,
σαν τη νύχτα που μας κρατάει συντροφιά
πότε πειρατικές
πότε φτιαγμένες από κουρέλια
και απλωμένα τραπεζομάντιλα
κάποιες φορές κόκκινες σαν το αίμα
και κάποιες άλλες πολύχρωμες
μ' όλα τα χρώματα
του ουράνιου τόξου.
 
Εμένα η πατρίδα μου
μιλάει σε χίλιες και μια
διαφορετικές γλώσσες
άλλες γνωστές κι άλλες άγνωστες
που τις σκαρφίζεσαι τη στιγμή εκείνη
μα ο καθένας ξέρει να αναγνωρίζει
και να συλλαβίζει
κάποιες βασικές λέξεις
όπως “ελευθερία” και “τρυφερότητα”
αλληλεγγύη” και “αξιοπρέπεια”
συγνώμη”
και “σ'αγαπώ”.
 
Εμένα η πατρίδα μου
αντηχεί
με χιλιάδες μουσικές και χιλιάδες φωνές
σαν χάλκινα απ' τις κοιλάδες των βαλκανίων
σαν τσιγγάνικα βιολιά
και σαν πλανόδιες λατέρνες
σαν ανατολίτικο ούτι
σαν ηλεκτρικές κιθάρες
και σαν συνθεσάιζερ σε κακοφωτισμένο υπόγειο
σαν παιδικά γέλια
σαν σιωπηλή προσευχή
και σαν τα βογγητά μιας ερωτικής πράξης.
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν χωράει σε κανέναν χάρτη
απλώνεται ως τα πέρατα της γης
δεν χαράσσει σύνορα
δεν υψώνει τείχη, δεν χτίζει ναούς
μήτε μαρμάρινα κοιμητήρια
μοναχά μονοπάτια για να βαδίζεις
πλακόστρωτα για να ξαποστάσεις
σταυροδρόμια για να χάνεσαι
και λιμάνια με χαρωπούς ναύτες
μυρωδιά μπαχαρικών
και αλμύρας.
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν επιδίωξε ποτέ της
την υπακοή ή τον θάνατο
δεν συντρόφευσε ποτέ της
την θρησκεία
και την οικογένεια
και δεν αναφέρθηκε ποτέ της
σε λογύδρια δημαγωγών
πολεμικά ανακοινωθέντα
καλέσματα μίσους
προεκλογικές ομιλίες
και επικλήσεις εθνικής ενότητας.
 
Εμένα η πατρίδα μου
έχει σβήσει απ' τα βιβλία ιστορίας της
τους πρωθυπουργούς και τους ήρωες
τους βασιλιάδες και τους αρχιεπισκόπους
τους στρατηγούς και τους κατακτητές
τους σοβαρούς και τους διάσημους
μοναχά δοξάζει
τους ποιητές και τις εργάτριες
τους ζητιάνους και τις μητέρες
τους γητευτές και τα αδέσποτα γατιά
τους ερωτευμένους
και τους ανώνυμους νεκρούς της.
 
Εμένα η πατρίδα μου
είναι οι ζωές που ζήσαμε
και οι άνθρωποι που αγαπήσαμε
είναι οι λόφοι που ξαπλώσαμε
κάποια ανοιξιάτικα απογεύματα
και τα μέρη που ταξιδέψαμε
είναι τα ξημερώματα και τα δειλινά
και η γωνία που σε γνώρισα
είναι τα φαγητά που θυμίζουν τη μητέρα μου
και τα σοκάκια που παίζαμε παιδιά
είναι οι αγώνες που δώσαμε
και όσοι βρεθήκαμε δίπλα δίπλα στους δρόμους.
 
 
Εμένα η πατρίδα μου
δεν χωράει πατριώτες.
.
 
