Στιγμές στην πόλη, μέρος 2

Στιγμές στην πόλη εκτός πόλης

…Πολιτικά στιγμιότυπα προσωρινής φυγής!

Δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις.

Ναι, ξέρουμε πόσο ψεύτικη, πόσο επιφανειακή, πόσο επίπλαστη και προσωρινή είναι η καθημερινότητα που βιώνουμε σε καταστάσεις φυγής απ’ την κανονικότητα: στις διακοπές μας. Τόσοι μήνες άγχους και αλλοτρίωσης έχουν συσσωρευτεί μέσα μας σαν καρκίνος, χαμένοι σε ένα μονότονο και μονόδρομο λαβύρινθο εργασίας, εξεταστικής και στιγμιαίας ανάπαυλας. Και, σαν έρθει εκείνη η στιγμή που βαδίζουμε σε έναν ξένο τόπο, περιτριγυρισμένοι από νέα πρόσωπα, δίχως τον χρόνο να κρέμεται βασανιστικά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, νιώθουμε προσωρινά την απελευθέρωση. Αδειάζουμε.

Αλλάζουμε. Για μια στιγμή μονάχα, μέσα στον κύκλο της μίζερης ζωής μας. Γιατί η ρουτίνα μας περιμένει καρτερικά, μοναχά ένα – δύο μήνες μακριά.

Μα τι θέλει επιτέλους να πει ο ποιητής μ’ αυτό τον ατελείωτο μονόλογο του?

Αυτό, μονάχα: πως οι παρακάτω στιγμές, αναγνωρίζουμε πως είναι γέννημα των συνθηκών τους και τίποτα παραπάνω. Μα, τις κρατάμε βαθιά μέσα μας, γιατί ελπίζουμε πως θα έρθει η ώρα που όλα αυτά θα αποτελέσουν την ζύμη για την γέννηση μιας νέας υλικής και συνειδησιακής πραγματικότητας.

Θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι στο ελεύθερο κάμπινγκ. Πως οι γύρω σκηνές μαζεύτηκαν γύρω μας καθώς το μαγείρεμα τελείωνε. Να τσιμπήσουν κι αυτοί ένα κομμάτι. Γιατί όλα μοιράζονται. Το φαγητό. Τα ξύδια. Τα βιβλία για το μεσημεριανό διάβασμα. Το χαρτί υγείας. Τα τσιγάρα.

Όταν το ζεις, συνειδητοποιείς πόσο ψευδαίσθηση είναι τελικά η αίσθηση της ιδιοκτησίας. Και πόσο μαγική και ανθρώπινη αυτή της κοινότητας.

Θυμάμαι τις καλημέρες. “Καλημέρα”, σου έλεγαν πρόσωπα άγνωστα μα χαμογελαστά. Όχι επιτειδευμένα. Γαλήνια. Φιλικά.

Καλημέρα”, αποκρινόσουν κι εσύ.

Κάθησε”, σου λέγαν. Και καθόσουν. Σε κύκλο, πάντα.

Θυμάμαι πόσο καθαρό ήταν το κάμπινγκ μας. Και δεν είχε καθαρίστριες. Μονάχα έναν βαριεστημένο τύπο που έπλενε τις χέστρες κάθε πρωί. Μα ο κόσμος, ενστικτωδώς, φρόντιζε τον τόπο γύρω του. Απλές καθημερινές κινήσεις. Να μαζέψεις τα σκουπίδια σου. Να πετάξεις τη σακούλα. Να μην ρίχνεις κάτω το τσιγάρο. Κινήσεις που εδώ, στην a priori μολυσμένη μητρόπολη κανείς μας δεν κάνει τόσο αυθόρμητα. Γιατί νιώθουμε βαθιά μέσα μας πως αυτός ο χώρος και αυτός ο χρόνος δεν είναι δικοί μας. Και δεν έχουμε καμία υποχρέωση να τους διατηρήσουμε “καθαρούς”.