Aernout Overbeeke 1 (ed)
 

Χανγκόβερ εγγράφως

 
 
.
Η ποίησις
αγαπητέ μου
είναι σαν ένα αξιοπρεπές σκατομεθύσι
 
Μισό βήμα
προς μια διπλανή
πραγματικότητα
και μια καλή ευκαρία
να σπάσεις
μια αμήχανη σιωπή
 
Σε επισκέπτεται συνήθως
τις πρώτες πρωινές ώρες
παρακινούμενη
από έρωτα
επιθυμία
ή απογοήτευση
 
Γεννάει
βλέμμα απλανές
γλώσσα ανεξέλεγκτη
και εικόνες
παραμορφωμένες
 
Μιλάει
με
παύσεις
και υποννοούμενα
μεταφορές
και ειλικρίνεια
εικόνες
και εξομολογήσεις
 
Σε εκθέτει
και φέρνει ανθρώπους
αγνώστους
-στιγμιαία-
πιο κοντά
 
Συμπιέζει τις σκέψεις σου
σε κάτι τόσο ξεκάθαρο για σένα
μα τόσο ακατανόητο για τους άλλους
 
Καταλήγει
σε φωνακλάδικα τραγούδια
ή ψίθυρους κάτω απ' τα σκεπάσματα
 
Στριφογυρίζει μέσα σου
βασανιστικά
ώσπου να κοντοσταθείς κάπου
και να την ξεράσεις
με ανακούφιση
 
σε έναν λευκό τοίχο
ένα λευκό χαρτί
μια λευκή λεκάνη
 
 
Γιατί το παν είναι να μιλάμε
και να λερώνουμε πράγματα
 
 
10009287_738557316189570_1912252932_n

μικρό-ουτοπίες

Εγώ σου μιλάω

για έμφυλες ταυτότητες

κι εσύ μας σκέφτεσαι να πηδιόμαστε στις βρώμικες τουαλέτες κάποιου μπαρ.

Εσύ μου μιλάς

για ταξικό ανταγωνισμό

κι εγώ μας σκέφτομαι με κρασί και ποίηση, σε κάποιο φθινοπωρινό ταξίδι.

Και σαν τελειώσει η κουβέντα, και δεν έχουμε κάνει τίποτα απ' τα παραπάνω

θα ξαπλώσουμε

και θα βάλουμε το τελευταίο επεισόδιο Game of thrones

πριν μας πάρει ο ύπνος.

Έχουμε και δουλειές αύριο…

 

rodney-smith15

Mισό λεπτό, κάτι γράφω.

~

Άρχισα να συλλέγω λεπτά

από μικρό παιδί. Γιατί όχι άλλωστε? Άλλοι συλλέγουν πεταλούδες, κοχύλια, έργα τέχνης

παλιά κόμιξ

εγώ συλλέγω λεπτά.

Θλιμμένα, ψυχοφθόρα, μίζερα, νεκρά λεπτά.

~

Το πάθος μου γεννήθηκε στο σχολείο.

Τα πρώτα κομμάτια της συλλογής μου, εκεί τα απέκτησα.

Εκείνα τα ατελείωτα λεπτά, λίγο πριν το κουδούνι σημάνει για διάλειμμα.

Ένα ένα. Προσεκτικά.

~

Καμιά φορά, που ο διπλανός μου αφοσιώνοταν στο μάθημα

μέχρι το τελευταίο λεπτό

έκλεβα και τα δικά του.

~

Στην αρχή, τα κρατούσα στις τσέπες της φόρμας μου,

μα χανόντουσαν καθώς παίζαμε μπάλα στην αυλή.

Ούτε που καταλαβαίνεις πως χάνεται ο χρόνος όταν παίζεις.

Και που να τρέχεις να τα μαζεύεις…

(ειδικά αν είσαι τερματοφύλακας)

~

Αργότερα, ξεκίνησα να τα φυλάω σε μια παλιά μου κασετίνα

που είχε απ' έξω μια ζωγραφιά με τους πάουερ ρέιτζερς να πολεμάνε έναν κακό.

~

Όσο μεγάλωνα, η συλλογή μου πλούτιζε.

Ανακάλυψα κάποιες βασικές αρχές ενός συλλέκτη.

Παραδείγματος χάριν: να αποζητάς την ποιότητα, όχι την ποσότητα.

~

Το πάθος μου, έμεινε για πάντοτε κρυφό απ' όλους. Ήμουν, άλλωστε, πολύ προσεκτικός.

~

Το να είσαι μεγάλος, ανοίγει συναρπαστικούς νέους ορίζοντες

για να ικανοποιήσει κανείς την εν λόγω δραστηριότητα.

Άρχισα να μαζεύω τα γκρίζα λεπτά που κυλούσαν στα κόκκινα φανάρια, τις ουρές, τη σκοπιά, τις αίθουσες αναμονής, τις αϋπνίες, τους αυτόματους τηλεφωνητές.

Τα λεπτά που αργούσα στη δουλειά, και τα ατελείωτα μέχρι να σχολάσω.

Κάθε ανούσιο λεπτό μπροστά στον καθρέφτη

έως ότου γίνω ευπρεπής, και ευπαρουσίαστος.

Κάθε αναμονή

κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι

και κάθε αναβολή στο ξυπνητήρι του γείτονα.

~

Όλα τα “περιμένετε ένα λεπτό, σας παρακαλώ”

που εκφέρονται από ένα ανέκφραστο πρόσωπο.

“Το αφεντικό θα σας δει σε ένα λεπτό”.

“Ο γιατρός θα σας δει σε ένα λεπτό”.

“Μισό λεπτό, και θα σας εξυπηρετήσουμε”.

“Επιστρέφω σε ένα λεπτό”.

~

Τα φυλούσα πλέον σε βαζάκια, με μια ετικέτα έξω απ' το καθένα

διαφορετικό

ανά χρονολογία, ανά τύπο, ανά μέγεθος, ανά σημαντικότητα.

Σημείωνα στις ετικέτες λέξεις φαινομενικά παράλογες

όπως: “Ρομπέν των δασών”. ή, “Η αιωνιότητα”. ή, σε ένα μικροσκοπικό, “Φρύνοι”.

Μοναχά εγώ ήξερα τι σημαίνει το καθένα.

~

Μαζί σου, η συλλογή μου εμπλουτίστηκε με ένα νέο βαζάκι.

Εκείνο με το πράσινο καπάκι. Που σε παρακάλεσα να μην ανοίξεις ποτέ.

Δεν ξέρεις τι θα ξεπηδήσει από μέσα. Με τέτοια πράγματα, καλό είναι να φυλάγεσαι άλλωστε…

~

Εκεί, τοποθέτησα όλα τα δικά σου λεπτά.

Εκείνα τα βιαστικά, που ήθελα να ξαπλώσω δίπλα σου, λίγο ακόμη

μα έπρεπε να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για τη δουλειά.

Τα ατελείωτα λεπτά που περίμενα να μου απαντήσεις σε κάποιο μήνυμα

και

τα λεπτά που τελείωναν στην κάρτα, και δεν μπορούσα να σου μιλήσω άλλο.

(δεν είχα και φράγκα να βάλω άλλη).

Και

τα δέκα λεπτά που σε περίμενα

στο πρώτο μας ραντεβού.

Το καλύτερο κομμάτι της συλλογής.

~

Τα τελευταία χρόνια, την διεύρυνα ακόμη περισσότερο.

Τεχνολογία, σου λέει.

Μαζεύω με αφοσίωση λεπτά από την τηλεόραση

και το διαδίκτυο.

Κάθε φορά που παρακολουθώ στις ειδήσεις

“τις συναρπαστικές εξελίξεις

λεπτό προς λεπτό”

θάνατοι, καταστροφές, αστυνομικές επιχειρήσεις,

συλλήψεις, αυτοκτονίες,

γέννησε η Μενεγάκη.

Χαμός.

Μπήκε γκολ στο τελευταίο λεπτό.

Κι εκεί που περιμένω να τελειώσει η γαμοδιαφήμιση τους στο youtube

“Μη χάνεις λεπτό”. “Βλέπεις διαφορά, απ' το πρώτο κιόλας λεπτό”

“Απέκτησε λεπτή σιλουέτα στο λεπτό”.

(και γαμώ τα λογοπαίγνια).

~

Μαζεύονται, που λες, αυτά τα λεπτά.

Αργά, αλλά με αγάπη

και αφοσίωση.

Και κάποια στιγμή, τα λεπτά αυτά

θα γίνουν ώρα.

~

Θα είναι η ώρα

που θα τους πάρει ο διάολος.

 

529888_3227579762463_1358268552_n

 

Ζήτω το παγκόσμιο φρικαριάτο /

/

/           /

//

κανείς, αργότερα, δεν κατάφερε να εντοπίσει την αρχική πηγή /

γιατί τούτη τη φορά, δεν είχε χρειαστεί / καμία επαναστατική πρωτοπορία / κανένα κάλεσμα /

ούτε υπογραφές, διαθεσιμότητες, οργάνωση, αφίσες, δρομολόγιο, πρόγραμμα /

καμία διαδικτυακή πρόσκληση, να πατήσεις “θα πάω” ελαφρά τη καρδία και να σου το θυμίσει το μηχάνημα δέκα λεπτά πριν, ότι να, κοίτα, αυτό που είπες πως θα πας, συντελείται τώρα δα, και εσύ λείπεις, και που χρόνος να μαζέψεις τα τσιγάρα και τα κλειδιά, να κάνεις ένα μπάνιο στα γρήγορα, να φορέσεις τα μαύρα, να αποφύγεις τον διαχειριστή, να κατέβεις τα σκαλιά τρέχοντας /

/                                     /

λένε πως διαδόθηκε με τον άνεμο /

με το άγγιγμα /

σαν φήμη /

σαν ψίθυροι /

σαν υπονοούμενα /

πως ήταν κρυμμένο μήνυμα ανάμεσα σε διαφημιστικά σποτ και σελίδες βιβλίων /

πως κάποιοι, σε κάποιο σκιερό υπόγειο, το σχεδίαζαν για χρόνια /

ή πως το οραματίστηκε ένα ζευγάρι μόλις το προηγούμενο βράδυ, καθώς έκαναν έρωτα /

ή πως βγήκε αυθόρμητα, όπως όλα τα μεγάλα όμορφα πράγματα /

/ /

όπως και να' χει, έγινε /

να, κοίτα /

έπαψαν πια να κρύβονται /

πλημμύρισαν τους δρόμους, κραυγές και σώματα /

φωνές ντροπαλές, βραχνές, μουσικές, ακατάπαυστες, βαθιές /

σαν πλήθος ήταν /

ή μάλλον, σαν πληθωρική στρατιά, με την διάταξη τους επιμελώς ατημέλητη, λες κι ένας συλλογικός νους να τους τοποθέτησε φαινομενικά τυχαία, ώστε να σχηματίζουν ένα σχέδιο, μια αισθητική τελειότητα, ένα μαθηματικό παράδοξο, ένας εδώ, δυο παραδίπλα, τρεις σ' αυτή την πλευρά, άλλοι τρεις παραπέρα, θα στέκεστε κάπως έτσι, θα φορέσετε το εμπριμέ φουλάρι σας, κυρία μου μη σηκώνετε τόσο το χέρι σας, χαμογελάτε, συνεχίστε, σας παρακαλώ μη σπρώχνεστε, έρχονται κι άλλοι, υπάρχει τόσο μίσος ακόμη, και τόσα γέλια, ο δρόμος αυτός φαίνεται μας χωράει όλους, χωράει μια εξέγερση /

/                                  //

ήταν όλοι τους εκεί /

/

οι ερωτευμένοι, οι μεθυσμένοι, οι ξένοι, οι πληγωμένοι, οι μόνοι, οι απεγνωσμένοι, οι ανικανοποίητοι, οι διχασμένοι, οι παράξενοι, οι απογοητευμένοι, οι φοβισμένοι, οι απλησίαστοι /

//

ήταν όλοι όσοι προσπάθησαν, τουλάχιστον μια φορά, να αυτοκτονήσουν, μα δίστασαν λίγο πριν το τέλος γιατί δεν ήξεραν τι να γράψουν στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα / τι να πρωτοπεί κανείς / αντάλλασσαν όμως τις εμπειρίες τους πάνω στην πρακτική, κατά βάθος είναι και ζήτημα καλαισθησίας, η τελευταία πινελιά ενός καλλιτέχνη, ποιός άραγε ανάμεσα μας μπορεί να κρίνει αν η εκπυρσοκρότηση ενός πιστολιού είναι γοητευτικότερη ή δημιουργικότερη από μια σιωπηλή λεπίδα, από ένα μπουκαλάκι υπνωτικά, από μια βουτιά στο κενό /

/

ήταν όλες αυτές οι παράξενες φιγούρες, κάπως σκυφτές και φοβισμένες, που τους πετυχαίνεις συνήθως σε γυράδικα και πιτσαρίες τις νύχτες να αναζητούν λίγη συντροφιά / να αναζητούν ο ένας τον άλλο / τη δική τους μυστική πιάτσα / να ανταλλάσουν ανακουφιστικές κοινοτυπίες / να κάθονται, κάθε βράδυ, οι ίδιοι κάπως λευκοί άνθρωποι, στις ίδιες λευκές καρέκλες, κάτω από το ίδιο λευκό φως / μπροστά μια βιτρίνα με πίτσες, δυο ευρώ το κομμάτι / και να παρακολουθούν με μια υποψία ζήλιας τους πελάτες να μπαινοβγαίνουν στη σειρά / άρτος και θεάματα /

/                                            /

ήταν όλοι οι ψυχαναγκαστικοί, που τοποθετούν πάντοτε τα φλιτζάνια κατά σειρά ύψους, τις παντόφλες στην ίδια γωνία του σπιτιού, το κόκκινο πουλόβερ μαζί με τη μαύρη βερμούδα, τους συγγραφείς κατά επώνυμο / όλα βγάζουν νόημα τελικά / ας μη ξεχνάμε κι αυτούς που θα διαβάσουν τούτο το κείμενο, κι έπειτα θα σταθούν να μετρήσουν τις κατηγορίες να κοιτάξουν αν βγαίνει ζυγός αριθμός, αν είναι ας πούμε όλα τακτοποιημένα, υπολογισμένα / κατά βάθος νομίζω θα ήθελαν να είναι αράχνες, η ζωή τους να περιστρέφεται γύρω από την απόλυτη συμμετρία ενός καλοφτιαγμένου ιστού /

/

ήταν κι αυτοί που επέλεξαν να χάσουν τον εαυτό τους πάνω σε μια μπάρα / στον πάτο ενός ποτηριού / μέσα σε μια συνεχόμενη νύχτα / ένας εξέχων λογοτεχνικός τρόπος να χάσεις τον εαυτό σου, όπως διατείνονται οι ίδιοι / μα είναι διπλά τραγικοί / ένα γιατί χάθηκαν, το προφανές, ας μην επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα / και δυο γιατί / ας σημειωθεί / η αυτοκαταστροφή τους πάσχει από ολοκληρωτική έλλειψη πρωτοτυπίας / τόσο μπανάλ, χρυσό μου / τόσο προφανές / ένα πρόχειρο κολάζ όλων των στίχων που βρίσκει κανείς σε ποιητικές συλλογές / απ' τους ρομαντικούς ως τους μπήτνικ / ανεκπλήρωτοι έρωτες και μπλαμπλαμπλα / εφηβικά ινδάλματα, ροκ σταρς να αργοπεθαίνουν πίσω απ' τη σκηνή, ευκολοχώνευτη τραγικότητα / ο μπάρμαν ξέρει, κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά, γεμίζει ξανά το ποτήρι / απαιτείται μια ιδιοφυία για να γεννήσει έναν πραγματικά ξεχωριστό τρόπο αυτοκαταστροφής /

/  /

ήταν αυτοί που, καθώς περπατάνε στο δρόμο, μονολογούν / ή μιλάνε σε κάποιον φανταστικό φίλο, κάποιον παλιό συγγενή, κάποιον αόρατο συνομιλητή, κάποιον νεκρό αγαπημένο / τραγουδάνε τσιγγάνικα τραγούδια / απαγγέλλουν ποίηση / σιγοσφυρίζουν σκοπούς από διαφημίσεις του ραδιοφώνου / ή ρίχνουν κατάρες στους περαστικούς / ίσως και να πιάνουν αυτές οι κατάρες, ποιος ξέρει, ίσως γι’ αυτό οι άνθρωποι να σκοντάφτουν στο πλακόστρωτο / είναι να μη σου τύχει /

/                                                                                           /

ήταν και όλες αυτές οι γιαγιάδες που αρνήθηκαν τον θάνατο / αρνήθηκαν τη μοναξιά / αρνήθηκαν τα πλήθη / αρνήθηκαν και το γηροκομείο, που τόσο απλόχερα τους προσέφερε σαν εναλλακτική ο καλός εγγονός, θα είσαι καλύτερα εκεί, με ανθρώπους της ηλικίας σου, κάποιος να σε προσέχει, αν πάθεις τίποτα, κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει / ζουν ακόμη σε εκείνη τη μονοκατοικία στο τέλος του δρόμου, παρέα με μια στρατιά από γάτες / η γιαγιά δεν έχει όνομα για τις γάτες, οι γάτες έχουν όνομα για τη γιαγιά μα δεν της το λένε ποτέ, την φωνάζουν απλά η καλή κυρία, με τον δικό τους γατίσιο τρόπο, και όλοι είναι κατά γενική ομολογία ευτυχισμένοι, όσο υπάρχει γάλα /

/

ήταν όλοι τους εκεί /

/                      /   /

οι μελαγχολικοί, οι τρομαγμένοι, οι παράλογοι, οι υποχόνδριοι, οι εθισμένοι, οι θλιμμένοι, οι δυσλεξικοί, οι σιωπηλοί, οι περίεργοι, οι παθιασμένοι, οι ατελείς, οι κομπλεξικοί /

/                                                                                      /

ήταν κι όσοι και όσες δεν ένιωσαν ποτέ άνετα με το σώμα τους / γιατί το σώμα τους επέλεξε αυτοβούλως να μη νιώσει ποτέ άνετα με τα πρότυπα ομορφιάς / οι γιατροί, λέει, έβαλαν τα δυνατά τους / νυστέρια, δίαιτες, χαπάκια, κρέμες, βοτάνια / κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό / η κατάσταση σας είναι ανίατη / φοβάμαι πως θα παραμείνετε χοντρούλα, μπάζο, σκιάχτρο, σπυριάρης, φρικιό / είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ανθρώπινη εφευρετικότητα όταν καλείται να δημιουργήσει λέξεις που πληγώνουν / τη μέρα τούτη όμως αυτές οι λέξεις απαγορεύονταν / ήταν απλά όλες και όλοι τους όμορφοι /

//

ήταν και κάτι τύποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο να γράφουν / και γράφουν / και γράφουν / σιωπηλά και ασταμάτητα / γράφουν για τα αγόρια που κατέβηκαν από τα άστρα / για έρωτες που ποτέ δεν έζησαν / για το θεό, το νόημα της ζωής, τις ψυχές, τα σύννεφα / για το θάνατο και την αρρώστια και την αποτυχία του να είσαι άνθρωπος / για τον ιδρώτα, το αίμα, τη σκόνη, τα δάκρυα / γράφουν / δίχως σκοπό / γεμίζουν σελίδες επί σελίδων / και δεν τα έχουν δείξει ποτέ σε κανέναν / ίσως να μην έχουν σε ποιόν να τα δείξουν / ίσως να μην υπάρχει κανένας να τα δείξουν / η μητέρα τους, στο δίπλα δωμάτιο, βήχει πάλι, έχει τις δικές της σκοτούρες / οι συνάδελφοι το πρωί στη δουλειά, τους κοιτάνε λίγο περίεργα / δεν θα τα δείξουν ποτέ σε κανέναν / κανείς δεν θα καταλάβει / μόνο τα αγόρια που κατέβηκαν απ' τα άστρα, λέει, τους καταλαβαίνουν /

/

ήταν αυτοί που δεν έχουν προσαρμοστεί ακόμα στο πρωινό ξύπνημα / που ονειρεύονται τη μέρα που κανείς δεν θα τους διακόψει το όνειρο / τη μέρα που τα ξυπνητήρια θα απαγορευτούν / τη μέρα που η εργασία θα απαγορευτεί / τη μέρα που οι Δευτέρες θα απαγορευτούν / ήρθαν κάπως αργοπορημένοι αυτοί, μα πρόφτασαν πάνω στο καλό, δεν έχασαν το καλύτερο δηλαδή, άλλωστε όπως λέει και η λαϊκή σοφία, όποιος βιάζεται σκοντάφτει /

/                          /

ήταν όσοι κάνουν αυτές τις παράξενες συλλογές / αφιερώνουν μια ζωή σ' αυτό, και πάλι ίσως δεν αρκεί μια ολάκερη ζωή / είναι ατελείωτα / πορσελάνινες κούκλες, γραμματόσημα, παλιά παιχνίδια, σπιρτόκουτα / γεμίζει το σπίτι, δεν αρκεί ένα ολάκερο σπίτι / γεμίζει το μυαλό με πορσελάνινες κούκλες, αρχίζουν φαντάζουν ζωντανές, αλλάζουν θέση τα βράδια, ψιθυρίζουν στα αυτιά τους όταν κοιμούνται, ζητάνε κι άλλο χώρο, κι άλλο χρόνο, δεν αρκεί / έχουν μονάχα ένα σπίτι να δώσουν, μια ζωή, ένα μυαλό / που χρόνος για άλλα πράγματα / κατέβηκαν στο δρόμο σήμερα με τύψεις, ακούνε τις κούκλες τους να τους καλούν, να παραπονιούνται, τις εγκατέλειψαν, ποιός ξέρει τι μπορεί να συμβεί όσο λείπουν / κάποιοι έφεραν την διαλεχτή τους μαζί τους / την κρατούσαν σφιχτά στην τσέπη, σαν φυλαχτό /

/

ήταν κι όλοι αυτοί που, μια ζωή, βάδιζαν δίπλα στον αγαπημένο τους, την αγαπημένη τους, και δεν τολμούσαν να του κρατάνε το χέρι, της / αγοράκι με αγοράκι, κοριτσάκι με κοριτσάκι, όλοι οι πιθανοί συνδιασμοί θα μπορούσαν να υπάρξουν ως εφικτοί / έρως κρυμμένος / φόβος / μα τι θα πει ο κόσμος / τώρα ήταν εδώ, δεν κρατούσαν απλά τα χέρια, πηδιόντουσαν στη μέση του πλήθους, μια γυμνή και υγρή χορογραφία / ξημέρωσε επιτέλους η μέρα όπου αναγκάστηκαν να κρυφτούν αυτοί οι “άλλοι” / να κρυφοκοιτάζουν από τα παράθυρα του σαλονιού, πίσω απ' τις δαντελωτές κουρτίνες / με μια σταγόνα θυμού, και δυο τζούρες ζήλιας / δε με νοιάζει τι κάνετε στο κρεβάτι σας κύριε μου, εγώ στο δρόμο πηδιέμαι / τέλος /

/                               //

ήταν όλοι τους εκεί /

/

πέντε μέτρα μπροστά, ίσως λιγότερο, ίσως περισσότερο / προπορεύονταν εκείνοι οι δυο /

ξερακιανός ο ένας, στα δεξιά, με ένα αμάνικο γκρι πουλοβεράκι που του έπλεξε κάποτε η γιαγιά του /

με υποψία φαλάκρας /

και υποψία χαμόγελου /

κοντούλα θα την έλεγες την άλλη, στα αριστερά, φορούσε ένα λίγο παράξενο καπέλο με ένα μπουκέτο λουλούδια καρφιτσωμένο πάνω του /

και κούτσαινε λιγάκι /

κρατούσαν ένα τεράστιο πανό /

που έγραφε, με γράμματα όμορφα, ακριβή, καθαρά /

Υγιείς και κανονικοί /

στου πηγαδιού τον πάτο /

ζήτω το παγκόσμιο /

φρικαριάτο /

έτσι ακριβώς, ακόμα και τις καθέτους είχε στο τέλος κάθε σειράς /

//

και πέντε μέτρα πίσω, ίσως λιγότερο ίσως περισσότερο / προχωρούσε ένας γέρος /

φορούσε όλα αυτά που φοράνε συνήθως οι γέροι, και βάδιζε σαν ένας τέτοιος /

τίποτα το παράξενο ως εδώ λοιπόν /

και μουρμούριζε μοναχός του /

/             /

εγώ, έλεγε, γεννήθηκα στην σπιναλόγκα /

και τούτη εδώ, έκανε, δείχνοντας το πλήθος /

θα είναι η εκδίκηση μου /

 

549344_10151462652160370_543395369_23789996_1513284673_n