Θυμάμαι εκείνη την αστεία συνέλευση στην πλατεία. Άπο κάπου είχε πέσει σύρμα ότι θα σκάσουν οι μπάτσοι να μαζέψουν τους κατασκηνωτές. Και κόσμος απ’ όλο το νησί είχε συγκεντρωθεί για να οργανώσει την άμυνα του. Μερικοί γνωριζόμασταν απ’ τις πόλεις μας. Εδώ, δεν μιλιόμαστε. Ίσως και να μισούμε λίγο ο ένας τον άλλο. Μα εκεί, στεκόμασταν δίπλα δίπλα και ετοιμάζαμε γεμάτοι ενθουσιασμό το σχέδιο δράσης. Αν έρθουν εδώ, θα κάνουμε τούτο. Αν κάνουν εκείνο, θα πάμε από εκεί. Να κλείσουμε τους δρόμους. Να ανταλλάξουμε κινητά. Να ειδοποιήσουμε κι άλλο κόσμο. Να είμαστε μαζί.

Θυμάμαι – πως να τα ξεχάσω – τα ωτοστόπ. Ποτέ δεν χρειάστηκε να περπατήσουμε πάνω από πέντε λεπτά. Εκτός κι αν ήθελες να ηρεμήσεις, να απολαύσεις την σιωπή και τα άστρα. (ναι, θυμάμαι και τα άστρα. μονάχα όταν τα βλέπεις συνειδητοποιείς πόσο σου λείπουν). Δεν σήκωνες το χέρι, απλά σταματούσαν δίπλα σου και άνοιγαν την πόρτα. “Πόσοι είστε?” “Πόσους χωράτε?” “Που πάτε?”. Όλοι στο κόλπο. Μικροί και μεγάλοι. Μεθυσμένοι και νηφάλιοι. Ντόπιοι και τουρίστες.

Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που πήγαμε να κάνουμε μπάνιο στις ντουζιέρες δίπλα απ’ τη σκηνή μας. Στο δημοτικό κάμπινγκ, όχι στο “ελεύθερο”. Εκεί όπου οι άνθρωποι κουβαλάνε κάτι λίγο απ’ την πόλη μαζί τους. Στερεοφωνικά. Φορτιστές. Τζανκ φουντ. Λογικές. Και βρήκαμε μια ντουζίνα γυμνά σώματα. Με απλότητα και γλυκύτητα. Όχι, δεν είναι επαναστατικό το γυμνό, εδώ και πολλές δεκαετίες. Μα συνεχίζει να είναι όμορφο και ελεύθερο. Ειδικά όταν το συναντάς εκεί που δεν το περιμένεις. Νομίζω πως δεν έχω ζήσει ποτέ τόσο κοντά και άνετα στο σώμα μου και στα σώματα άλλων άπο εκείνες τις μέρες.

Θυμάμαι εκείνο το πρωινό που μας έφερε ο Μπόμπ να φάμε “ψαράκι”. Τρέχα γύρευε που το ξετρύπωσε στις 9 τα ξημερώματα.

Θυμάμαι εκείνα τα παιδιά με τις κιθάρες στην πλατεία, να παίζουν “μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια” όταν έσκασε το περιπολικό να μας ζητήσει να κάνουμε ησυχία.

Θυμάμαι πολλά και διάφορα. Και λυπάμαι.

Λυπάμαι που επιστρέψαμε όλοι μας στην κανονικότητα. Και που χρειάστηκε να εκφέρουμε το χυδαίο “τα ξαναλέμε του χρόνου”. Και που, για τους περισσότερους με τους οποίους μοιράστηκα όλα τούτα, ήταν απλά μια προσωρινή κατάσταση, και όχι κάτι για το οποίο αξίζει να παλέψεις για να γίνει η καθημερινότητα σου.

…από το “Επιεικώς Φλέγον”, τεύχος 2

εικόνες δανεισμένες από προηγούμενα posts

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *